Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Υπολογισμός δικαστικού ενσήμου στην αγωγή διανομής ακινήτου – Διάκριση σε σχέση με το αν το διανεμητέο ακίνητο είναι απρόσοδο για τους κοινωνούς ή όχι.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», 1. Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 %ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Επιπλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου.      2.Προς υπολογισμόν του τέλους το δικόγραφον της αγωγής δέον να δηλοί  την πραγματικήν αξίαν του αντικειμένου της αγωγής, εάν τούτο μη συνίσταται εις ορισμένην χρηματικήν απαίτησιν. 3. Επί περιοδικών παροχών απροσδιορίστου χρόνου, η αξία λογίζεται επί του δεκαπλού της ενιαυσίας παροχής ή προσόδου επί αγωγών περί ακινήτων ή διαμονής αυτών εις το εικοσαπλάσιον της ετησίας προόδου επί επικαρπίας ή επί ψιλής κυριότητος εις το ήμισυ της αξίας της πλήρους κυριότητος. 4. Εν ενστάσει περί του υπολογισμό της αξίας, ή και εξ επαγγέλματος, το δικαστήριον δύναται, κατά την κρίσιν του, ν’ αποφασίση επί τη βάσει βεβαιώσεων ή να διατάξη αποδείξεις, μη ισταμένης εκ τούτου της κυρίας δίκης. Αποδεικνυομένης της δηλωθείσης δια της αγωγής ελάσσονος κατά το τρίτον τουλάχιστον της πραγματικής, επιβάλλεται διπλούν το τέλος επί της όλης διαφορας άλλως επιβάλλεται απλούν. Το δικαστήριον επιβάλλον το απλούν ή διπλούν τέλος επί της όλης διαφοράς απέχει της περαιτέρω ερεύνης, μέχρι της καταβολής κατά την επιούσαν συζήτησιν, ότε παραλειπομένης ταύτης λογίζεται ερήμην  δικασθείς ο ενάγων και η αγωγή αυτού απορρίπτεται.

Βάσει των ανωτέρω προβλέπεται ότι σε αγωγή διανομής ακινήτου το τέλος δικαστικού ενσήμου που πρέπει να καταβληθεί υπολογίζεται και υπό την ισχύ του ΚΠολΔ με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προόδου του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα (ΑΠ 830/1980 ΝοΒ 29,84, ΓνωμΕισΑΠ 14/1973, ΝοΒ 22,873, ΕφΘεσ 2277/1991 Αρμ ΜΕ,1098, ΕφΑθ 6286/1983, ΕλλΔνη 25,477). Αυτό το τελευταίο δεν εφαρμόζεται σε κάθε αγωγή διανομής αλλά σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις όπου από το διανεμητέο ακίνητο προκύπτει ετήσια πρόσοδος, με την έννοια της πραγματικής απολαυής εσόδων από το ακίνητο. Διαφορετικά, αν δηλαδή το διανεμητέο ακίνητο δεν είναι προσοδοφόρο για τους κοινωνούς, γίνεται δεκτό ότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα κοινωνό ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 2 Ν ΓΠΟΗ/1912 (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου Τόμος Α (1989) σελ. 452, Κιτσικόπουλος Πολιτ. Δικον. Τομ. 10 παρ. 50 σελ. 9515, Π. Αρβανιτάκης, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΘεσ 1309/1994 Αρμ ΜΗ,586).

Περαιτέρω κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου και νόμου, σε περίπτωση υποβολής ενστάσεως ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ή και αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του να αποφασίσει με βάση βεβαιώσεις ή να διατάξει αποδείξεις σε βάρος του υποχρέου, μη ισταμένης εκ τούτου της κυρίας δίκης. Αν αποδειχθεί ότι η δηλωθείσα με την αγωγή αξία είναι μικρότερη της πραγματικής κατά 1/3 τουλάχιστον, επιβάλλεται διπλό το τέλος, αλλιώς απλό, και το δικαστήριο απέχει από την περαιτέρω έρευνα μέχρι την καταβολή του τέλους. Αν αυτό δεν καταβληθεί στην επόμενη συζήτηση ο ενάγων θεωρείται δικαζόμενος ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται.

Εξάλλου, επειδή ο ως άνω νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό του ποσού του δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του ΚΠολΔ που αναφέρονται στον τρόπο προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των δικαστηρίων (ΕφΙωαν 55/1991 ΝοΒ 39,1106). Η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου περί των ανωτέρω προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση ως προς την ορθότητα της κρίσεώς της περί της ως άνω αξίας και της, λόγω μη καταβολής του αρμόζοντος στην αξία αυτή τέλους δικαστικού ενσήμου, απορρίψεως της αγωγής (ΑΠ 300/1981 ΝοΒ 29,1502) ή την εκδίκασή της κατ’ αντιμωλίαν παρά την καταβολή μικρότερου από το προσήκον δικαστικού ενσήμου (ΕφΠειρ 920/1996 ΕλλΔνη 39,629).

Στην περίπτωση που απασχόλησε το Εφετείο Πειραιά, στην υπ’ αριθμ. 166/2011 απόφασή του, δημ. στην Πειραϊκή Νομολογία, 2011, 390, κρίθηκε ότι: «[…] το διανεμητέο ακίνητο είναι οικόπεδο μετά της επ’ αυτού παλαιάς ερειπωμένης οικίας και κατά τον κρίσιμο χρόνο της ασκήσεως της αγωγής το εν λόγω ακίνητο δεν απέφερε έσοδα στους κοινωνούς διαδίκους, διότι δεν ήταν εκμισθωμένο. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι ενάγοντες είχαν υποχρέωση να καταβάλουν δικαστικό ένσημο με βάση την αξία του μεριδίου τους επί του διανεμητέου. […]».

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί