Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Διόρθωση δικαστικής απόφασης με παράκαμψη της διαδικασίας των άρθρων 315 επ. ΚΠολΔ και, αντ’ αυτής, απευθείας άσκηση ενδίκου μέσου

Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, προβαίνοντας σε ποιοτική ιεράρχηση των σφαλμάτων της δικαστικής απόφασης, εισάγει τη διορθωτική διαδικασία των άρθρων 315 ΚΠολΔ για εκείνες τις πλημμέλειες που είναι πρόδηλες και χρήζουν επανόρθωσης, χωρίς να χρειάζεται η μεσολάβηση διαγνωστικής κρίσης[1]. Για τα σοβαρότερα σφάλματα της απόφασης που σχετίζονται, ιδίως, με την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, κινητοποιείται ο μηχανισμός των ενδίκων μέσων. Μολαταύτα, θεωρία και νομολογία δεν αποκλείουν τη δυνατότητα άρσης των επουσιωδών σφαλμάτων και δια της οδού των ενδίκων μέσων. Προτείνεται, κατ’ αρχάς, η επιδίωξη διόρθωσης με απευθείας άσκηση έφεσης (ως εκ του ότι οι λόγοι αναψηλάφησης και αναίρεσης ορίζονται περιοριστικά στις διατάξεις των άρθρων 544 και 559 ΚΠολΔ αντιστοίχως, και ουδείς εξ αυτών αναφέρεται στη δυνατότητα διόρθωσης), ενόψει του χαρακτήρα της ως τακτικού ενδίκου μέσου πλήρους δικαιοδοσίας. Κατά τη Μακρίδου, η διόρθωση με απευθείας άσκηση εφέσεως ανταποκρίνεται πληρέστερα στην αποστολή της εφέσεως ως τακτικού ενδίκου μέσου και στις ανάγκες της πράξεως, καθώς τα όρια μεταξύ διαγνωστικού σφάλματος και παραδρομής του δικαστηρίου δεν καθορίζονται πάντοτε με σαφήνεια[2].

Έτσι, έγινε δεκτό με τις ΕφΛαρ 168/2007[3], ΕφΠατρ 320/2006[4] και ΕφΠειρ 38/1995[5] ότι η έφεση δύναται να περιλάβει κάθε πλημμέλεια, επομένως και την επουσιώδη παραδρομή στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η διόρθωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να επιδιωχθεί και με αντέφεση[6]. Βεβαίως, η προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του εκκαλούντος, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, θα πρέπει να πληρούται και σε αυτή την περίπτωση. Θεωρείται, δε, ότι συντρέχει, όταν ο εκκαλών εμφανίζεται ως ηττηθείς διάδικος ένεκα της παραδρομής, είτε επειδή απορρίφθηκε η αγωγή του, είτε επειδή έγινε δεκτή αγωγή σε βάρος του, είτε επειδή στην απόφαση περιέχονται κρίσεις σε βάρος του νικητή διαδίκου που μελλοντικά θα λειτουργήσουν ως δυσμενές δεδικασμένο.

Η θεωρία τονίζει ότι η παράκαμψη της ειδικής διορθωτικής διαδικασίας υπέρ της απευθείας διόρθωσης με άσκηση έφεσης είναι ανεκτή, όταν η προς διόρθωση πλημμέλεια δεν αποτελεί το μοναδικό λόγο στον οποίο θεμελιώνεται το ένδικο μέσο. Εάν, όμως, το γραφικό/λογιστικό σφάλμα αποτελεί τη μοναδική αιτία της βλάβης του διαδίκου, τότε το ένδικο μέσο που ερείδεται αποκλειστικά στην πλημμέλεια αυτή, αποτελεί ίσως περιττή πολυτέλεια και συνεπάγεται αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις, ώστε να μη δικαιολογείται από άποψη εννόμου συμφέροντος. Πάντως, ακόμη και εάν η διόρθωση ελλιπούς ή ανακριβούς διατακτικού αποτελεί τη μόνη προβαλλόμενη με έφεση αιτίαση κατά της απόφασης, ο διάδικος θα πρέπει να επιλέξει να ασκήσει ένδικο μέσο αν υπάρχει αμφιβολία που πιθανώς θα έθιγε την ουσία της υπόθεσης.

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Για τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο, βλ. Α. Δ. Χριστοπούλου, Η αίτηση διόρθωσης δικαστικής απόφασης κατά τον ΚΠολΔ, ΕφΑΔ 2012, σελ. 323 επ. (330).

[2] Βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 1-590, Εκδόσεις Σάκκουλα/Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα/Αθήνα-Κομοτηνή, Δίκαιο & Οικονομία/ Π. Ν. Σάκκουλας, σελ. 624 (υπό άρθρο 315), με παραπομπή σε ΑΠ 842/1976, ΕΕΝ 1977, σελ. 144, ΕφΑθ 2785/1986, ΑρχΝ 1987, σελ. 218, ΕφΘεσσ 115/1991, Αρμ 1991, σελ. 62∙ contra ΕφΑθ 8605/1980, ΕΣυγκρΔ 1981, σελ. 397. Βλ. ακόμη Β. Α. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), Τόμος Β΄, Άρθρα 221-477, Αθήνα 1994, σελ. 433-434 και 437.

[3] Βλ. ΕφΛαρ 168/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[4] Βλ. ΕφΠατρ 320/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[5] Βλ. ΕφΠειρ 38/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[6] Βλ. ΕφΠειρ 904/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί