Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας

Σύμφωνα με το άρθ. 1913 ΑΚ το Δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε δανειστή της, να διατάξει την εκκαθάριση της κληρονομίας. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται όλα εκείνα τα στοιχεία που θεμελιώνουν την ιδιότητα του αιτούντος και δανειστού της κληρονομίας. Συγκεκριμένα θα πρέπει να προσδιορίζεται η απαίτηση που διατείνεται ότι έχει ο αιτών κατά της κληρονομίας, χωρίς να είναι απαραίτητο η απαίτηση να είναι ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη ή εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο (Γεωργιάδη -Σταθόπουλου Αστ. Κωδ. άρθ. 1913 αρ. 24, Βουζίκα ΚληρΔ, § 162). Εξ άλλου αντικείμενο της δίκης που διαγράφεται με την παραπάνω διάταξη και εκείνη του άρθ. 814 § 1 ΚΠολΔ είναι η θέση της κληρονομίας υπό εκκαθάριση, συνίσταται δε στο δικαστικό χωρισμό της κληρονομίας από την ατομική περιουσία των κληρονόμων με σκοπό την από το διοριζόμενο εκκαθαριστή επιδίωξη της πρόσκλησης των δανειστών της κληρονομίας και τη διαμέσου του ενεργητικού της ικανοποίησή τους με βάση τον κανονισμό της σύμμετρης πληρωμής τους (Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Ερμηνευτική -Νομολογιακή Ανάλυση άρθ. 814 σημ. 3 και 7) (9153/1999ΕφΑθ).

Κατά το άρθρο 1865 ΑΚ, όταν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο ότι αποδέχθηκε την κληρονομία, το δικαστήριο της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, διορίζει κηδεμόνα της κληρονομίας ως σχολάζουσας, ο οποίος έχει τη διοίκηση αυτής και υποχρεούται να ενεργήσει κάθε πράξη που υπαγορεύεται από τους κανόνες της συνεπούς διαχειρίσεως της κληρονομίας (Μπαλής, Κληρ. Δίκ., έκδ. 5η, παρ. 185 και 186). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1913 του αυτού ΑΚ, το δικαστήριο της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε δανειστή, μπορεί να διατάξει την εκκαθάριση της κληρονομίας και όταν ακόμη αυτή σχολάζει, προκειμένου να ληφθούν τα μέτρα εκείνα με τα οποία θα επιδιωχθεί η είσπραξη ή χρηματοποίηση του ενεργητικού αυτής (κληρονομίας) και η απόσβεση του παθητικού της (Μπαλής, ο.π., παρ. 204). Εφόσον διαταχθεί από το δικαστήριο η δικαστική εκκαθάριση, λήγει αυτοδικαίως η κηδεμονία της κληρονομίας και η διοίκηση αυτής περιέρχεται στον εκκαθαριστή, έκτοτε δε κάθε δίκη της κληρονομίας που έχει ως αντικείμενο απαιτήσεις ή υποχρεώσεις αυτής διεξάγεται από τον εκκαθαριστή, ο οποίος και μόνο νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς ως διάδικος στην ενλόγω δίκη (Μπαλής, ο.π., παρ. 188 και 202 αριθμ. 3, Ν. Παπαντωνίου, Κληρον. Δίκ., έκδ. 1989 παρ. 134, σελ. 478, ΕφΑθ 2892/1959 ΝοΒ8.580). (4172/1992 ΕφΑθ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 814 ΚΠολΔ εδάφ. 1, όταν κατά το νόμο έχει κανείς το δικαίωμα να ζητήσει την εκκαθάριση κληρονομίας και το διορισμό εκκαθαριστή της, η εκκαθάριση της κληρονομίας διατάσσεται και ο διορισμός, η αντικατάσταση και παύση του εκκαθαριστή γίνεται από το δικαστήριο της κληρονομίας. Στη συζήτηση της αίτησης πρέπει να κλητεύεται και ο κληρονόμος, διότι έχει έννομο συμφέρον, δεν είναι όμως υποχρεωτική. Ο δικαστής μπορεί να διατάξει κλήτευση του κληρονόμου, ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να αποκρούσει την αίτηση, είτε με την αμφισβήτηση της ιστορικής της βάσης, είτε με την παροχή επαρκούς ασφάλειας ((βλ. 748 παρ. 2, 3 ΚΠολΔ, ΑΚ 1913 παρ. 3 ΑΚ.

Ο θεσμός της δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 1913 έως 1922 ΑΚ, σκοπεί να προφυλάξει τους κληρονομικούς πιστωτές από κατάχρεο κληρονόμο ή από επικίνδυνη γι’ αυτούς διαχείριση της κληρονομιαίας περιουσίας, ως επίσης να εξασφαλίσει τη σύμμετρη όλων των δανειστών ικανοποίηση σε περίπτωση ανεπάρκειας της κληρονομίας προς πλήρη τοιαύτη (ΕφΑθ 3191/78 Αρμ 31.196, Παπαντωνίου, Κληρ. Δίκ., παρ. 132). Από τη διάταξη του άρθρου 1914 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι από τη δημοσίευση της αποφάσεως που διατάζει την εκκαθάριση τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα που διοικείται από τον εκκαθαριστή, συνάγεται ότι, αν το δικαστήριο διέταξε την εκκαθάριση της κληρονομίας, από τη δημοσίευση της αποφάσεώς τους, η κληρονομία αποτελεί χωριστή ομάδα που διοικείται από τον διοριζόμενο εκκαθαριστή (ΕφΑθ 254/86 ΕλλΔνη 28.633, Παπαντωνίου, ό.π., παρ. 134). Για οποιαδήποτε διαφορά που ανάγεται στην κληρονομική ομάδα νομιμοποιείται μόνο αυτός ως διάδικος με την ιδιότητα του μη δικαιούχου προσώπου και όχι με την ιδιότητα του εκπροσώπου οιουδήποτε (Βαθρακοκοίλης, ΑΚ αριθ. 1914, σελ. 2395, Παπαντωνίου, ό.π., σελ. 448. Μόνο αυτός (εκκαθαριστής) νομιμοποιείται ως διάδικος σε δίκες της κληρονομίας ενεργητικώς και παθητικώς (Παπαντωνίου, ό.π., Παπαχρήστου, Κληρ. Δίκ., 1983, άρθρ. 1914, σελ. 413-414). Περαιτέρω, από τα άρθρα 1914, 1916, 1917 και 1921 ΑΚ προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως της κληρονομίας, δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση στα κληρονομιαία αντικείμενα από τους δανειστές της κληρονομίας. Αν πριν από το διορισμό του εκκαθαριστή άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση, δεν είναι επιτρεπτή η συνέχισή της, έστω και αν αυτή είχε αρχίσει εναντίον του κληρονομουμένου. Επομένως, κάθε πράξη της εκτέλεσης ή συνέχισης αυτής, που επιχειρείται από τους δανειστές της κληρονομίας κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, μπορεί να αποκρουσθεί από τον εκκαθαριστή και εκείνον που έχει έννομο συμφέρον με την άσκηση της ανακοπής του άρθρ. 933 ΚΠολΔ (Εφθεσ 990/93, αδημ., Μπαλής, Κληρ. Δίκ., παρ. 202, Μπρίνιας, Αναγκαστ. Εκτ., παρ. 134 IV, σελ. 449, Τούσης, Κληρ. Δίκ., παρ. 221 γ`, σελ. 558, Παπαχρήστου, ό.π., άρθρ. 1916, 1920, σελ. 41 δ`). Κατ` εξαίρεση, επειδή με τη δικαστική εκκαθάριση δεν θίγονται τα προνόμια που αποκτήθηκαν κατά τον νόμο ή οι υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, οι ενυπόθηκοι δανειστές της κληρονομίας, των οποίων η υποθήκη είχε συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν εγκύρως αναγκαστική εκτέλεση στα κληρονομιαία αντικείμενα, που ασφαλίζονται με υποθήκη και κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης (Παπαχρήστου, ό.π., ΕφΘεσ 990/93, ό.π.). Από τον αναφερθέντα ανωτέρω σκοπό της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας και τις ανωτέρω περί αυτής διατάξεις και ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 1920 ΑΚ, κατά την οποία ουδεμία πληρωμή κληρονομικού δανειστή είναι δυνατή πριν εξακριβωθεί η ικανότητα της κληρονομίας ή πριν το δικαστήριο κανονίσει σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών, χωρίς να θίγονται τα προνόμια που αποκτήθηκαν κατά το νόμο ή οι υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, προκύπτει ότι η εκκαθάριση της κληρονομίας είναι θεσμός συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, που σκοπό έχει τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών της κληρονομίας και από την άποψη αυτή ομοιάζει με την πτώχευση, που είναι και αυτή θεσμός συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, που σκοπό έχει τη σύμμετρη ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, οι οποίοι και στερούνται από τη δημοσίευση της αποφάσεως περί πτωχεύσεως των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων (βλ. ολ. ΑΠ 82/65 Νο Β 13.186, ΑΠ 1075/80 Νο Β 29.489). Συνεπώς, τα εις την πτώχευση ισχύοντα μπορούν να μεταφερθούν στην εκκαθάριση κληρονομίας προς ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και για να δοθούν λύσεις στα προβλήματα, που αντιμετωπίζονται εδώ. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω η εκτεθείσα ειδική διαδικασία της δικαστικής εκκαθάρισης αποκλείει και τα ατομικά μέσα εκτέλεσης επί των στοιχείων της κληρονομίας εκ μέρους των ατομικών δανειστών του κληρονόμου κατά της κληρονομίας ή εκ μέρους των δανειστών της κληρονομιαίας περιουσίας (ΕφΑθ 367/64 Νο Β 12.866, Μπρίνιας, ό.π., σελ. 1555). Από τις παραπάνω όμως διατάξεις των άρθρ. 1914 παρ. 2 και 1920 ΑΚ προκύπτει περαιτέρω ότι από την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία της σύμμετρης ικανοποίησης των κληρονομικών δανειστών εξαιρούνται, κατά τα εκτεθέντα, οι ενυπόθηκοι δανειστές της κληρονομίας που έχουν εγγράψει υποθήκη επί των κληρονομιαίων ακινήτων πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου, οι οποίοι μπορούν και μετά από τη δημοσίευση της απόφασης περί εκκαθαρίσεως να ασκήσουν την εμπράγματη υποθετική αγωγή, νοουμένης ως δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης επί κληρονομιαίου ακινήτου λόγω της υποθετικής υπεγγυότητάς του, για την επίτευξη εξοφλήσεως του χρέους, ή να συνεχίσουν τέτοια αγωγή. Έτσι, οι ως άνω ενυπόθηκοι κληρονομικοί δανειστές (που έχουν εγγράψει υποθήκη πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου) μπορούν να αρχίσουν ή να συνεχίσουν την αρξάμενη αναγκαστική εκτέλεση και κατά το στάδιο της δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας. Σ` αυτήν όμως την περίπτωση, η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να στρέφεται, κατά τα εκτεθέντα ως προς την ιδιότητα του εκκαθαριστή ως μη δικαιούχου διαδίκου, εναντίον του εκκαθαριστή της κληρονομίας, ο οποίος, μετά τη δημοσίευση της περί εκκαθαρίσεως αποφάσεως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις και τα ανωτέρω εκτεθέντα, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 919, 327 παρ. 1 και 921 ΚΠολΔ, νομιμοποιείται παθητικώς ως μη υπόχρεος διάδικος (βλ. Μπρίνια, ό.π., άρθρ. 919 παρ. 89, 92 IV, σελ. 252 και 93, σελ. 253). Εφόσον δε, κατά τα εκτεθέντα, μόνο αυτός νομιμοποιείται παθητικώς, ως μη υπόχρεος διάδικος, για κάθε εκτέλεση που αφορά κληρονομιαία ακίνητα μετά τη δημοσίευση της απόφασης περί εκκαθαρίσεως, αυτός δικαιούται και νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει την από το άρθρ. 933 ΚΠολΔ ανακοπή για ακύρωση πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προβλέπεται από το δικονομικό ή το ουσιαστικό δίκαιο (βλ. Μπρίνια, ό.π., άρθρ. 939 παρ. 154, σελ. 423-424, όσον αφορά το σύνδικο της πτώχευσης, θεσμό ομοιάζοντα, κατά τα εκτεθέντα, προς τη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας) (2425/1993 ΕφΘεσ/κης).

 

Λένα Πολύζου

Δικηγόρος

Email: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί