Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 περί «προστασίας καταναλωτών» – Εφαρμογή της διάταξης και επί πιστωτικών ιδρυμάτων

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 περί «προστασίας καταναλωτών», όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 3587/2007, «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. (Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας). 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που καταλείπεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν. 5. Η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα. 6. Οι διατάξεις για τη συνυπευθυνότητα, τη μείωση ή άρση της ευθύνης και την απαγόρευση απαλλακτικών ρητρών των παραγράφων 10, 11 και 12 του άρθρου 6 εφαρμόζονται αναλογικά και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες»[1].

Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά τα γενόμενα δεκτά σε θεωρία και νομολογία[2] δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου συμβεβλημένου με αυτή προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική (ανεξάρτητα δηλαδή από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος). Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας.

Παροχή υπηρεσίας κατά τρόπο ανεξάρτητο σημαίνει ότι ο παρέχων την υπηρεσία δε δεσμεύεται από συγκεκριμένες υποδείξεις, εντολές ή κατευθύνσεις του αποδέκτη των υπηρεσιών ως προς το είδος, την ποιότητα, τη μορφή, ούτε ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των. Η ύπαρξη ή μη συμβατικού δεσμού δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο. Σημαντικό είναι κατά πόσον η υπηρεσία παρέχεται κατά τρόπο ανεξάρτητο με πρωτοβουλία του παρέχοντος, ο οποίος δρα αυτόνομα και ανεξάρτητα. Σκοπός του νόμου είναι η καθιέρωση της ειδικής ευθύνης για τις υπηρεσίες που παρέχονται με πρωτοβουλία του φορέα για τις οποίες ο τελευταίος έχει και την ανεξαρτησία ως προς την επιλογή της οδού που οδηγεί στο επιζητούμενο αποτέλεσμα. Κριτήριο εν προκειμένω είναι η κατάφαση ή μη της ελευθερίας του φορέα ως προς την επιλογή των μέσων. Άλλωστε, η υπηρεσία πρέπει να παρέχεται στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, καθότι τότε μόνο κρίνεται δικαιοπολιτικά δικαιολογημένη η ευθύνη του παρέχοντος, επειδή συνδέεται με επαγγελματική δραστηριότητα και το προσδοκώμενο απ’ αυτήν κέρδος.

Για τη θεμελίωση της ευθύνης του φορέα των υπηρεσιών απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ελλείψεως υπαιτιότητας αναφέρονται στην παρ. 4 του ως άνω άρθρου η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών που προσδιορίζονται ειδικότερα στην ανωτέρω παράγραφο. Προκειμένου, συνεπώς, να διαπιστωθεί η ύπαρξη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του παρέχοντος υπηρεσίες, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στο νόμο και που αποτελούν ειδικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των συναλλακτικών υποχρεώσεων, οι οποίες συνδέονται με τη άσκηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κανόνες της επιστήμης και της τεχνικής που ισχύουν στον κύκλο επαγγελματικής δραστηριότητας του φορέα παροχής των υπηρεσιών.

Επομένως, ο φορέας της υπηρεσίας δρα υπαιτίως, είτε διότι οι υπηρεσίες του δεν ανταποκρίνονται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, συνεκτιμώμενου και του συνόλου των ειδικών συνθηκών, είτε διότι παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοίας και ασφαλείας γενικότερα. Οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του παρέχοντος υπηρεσίες, οι οποίες συνιστούν τη βάση της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, συμπληρώνοντας τη ρύθμιση του νόμου, ορίζονται ή συνάγονται από το σύνολο της έννομης τάξης και ειδικότερα από τις συνταγματικές, ποινικές και αστικού δικαίου διατάξεις, από τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν στον οικείο κλάδο επαγγελματικής δραστηριότητας και από τις γενικές ρήτρες και αρχές του δικαίου (281, 288 ΑΚ), όπως αυτές συμπροσδιορίζονται από τις γενικές αρχές του δικαίου και από τους δεοντολογικούς κανόνες που ισχύουν στον κύκλο δράσεως του συγκεκριμένου φορέα παροχής υπηρεσιών. Οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του παρέχοντος υπηρεσίες προσδιορίζουν τη συμπεριφορά που οφείλει να επιδείξει ο μέσος συνετός εκπρόσωπος του κλάδου ή του κύκλου του. Κατά συνέπεια, η παραβίαση των ανωτέρω συναλλακτικών υποχρεώσεων συνιστά αμελή συμπεριφορά (κατ’ άρθρον 330 εδ. β΄ ΑΚ «αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές»). Το γεγονός δηλαδή ότι ο παρέχων υπηρεσίες μπορεί να προβλέψει και να αποφύγει την προσβολή ξένων εννόμων αγαθών, τηρώντας τις συναλλακτικές υποχρεώσεις που τον βαρύνουν, σύμφωνα με τα μέτρα ενός μέσου συνετού ανθρώπου του κλάδου του, σημαίνει ότι η συμπεριφορά του δικαιολογεί την προσωπική μομφή ότι υπάρχει υπαιτιότητα. Η ίδια, πάντως, συμπεριφορά (η αμελής συναλλακτική συμπεριφορά), η οποία πληροί το στοιχείο της υπαιτιότητας (281, 288, 330 εδ. β΄ και 914 ΑΚ), πληροί και το στοιχείο του παρανόμου.

Ειδικότερα, όσον αφορά στην προϋπόθεση του παρανόμου, αναγκαία είναι σε κάθε περίπτωση η παραβίαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου που επιβάλλει ή απαγορεύει ορισμένη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες. Απαιτείται, δηλαδή, η παραβίαση συναλλακτικής υποχρέωσης που καθορίζεται είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, δεδομένου ότι οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του παρέχοντος υπηρεσίες διαμορφώνουν τον κορμό τόσο της ενδοσυμβατικής όσο και της αδικοπρακτικής ρύθμισης της ευθύνης του. Συγκεκριμένα οι διατάξεις των 281 και 288 ΑΚ επιβάλλουν σε κάθε συναλλασσόμενο να ασκεί τα δικαιώματα και την ελευθερία του σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και να μην υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος ή της θεμιτής στο συγκεκριμένο κύκλο ελευθερίας δράσεως. Επιπλέον, οι ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με το άρθρο 330 εδ. β΄ ΑΚ συνιστούν το νομικό θεμέλιο των συναλλακτικών υποχρεώσεων, οι οποίες προσδιορίζονται, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως, με βάση τα κριτήρια του μέσου εκπροσώπου του οικείου κύκλου του παρέχοντος υπηρεσίες, όπως αυτά συγκαθορίζονται από τους ειδικούς κανόνες και τις αρχές που ισχύουν στο συγκεκριμένο κλάδο ή είδος δραστηριότητας. Στο πλαίσιο της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η ειδική ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 4, η οποία επιβάλλει την ασφάλεια των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με τις γενικές ρήτρες των 281 και 288 ΑΚ, υπαγορεύουν τη σύννομη δράση του παρέχοντος υπηρεσίες, χάριν προστασίας των εννόμων αγαθών των αποδεκτών των υπηρεσιών και συνιστούν τους κανόνες δικαίου, των οποίων η παραβίαση θεμελιώνει την αναγκαία για την κατάφαση της ευθύνης του φορέα παροχής των υπηρεσιών παράνομη συμπεριφορά.

Aναφορικά με τη ζημία και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας, με την απόδειξη συνδρομής των οποίων βαρύνεται βάσει της παρ. 3 του ως άνω άρθρου ο ζημιωθείς, εφαρμόζονται τα γενικώς ισχύοντα κατά το δίκαιο της αποζημιώσεως.

Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της καθιερούμενης με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 8 ρύθμισης, συνίσταται στην απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής – πταισματικής ευθύνης, όχι υπό την έννοια της καθιερώσεως γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά με αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Ειδικότερα, από τη διάταξη της παρ. 1 που θέτει τον ιδρυτικό της ευθύνης κανόνα σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 3, προκύπτει ότι το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος – ζημιωθέντος συνίσταται στην απόδειξη της παροχής υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παροχής υπηρεσίας και ζημίας. Από την άλλη πλευρά, ο εναγόμενος – φορέας παροχής των υπηρεσιών φέρει, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 4, το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του. Από τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι ο ζημιωθείς αποδέκτης των υπηρεσιών δεν υποχρεούται να αποδείξει την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες. Ο τελευταίος, από την πλευρά του, έχει τη δυνατότητα να ανταποδείξει ότι η παρασχεθείσα υπηρεσία είναι σύμφωνη με τους κανόνες του νόμου, της επιστήμης ή της τεχνικής, ήτοι ότι τήρησε τις υποχρεώσεις προνοίας και ασφαλείας (ενήργησε επιμελώς και συννόμως), προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη. Καθιερώνεται, συνεπώς, νόθος αντικειμενική ευθύνη (με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως του παρανόμου και της υπαιτιότητας σε βάρος του εναγόμενου – φορέα παροχής υπηρεσιών), η οποία έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης κατά τα 914 επ.. Στην τελευταία περίπτωση, η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως του παρανόμου και της υπαιτιότητας του παρέχοντος υπηρεσίες συνεπάγεται απόκλιση από τις ρυθμίσεις του ΑΚ περί αδικοπρακτικής ευθύνης, όπου κρατεί η αρχή της πλήρους αποδείξεως από τον ενάγοντα – ζημιωθέντα των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το παράνομο και η υπαιτιότητα. Ως ήδη ελέχθη, ως κριτήρια για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας – και παρανομίας – του παρέχοντος υπηρεσίες αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των προσδιοριζόμενων στην παρ. 4 ειδικών συνθηκών. Επομένως, ο παρέχων υπηρεσίες, προκειμένου να απαλλαγεί της ευθύνης, οφείλει να αποδείξει ότι οι υπηρεσίες του ανταποκρίνονται στην ευλόγως αναμενόμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών που αναφέρονται στο νόμο, στο μέτρο που τα ανωτέρω στοιχεία συνιστούν προσδιοριστικούς παράγοντες των συναλλακτικών υποχρεώσεων, οι οποίες συνδέονται με την άσκηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας.

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. αναλυτικά σε Γ. Κ. Καράκωστα (με τη συνεργασία Δ. Ν. Τζουγανάτου), Προστασία του Καταναλωτή, Ν. 2251/1994, Επίκαιρα Θέματα Ιδιωτικού Δικαίου 1, Εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, 1997, σελ. 127-148.

[2] Βλ. Ν. Ρόκα, Χ. Γκόρτσο, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Δημόσιο & Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 186 και 188, καθώς και ΑΠ 1028/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2257/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 535/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσσ 19932/2009, ΕΕμπΔ 2009, 632, ΜΠρΘεσσ 11397/2007, Αρμ 2008, 1375, ΠΠΑ 3356/1997, ΝοΒ 1998 (46), 838, ΕιρΑθ 3249/1997, ΝοΒ 1998 (46), 254: «Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά εκτός της αθέτησης της σύμβασης και αδικοπραξία» (ΜΠρΘεσσ 11397/2007).

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί