Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Επικίνδυνες οικοδομές από άποψη στατική και δομική (άρθρα 421 επ. του Κ.Β.Π.Ν.)

O Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΦΕΚ Δ΄ 580/27.7.1999), τυποποιεί στο κεφάλαιο Γ΄, υπό τον τίτλο «Επικίνδυνες Οικοδομές», το οποίο καταλαμβάνει τα άρθρα 421-433, τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού μίας οικοδομής ως επικίνδυνης και τη διαδικασία άρσης της επικινδυνότητας αυτής[1].

Ειδικότερα, το άρθρο 421 του ως άνω Κώδικα (άρθρα 61 παρ. 3 και 62 παρ. 1 και 3 του Ν.Δ. 17.7-16.8.1923) υπό τον τίτλο «Υποχρέωση άρσης κινδύνου» προβλέπει, μεταξύ άλλων, στις παρ. 1 και 2 ότι «1. Εάν σε οποιαδήποτε οικοδομή και γενικά οποιαδήποτε εργασία δόμησης, κατασκευή και εγκατάσταση παρουσιαστεί, μετά την εκτέλεσή τους για λόγους παλαιότητας ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, κίνδυνος ως προς τη στερεότητα ή την υγιεινή, ο ιδιοκτήτης του έργου υποχρεούται στην άμεση άρση του κινδύνου αυτού. 2. Ο ιδιοκτήτης του έργου που έχει χαρακτηριστεί επικίνδυνο ευθύνεται για την πληρωμή των δαπανών και ζημιών που απαιτούνται για την άρση του κινδύνου». Κατά δε το άρθρο 422 παρ. 1 και 2 (άρθρο 1 του Π.Δ. 13/22.4.1929) – Περιπτώσεις επικίνδυνων οικοδομών και κριτήρια χαρακτηρισμού τους, «1. Διακρίνονται τέσσερις περιπτώσεις επικίνδυνων οικοδομών: Επικίνδυνες από άποψη στατικής και δομικής, από άποψη υγιεινής, από άποψη ασφάλειας κατά του πυρός και από άποψη κυκλοφορίας του κοινού στο εσωτερικό χώρων συνάθροισης. 2. Οικοδομή και εν γένει κατασκευή θεωρείται επικίνδυνη από άποψη στατική και δομική (κοινώς ετοιμόρροπη) όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελίωσης, κακής ποιότητας ή σύνθεσης των υλικών από τα οποία αποτελείται, κακότεχνης εργασίας δόμησης, υποσκαφής ή διάβρωσης από ύδατα ή άλλα υγρά, ακατάλληλης διάταξης ή σύνδεσης ή ανεπαρκών διαστάσεων των στοιχείων της δεν παρουσιάζει εν όλω ή εν μέρει την απαιτούμενη για τα φορτία που θα βαστάζει και γενικά για τον προορισμό της ασφάλεια. Για όποιες περιπτώσεις δεν έχει εκδοθεί ειδικός κανονισμός ασφάλειας (δηλαδή όρια ασφάλειας υλικών, τηρητέοι κανόνες υπολογισμού, όροι ποιότητας, επεξεργασίας και εφαρμογής υλικών, κανόνες δόμησης και δομικές υλικών και κατασκευών), λαμβάνονται υπόψη τα γενικώς στην επιστήμη ισχύοντα σε σχέση προς την ειδική φύση και επεξεργασία των υλικών και τον τρόπο δόμησης της υπό έλεγχο κατασκευής. Όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις του κινδύνου που εκδηλώνονται με σημαντικές καθιζήσεις, παρεκκλίσεις, αποσύνθεση μαζών τοιχοποιίας, ρωγμές δηλωτικές στατικής ανεπάρκειας σε σημείο επικίνδυνο, ο κίνδυνος θεωρείται ως άμεσος και η κατασκευή χαρακτηρίζεται κοινώς ως επικινδύνως ετοιμόρροπη. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν υπάρχουν οι παραπάνω εξωτερικές ενδείξεις, αλλά από τον υπολογισμό ή τον τρόπο δόμησης (για τα υπό εκτέλεση έργα) ή την επενέργεια ορισμένων γνωστών αιτίων προκύπτει αναμφισβήτητα η ύπαρξη του κινδύνου. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου υπάγονται και τα ζητήματα ασφάλειας του κοινού που κυκλοφορεί στους κοινόχρηστους χώρους, σε ό,τι αφορά βαθμίδες εσόδων, εξώστες και εν γένει επικίνδυνες αρχιτεκτονικές προεξοχές».

Προσέτι, το άρθρο 423 του Κ.Β.Π.Ν., με τίτλο «Έλεγχος επικινδυνότητας οικοδομών» (άρθρο 2 του Π.Δ. 13/22.4.1929), ορίζει στις παρ. 1 και 2 ότι «1. Κάθε πολίτης δικαιούται να καταγγέλλει την πιθανολογούμενη ύπαρξη κινδύνου στις οικοδομές, η δε αστυνομική αρχή και η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία δικαιούνται να θέσουν υπό έλεγχο για εξακρίβωση υπάρχοντος τυχόν κινδύνου κάθε κατασκεύασμα, είτε αποπερατωμένο είτε υπό κατασκευή. 2. Σε κάθε περίπτωση αρμόδια για την άσκηση του ελέγχου ως προς τον υφιστάμενο κίνδυνο κατασκευών είναι η πολεοδομική υπηρεσία, στην οποία και πρέπει να παραπέμπεται κάθε σχετική καταγγελία ή αίτηση, η δε αστυνομική αρχή οφείλει να επιβάλλει την εκτέλεση αυτών που αποφασίζονται από την πολεοδομική υπηρεσία κατά το παρόν κεφάλαιο». Η διαδικασία διαπίστωσης και άρσης της περί ης ο λόγος επικινδυνότητας αναπτύσσεται στο άρθρο 425 του ανωτέρω Κώδικα (άρθρο 4 Π.Δ. 13/22.4.1929), ως εξής: «1. Η αρμόδια για τον έλεγχο του κινδύνου πολεοδομική υπηρεσία, ύστερα από καταγγελία ή αίτηση ή ειδοποίηση της αστυνομίας ή και αυτεπάγγελτα, προβαίνει σε αυτοψία για την εξακρίβωση του κινδύνου και συντάσσει σχετική έκθεση (πρωτόκολλο)… Τα σχετικά με τις ενστάσεις και την αναθεώρηση των παραπάνω εκθέσεων υπάγονται στις γενικές διατάξεις του άρθρου 426 και επόμενα του παρόντος κεφαλαίου. 2. Η παραπάνω έκθεση πρέπει να περιγράφει σαφώς το ακίνητο που εξετάστηκε και να καθορίζει το είδος και την έκταση του κινδύνου, καθώς επίσης και λεπτομερώς τα εφαρμοστέα για την άρση του μέτρα, το αναγκαίο ή όχι της εν όλω ή εν μέρει εκκένωσης των διαμερισμάτων για την πραγματοποίηση των μέτρων αυτών και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει αυτά να αρθούν (ανάλογα με τον κίνδυνο). Αν με την αυτοψία διαπιστωθεί ότι πρόκειται για κίνδυνο που ανάγεται στην ασφάλεια κατά του πυρός ή στην κυκλοφορία χώρων συνάθροισης του κοινού και τα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν δεν προβλέπονται από ειδικό κανονισμό, τότε η έκθεση παραπέμπει την εξέταση του ζητήματος στην επιτροπή της παρ.1 του άρθρου 429. Η έκθεση, εκτός των άλλων, πρέπει να μνημονεύει, αν η κατεδάφιση επιβάλλεται επειδή αποκλείονται οι επισκευές (βλέπε επόμενη παρ. 3), καθώς επίσης να ορίζει σαφώς και λεπτομερώς τις συνέπειες των υποδεικνυόμενων από αυτή μέτρων (παρ. 4 του παρόντος άρθρου). 3. Για την αποτροπή του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύονται κατά προτίμηση τα ηπιότερα μέτρα όπως επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες κ.λπ. και σε έσχατη περίπτωση οριστικές κατεδαφίσεις. Πάντως οι υποδεικνυόμενες εργασίες πρέπει να επιτρέπονται από τις κείμενες διατάξεις (π.χ. περίπτωση μη επισκευής αλλά κατεδάφισης επισκευάσιμου μεν αλλά ρυμοτομούμενου επικίνδυνου τμήματος κτιρίου). Σε περίπτωση κατεδάφισης μεσότοιχου για ανοικοδόμηση ασφαλέστερου και για τις συνέπειες της κατεδάφισης αυτής πρέπει να επιβάλλεται μόνιμος τρόπος αποσόβησης του κινδύνου και όχι πρόχειρα μέτρα. Ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να εφαρμόζει ταχέως και εμπροθέσμως τα υποδεικνυόμενα στην έκθεση αυτοψίας μέτρα, δικαιούμενος να πραγματοποιεί και ριζικότερα. Εφόσον το ακίνητο διατελεί υπό αναγκαστικούς όρους μίσθωσης, τα ριζικότερα καθ’ υπέρβαση των υποδεικνυομένων μέτρα εφαρμόζονται εφόσον επιτρέπεται από τους αναγκαστικούς αυτούς όρους και σύμφωνα με τις σχετικές για αυτούς διατάξεις. 4. Αν δεν πραγματοποιήσει ο ιδιοκτήτης εμπρόθεσμα την εφαρμογή των υποδεικνυόμενων από την έκθεση μέτρων, τότε η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην άρση του κινδύνου, με την αναγκαστική εκκένωση και αχρησία των επικίνδυνων διαμερισμάτων μέχρι την οριστική άρση του κινδύνου από τον ιδιοκτήτη, εφόσον πρόκειται για κίνδυνο από τους προβλεπόμενους από τις παρ. 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 422, και η αχρησία κρίνεται ως επαρκές μέτρο για την αποσόβηση του κινδύνου για κίνδυνο προβλεπόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 422 ή και των υπόλοιπων παραγράφων του ίδιου άρθρου. Αν η κατά τα παραπάνω αχρησία δεν κρίνεται επαρκής για την αποσόβηση του κινδύνου η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην κατεδάφιση των επικίνδυνων μερών της κατασκευής. Αν το επικίνδυνο της κατασκευής οφείλεται σε παράβαση ρητών διατάξεων των οικοδομικών κανονισμών, των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική, τότε η παραπάνω αχρησία δεν είναι επαρκής και επιβάλλεται η κατεδάφιση του επικίνδυνου μέρους και η προσαρμογή προς τους κανονισμούς αυτούς. Για την παραπάνω αποσόβηση του κινδύνου από την αρμόδια υπηρεσία δεν απαιτείται ειδική διατύπωση, δικαιούται δε αυτή να αχρηστεύει ή και κατεδαφίζει και μη επικίνδυνα τμήματα της κατασκευής, εφόσον αυτό απαιτείται κατά την κρίση της για την αποσόβηση και άρση του κινδύνου από τα επικίνδυνα διαμερίσματα ή αποτελεί συνέπεια της κατεδάφισής τους. Η αρμόδια υπηρεσία δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση για την υποστήλωση, ενίσχυση και επισκευή της κατασκευής. Εφόσον πρόκειται για οικοδομή που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται η σύνταξη της παραπάνω έκθεσης συνεπάγεται εν γένει την αναστολή των εργασιών μέχρι την οριστική άρση του κινδύνου».

Ακόμη, το άρθρο 426 (άρθρο 5 Π.Δ. 13/22.4.1929) διαλαμβάνει ότι «1. Αντίγραφο της έκθεσης του προηγούμενου άρθρου κοινοποιείται από την πολεοδομική υπηρεσία στον ιδιοκτήτη και τους τυχόν ένοικους… Οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να υποβάλλουν ενστάσεις κατά της έκθεσης της πολεοδομικής υπηρεσίας εντός ορισμένης ανατρεπτικής προθεσμίας που ορίζεται στην ίδια έκθεση. Για τον καθορισμό της προθεσμίας αυτής λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός του κινδύνου και η απόσταση του τόπου όπου βρίσκεται το επικίνδυνο από την έδρα της πολεοδομικής υπηρεσίας. Η ένσταση πρέπει να υποβάλλεται πάντοτε στην υπηρεσία που συνέταξε την έκθεση απευθείας. Ως χρονολογία υποβολής της ένστασης λογίζεται η ημερομηνία παράδοσής της στην πολεοδομική υπηρεσία. Η εμπρόθεσμη υποβολή των ενστάσεων αναστέλλει αυτεπάγγελτα την εκτέλεση της έκθεσης (πρωτοκόλλου) μέχρι την έκδοση νεότερης απόφασης. Ενστάσεις που υποβάλλονται στο Υπουργείο ή άλλες αρχές δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη και διαβιβάζονται απλώς στην πολεοδομική υπηρεσία που συνέταξε την έκθεση, η οποία ενεργεί σχετικά εφόσον περιέλθουν σ’ αυτήν μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία που έχει ταχθεί με την έκθεση. Στην έκθεση επικίνδυνης οικοδομής πρέπει, εκτός των άλλων, να καθορίζεται ο τρόπος υποβολής των ενστάσεων και να τονίζεται πως πρέπει να υποβληθούν, για να ληφθούν υπόψη.
2. Όταν υποβληθούν ενστάσεις κανονικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, στην πολεοδομική υπηρεσία που έχει συντάξει την έκθεση, αυτή επιμελείται για την αναθεώρησή της. Η αναθεώρηση της αρχικής έκθεσης πρέπει να ενεργείται πάντα από ανώτερο τεχνικό υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας, διπλωματούχο πολιτικό μηχανικό. Αν δεν υπηρετεί διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός στην πολεοδομική υπηρεσία που έχει συντάξει την αρχική έκθεση, τότε η αναθεώρηση παραπέμπεται στην προϊσταμένη αυτής πολεοδομική υπηρεσία. Αν ο μηχανικός που ενεργεί την αναθεώρηση καταλήξει στη σύνταξη έκθεσης με συμπεράσματα που διαφέρουν από αυτά της αρχικής, τότε και οι δύο εκθέσεις τίθενται υπόψη του προϊσταμένου της πολεοδομικής υπηρεσίας της νομαρχίας, ο οποίος ύστερα από αυτοψία προβαίνει ο ίδιος στην αναθεώρηση, εκτός αν στερείται των κατά τα παραπάνω προσόντων, οπότε την αναθεώρηση ενεργεί ο αρχαιότερος στην υπηρεσία πολιτικός μηχανικός. Επίσης ενεργείται πάντοτε η αναθεώρηση όταν πρόκειται για ενστάσεις που αναφέρονται σε κίνδυνο ασφαλείας από στατική και δομική άποψη στις περιπτώσεις: α) κατασκευής μονολιθικών από σκυροκονίαμα ή από οπλισμένο σκυροκονίαμα ή από σίδηρο, β) σοβαρών θεμελιώσεων και υποθεμελιώσεων, γ) της παρ. 3 του άρθρου 423 και δ) μεσότοιχων και στην περίπτωση ανεπάρκειας των σχετιζόμενων ζητημάτων ασφαλείας κατά την κατεδάφιση και ανοικοδόμησή τους. 3. Η αναθεωρητική έκθεση συντάσσεται και κοινοποιείται με τον ίδιο τρόπο όπως και η αρχική. Κατ’ αυτής επιτρέπονται ενστάσεις μόνο εφ’ όσον πρόκειται για τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο τέσσερις περιπτώσεις ασφαλείας από δομική και στατική άποψη. Ο τρόπος υποβολής των ενστάσεων κατά της δεύτερης έκθεσης είναι ο ίδιος όπως παραπάνω και παραπέμπονται αυτές από την πολεοδομική υπηρεσία στην οποία υποβάλλονται στον οικείο Γενικό Γραμματέα Περιφερείας, ο οποίος και αποφασίζει τελικά. 4. Ο οικείος Γενικός Γραμματέας Περιφερείας δικαιούται και αυτεπάγγελτα να ελέγχει τις πράξεις των τεχνικών υπηρεσιών της περιφέρειάς του που αφορούν την αναγνώριση επικίνδυνων οικοδομών και να προβαίνει στην αναθεώρηση των σχετικών εκθέσεων, αποφασίζοντας τελικά. 5. Στις τέσσερις περιπτώσεις ασφαλείας από στατική και δομική άποψη που μνημονεύονται στην παραπάνω παρ. 2 οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να εφεσιβάλουν την απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, του οποίου την επέμβαση μπορεί να ζητήσει και ο τελευταίος, αν το κρίνει αναγκαίο, αν η απόφασή του αντιτίθεται σε έκθεση δύο ιδιωτών πολιτικών μηχανικών διπλωματούχων ανώτατων αναγνωρισμένων τεχνικών σχολών, η οποία συντάσσεται με φροντίδα των ενδιαφερομένων. Το Υπουργείο αποφασίζει, αφού εξετάσει την υπόθεση με επιτροπή και δοκιμές ή κατά οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο τρόπο νομίσει»
, ενώ το άρθρο 427 (άρθρο 6 του Π.Δ. 13/22.4.1929), πραγματευόμενο μεταξύ άλλων το ζήτημα του καταλογισμού των δαπανών, προβλέπει στις παρ. 1 και 2 ότι «1. Οποιαδήποτε δαπάνη για τον έλεγχο των οικοδομών από άποψη κινδύνου βαρύνει τον ιδιοκτήτη, ο οποίος οφείλει να προβαίνει σε κάθε εργασία και κάθε δοκιμή, την οποία η πολεοδομική υπηρεσία θα θεωρούσε αναγκαία για τον έλεγχο. Όταν, σε περίπτωση αμέλειας του ιδιοκτήτη, προβεί η αρχή στην αναγκαστική άρση του κινδύνου, αυτός επιβαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες, οι οποίες εισπράττονται από τον ιδιοκτήτη με απλές καταστάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων. 2. Σε περίπτωση αναγκαστικής άρσης του κινδύνου με παρέμβαση της αρχής, οι δήμοι και οι κοινότητες πρέπει να προκαταβάλλουν τις αναγκαίες σχετικές δαπάνες και θα τις εισπράττουν σύμφωνα με τα οριζόμενα παραπάνω. Στην ανάγκη είναι δυνατό να καταβάλλει τις δαπάνες και το Δημόσιο. Πάντως η αναγκαστική άρση του κινδύνου από την αρχή πρέπει να επιδιώκεται με τον οικονομικότερο τρόπο».

Τέλος, το άρθρο 428 (άρθρο 7 Π.Δ. 13/22.4.1929), το ρυθμιστικό πεδίο του οποίου καταλαμβάνει τις επικινδύνως ετοιμόρροπες κατασκευές, ορίζει μεταξύ άλλων ότι «1. Σε περίπτωση επικινδύνως ετοιμόρροπων κατασκευών (άρθρο 422 παρ. 2) την έκθεση συντάσσει επιτροπή που καταρτίζεται σύμφωνα με τα παρακάτω οριζόμενα. Τρεις ημέρες μετά την κοινοποίηση αντίγραφου της έκθεσης αυτής στον ιδιοκτήτη και τους ενοίκους η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει ευθύς αμέσως στην κατεδάφιση της επικίνδυνης κατασκευής, αποκλειόμενης οποιασδήποτε ένστασης ή παρέμβασης. Αν η επιτροπή διαπιστώσει σοβαρό και άμεσο κίνδυνο, ύστερα από σχετική μνεία στην έκθεσή της για την αμεσότητα του κινδύνου είναι δυνατό η εκκένωση και κατεδάφιση να συντελεστεί αμέσως… 5. Για να είναι εκτελεστές οι αποφάσεις των επιτροπών πρέπει να είναι ομόφωνες. Τυχόν διαφωνία συνεπάγεται άμεση επανεξέταση από την επιτροπή μετά την αντικατάσταση τουλάχιστον των δύο μελών της (σε περίπτωση δε ιδιωτών, των δύο ιδιωτών). Αν και η δεύτερη επιτροπή διαφωνήσει το ζήτημα παραπέμπεται στο Γεν. Γραμματέα Περιφέρειας, ο οποίος αποφασίζει τελικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 426 παρ. 3».

Κατά την έννοια των παρατιθέμενων ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 422 και επ. του Κ.Β.Π.Ν., ως επικίνδυνες οικοδομές νοούνται εκείνες, οι οποίες είναι οι ίδιες ετοιμόρροπες, κοινώς ή επικινδύνως κατά τις διακρίσεις του άρθρου 422 παρ. 2, και των οποίων η δομική ή στατική ανεπάρκεια μπορεί να προκαλέσει την ολική ή μερική κατάρρευσή τους[2]. Ο κίνδυνος, εξάλλου, που εγκυμονεί η εν λόγω δομική ή στατική ανεπάρκεια μπορεί να απειλεί όσους χρησιμοποιούν ή επισκέπτονται τις ίδιες τις επικίνδυνες κατασκευές ή τους χώρους που τις περιβάλλουν, ιδιωτικούς ή κοινόχρηστους, καθώς και πάσης φύσεως αντικείμενα και αγαθά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι παρακείμενοι χώροι, αδόμητοι ή δομημένοι και οι επ’ αυτών οικοδομές και κτίσματα, και αίρεται με τη διαδικασία που καθορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 423 και επ. του Κ.Β.Π.Ν., ανάλογα με τη σοβαρότητα και την αμεσότητά του. Περαιτέρω, όμως, η διαδικασία αυτή δεν αποκλείεται να εφαρμόζεται και επί κτισμάτων, τα οποία δεν είναι τα ίδια ετοιμόρροπα, κοινώς ή επικινδύνως, αλλά προκαλούν στατικούς κινδύνους σε άλλα κτίσματα διότι έχουν ανεγερθεί κατά παράβαση των διατάξεων της νομοθεσίας για την προστασία των άλλων κτισμάτων, είτε η ανέγερσή τους έλαβε χώρα αυθαιρέτως είτε βάσει οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία η τασσόμενη από τις ως άνω διατάξεις διαδικασία τηρείται μόνον κατ’ αναλογία, οι συντασσόμενες εκθέσεις επικινδύνου έχουν την έννοια της διαπίστωσης της επικινδυνότητας ορισμένης οικοδομής, που δεν διατρέχει η ίδια κίνδυνο κατάρρευσης, για άλλη, όμορη οικοδομή.

Όπως έχει κριθεί νομολογιακά αναφορικά με τις ανωτέρω διατάξεις, η πολεοδομική υπηρεσία, όταν διαπιστώσει ότι ορισμένη οικοδομή είναι εν όλω ή εν μέρει απλώς ετοιμόρροπη, καθορίζει τα προς αποτροπή του κινδύνου, που εμφανίζει η οικοδομή αυτή από στατική και δομική άποψη, αναγκαία και πρόσφορα μέτρα, ενόψει του είδους και της εκτάσεως του διαγνωσθέντος κινδύνου. Κατά προτίμηση, υποδεικνύονται τα ηπιότερα μέτρα (επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες κ.λπ.) και σε έσχατη μόνο περίπτωση, όταν αποκλείονται οι επισκευές, διατάσσονται οριστικές κατεδαφίσεις. Άλλωστε, παρέχεται η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να λαμβάνουν ριζικότερα, ήτοι πιο αποτελεσματικά για τη στήριξη του κτηρίου μέτρα, εντός πάντως των ορίων των υποδεικνυόμενων στο σχετικό πρωτόκολλο επικινδύνου. Αντιθέτως, σε περίπτωση χαρακτηρισμού οικοδομής ως επικινδύνως ετοιμόρροπης, δεν εξετάζεται από το αρμόδιο όργανο, αν υπάρχει δυνατότητα επισκευών, αλλά η κατασκευή κατεδαφίζεται 3 ημέρες μετά την κοινοποίηση της σχετικής έκθεσης στους ενδιαφερομένους ή παραχρήμα, αποκλειομένης μάλιστα της υποβολής ενστάσεων. Η έκθεση χαρακτηρισμού οικοδομής ως απλώς ή επικινδύνως ετοιμόρροπης, καθώς και η εκδιδόμενη κατόπιν ενστάσεως αναθεωρητική έκθεση πρέπει να αιτιολογούνται ειδικώς, αφ’ ενός ως προς το είδος και την έκταση των διαπιστουμένων ανεπαρκειών, ζημιών κ.λπ. της οικοδομής και του εξ αυτών κινδύνου και αφ’ ετέρου ως προς τα διατασσόμενα για την άρση της επικινδυνότητας μέτρα, η αιτιολογία δε αυτή δύναται να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου[3]. Η αυτή υποχρέωση αιτιολογήσεως υφίσταται και σε περίπτωση αρνήσεως χαρακτηρισμού οικοδομής ως κοινώς ετοιμόρροπης, οπότε πρέπει να περιγράφεται λεπτομερώς η κατάσταση της οικοδομής ως προς τυχόν υφιστάμενες ανεπάρκειες, κακοτεχνίες και λοιπές ζημίες και να εκτίθενται ειδικώς οι διαπιστώσεις της αρχής για τη μη συνδρομή περιπτώσεως κινδύνου. Αν, εξάλλου, η αρμόδια αρχή, κατ’ εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου και της πραγματικής κατάστασης, διαπιστώσει ότι δε συντρέχει από τεχνική άποψη παρόμοια περίπτωση, μπορεί, προτού εκφέρει οριστική κρίση, να επιβάλει στον υποβάλλοντα αίτημα χαρακτηρισμού οικοδομής ως κοινώς ετοιμόρροπης και εμμένοντα στο αίτημα αυτό την υποχρέωση να προσκομίσει σχετική τεχνική έκθεση, προκειμένου να αποδείξει τους ισχυρισμούς του περί στατικής και δομικής ανεπαρκείας[4].

Εξ άλλου, όπως έχει νομολογηθεί, σε περίπτωση που οι πολεοδομικές υπηρεσίες διαπιστώνουν ότι στατική μελέτη, που υποβάλλεται ενώπιόν τους προς το σκοπό εκδόσεως οικοδομικής άδειας, δεν είναι πλήρης για το λόγο ότι δεν περιέχει όλους τους υπολογισμούς ή δεν πραγματεύεται όλα τα ζητήματα στατικής επάρκειας του κτηρίου, σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς, οφείλουν να αρνηθούν την έκδοση της οικοδομικής αδείας. Οι σχετικές διατάξεις, επιτρέποντας την έκδοση οικοδομικών αδειών μόνον κατόπιν ελέγχου της πληρότητας, χωρίς να απαιτείται και έλεγχος της ορθότητας των υποβαλλομένων μελετών, δεν έχουν την έννοια ότι αφαιρούν από τις κατάλληλα στελεχωμένες πολεοδομικές υπηρεσίες την αρμοδιότητα να ελέγξουν και την ορθότητά τους, αν από άλλους ελέγχους, στο στάδιο της κατασκευής (αυτοψίες), υπάρξουν ενδείξεις στατικής ανεπάρκειας, δεδομένου ότι οι ίδιες υπηρεσίες είναι αρμόδιες σε κάθε περίπτωση να ελέγχουν την επικινδυνότητα από στατική άποψη των ανεγειρομένων ή ανεγερθεισών σε οιονδήποτε χρόνο οικοδομών. Οι πολεοδομικές υπηρεσίες υποχρεούνται τουλάχιστον μία φορά, κατά το στάδιο κατασκευής και αποπεράτωσης της οικοδομής, να διενεργούν αυτοψία και να επισημαίνουν οποιεσδήποτε παραλείψεις και σφάλματα, τα οποία είναι εφικτό κατά τη διενέργεια του ελέγχου να διαπιστωθούν και να διατάξουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προς επανόρθωσή τους. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται εντονότερη, αν κατά το στάδιο ελέγχου της στατικής μελέτης διαπιστωθεί ότι αυτή δεν είναι πλήρης[5]. Εξαιτίας, δε, του προστατευτικού σκοπού των διατάξεων αυτών, η τήρηση των κανόνων που τίθενται με αυτές δεν εναπόκειται μόνο στη βούληση και την τεχνική επάρκεια των ιδιωτών μελετητών, αλλά εντάσσεται στη σφαίρα ευθύνης και των αρμοδίων πολεοδομικών υπηρεσιών, που στελεχώνονται από προσωπικό που διαθέτει  τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει την επακριβή τήρησή τους[6].

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Γ. Γιαννακούρου, Το Δίκαιο της Δόμησης, Χωροταξική – Πολεοδομική Νομοθεσία, Τόμος ΙΙ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 602 επ., καθώς και Θ. Ν. Στίγκα, Πολεοδομική Νομοθεσία, Σχόλια – Νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 2004, σελ. 833 επ., με εκτενείς νομολογιακές παραπομπές.

[2] Βλ. ΣτΕ 4251/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.

[3] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 4544/2015, ΣτΕ 4634/2013, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΣτΕ 1293/2008, ΠερΔικ 4/2008, σελ. 645 = ΕλλΔνη 2008, σελ. 1245, ΣτΕ 965/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[4] Βλ. ΣτΕ 4251/2014, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.

[5] Βλ. ΣτΕ 1703/2010, ΠερΔικ 2/2010, σελ. 367.

[6] Βλ. ΣτΕ 2692/2009, ΠερΔικ 3/2009, σελ. 546.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί