Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

ΜονΠρΘεσσ 5413/2018: Λήψη υπόψη ενόρκων βεβαιώσεων ιατρών που είχαν την ιδιότητα του θεράποντος του ασθενούς που απεβίωσε και άρση του ιατρικού απορρήτου

Με την εν θέματι απόφαση, το επιληφθέν Δικαστήριο έκρινε τα κάτωθι ενδιαφέροντα για τη λήψη υπόψη ενόρκων βεβαιώσεων ιατρών, ήτοι προσώπων που βαρύνονται με καθήκον εχεμύθειας για τα πραγματικά γεγονότα που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, αλλά και για τις προϋποθέσεις άρσης του ιατρικού απορρήτου:

«…Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 400 ΚΠολΔ, ως ισχύει, «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες, 1) οι κληρικοί,  δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, οι βοηθοί τους, καθώς και οι σύμβουλοι των διαδίκων, για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύτηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο, 2)………».Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) «1. Ο ιατρός οφείλει να τηρεί αυστηρά απόλυτη εχεμύθεια για οποιοδήποτε στοιχείο υποπίπτει στην αντίληψή του ή του αποκαλύπτει ο ασθενής ή τρίτοι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, και το οποίο αφορά στον ασθενή ή τους οικείους του, 2. Για την αυστηρή και αποτελεσματική τήρηση του ιατρικού απορρήτου, ο ιατρός οφείλει: α)…………. και β) …..3. Η άρση του ιατρικού απορρήτου επιτρέπεται όταν: α) Ο ιατρός αποβλέπει στην εκπλήρωση νομικού καθήκοντος.Νομικό καθήκον συντρέχει, όταν η αποκάλυψη επιβάλλεται από ειδικό νόμο, όπως στις περιπτώσεις γέννησης, θανάτου, μολυσματικών νόσων και άλλες, ή από γενικό νόμο, όπως στην υποχρέωση έγκαιρης αναγγελίας στην αρχή, όταν ο ιατρός μαθαίνει με τρόπο αξιόπιστο ότι μελετάται κακούργημα ή ότι άρχισε ήδη η εκτέλεσή του και, μάλιστα, σε χρόνο τέτοιο, ώστε να μπορεί ακόμα να προληφθεί η τέλεση ή το αποτέλεσμά του. β) Ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου, ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος ή συμφέροντος του ίδιου του ιατρού ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά. γ) Όταν συντρέχει κατάσταση ανάγκης ή άμυνας. 4. Η υποχρέωση τήρησης ιατρικού απορρήτου αίρεται, εάν συναινεί σε αυτό εκείνος στον οποίο αφορά, εκτός εάν η σχετική δήλωσή του δεν είναι έγκυρη, όπως στην περίπτωση, που αυτή είναι προϊόν πλάνης, απάτης, απειλής, σωματικής ή ψυχολογικής βίας, ή εάν η άρση του απορρήτου συνιστά προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. 5. Οι ιατροί που ασκούν δημόσια υπηρεσία ελέγχου, επιθεώρησης ή πραγματογνωμοσύνης απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου μόνο έναντι των εντολέων τους και μόνο ως προς το αντικείμενο της εντολής και τους λοιπούς όρους χορήγησής της. 6. Η υποχρέωση τήρησης και διαφύλαξης του ιατρικού απορρήτου δεν παύει να ισχύει με το θάνατο του ασθενή». Μετά δε το θάνατο του ασθενούς το δικαίωμα να συναινέσουν στην άρση του ιατρικού απορρήτου του θανόντος περιέρχεται στους κληρονόμους του, εφόσον είναι συγγενείς μέχρι του τετάρτου βαθμού, οι οποίοι κατά το άρθρο 14 παρ. 8 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα ιατρικά αρχεία του θανόντος, καθώς και λήψης αντιγράφων του φακέλου του. Έτσι, η απαγόρευση της φανέρωσης του ιατρικού απορρήτου ισχύει και μετά το θάνατο του ασθενούς και περιλαμβάνει και τις συνθήκες του θανάτου (ΓνμδΕισΑΠ 15/2007, Ποιν Δ/νη, 2008, 1324, Μ. Μαργαρίτης, ΠοινΔικ2003,1028). Εξάλλου, σύμφωνα και με τον Ποινικό Κώδικα η προστασία του ιατρικού απορρήτου δεν είναι απόλυτη, αλλά υποχωρεί όταν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου ή ατομικού συμφέροντος.Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 371 παρ. 4 ΠΚ, η ανακοίνωση γεγονότος που καλύπτεται από το ιατρικό απόρρητο δεν είναι άδικη και παραμένει ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντός του ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος δημόσιου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Εξάλλου, η συγκέντρωση και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους επέμβασης στην προσωπική σφαίρα και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου. Κάθε δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου γίνεται καθημερινά αντικείμενο επεξεργασίας και ανάλυσης, γεγονός που χρήζει αντιμετώπισης και νομικής κατοχύρωσης, πράγμα που έγινε με άρθρο 9Α του ισχύοντος Συντάγματος και του εκτελεστικού αυτού Ν.2472/1997. Από το άρθρο 9Α του Συντ ορίζεται ότι:«Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει». Ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει τα πρόσωπα – φορείς του δικαιώματος, έναντι της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων. Η προστασία που εισάγεται, αφορά όχι μόνον στην επεξεργασία, αλλά και στη συλλογή προσωπικών δεδομένων. Στον εκτελεστικό του Συντάγματος Ν.2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (ΦΕΚ Α΄ 50), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Αντικείμενο του Ν 2472/1997 είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 1). Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) (Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν 3471/2006). «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική πολιτική ή κοινωνική. δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) (Όπως αντικαταταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 3471/2006). «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια». Κατά το άρθρο 10 παρ. 1, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, και μόνο κατ εντολή του. Από τις διατάξεις δε του ανωτέρω Ν. 2472/1997, και ιδίως από το άρθρο 2 περ. α΄ και γ΄ προκύπτει ότι τα προσωπικά δεδομένα αφορούν φυσικά πρόσωπα, δηλ. εκείνα τα οποία βρίσκονται εν ζωή. Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει ειδική προστασία δεδομένων νεκρών (Απόφ. Αρχής 19/2007, 3963/3.5.2007 έγγραφο της Αρχής). Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του Ν. 2472/1997 «1. …2 Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: α) από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών, β) από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και τελουμένων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων. Ως προς τα ανωτέρω εφαρμόζονται οι ισχύουσες ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις». Τέλος, έχει κριθεί ότι οι διατάξεις του ΚΠΔ και του ΚΠολΔ που σχετίζονται με την ενώπιον των Ποινικών και Πολιτικών Δικαστηρίων εν γένει αποδεικτική διαδικασία (εκτίμηση των αποδείξεων, προβολή ισχυρισμών, προσκόμιση στοιχείων) δεν μπορούν να ανατραπούν από τις διατάξεις του Ν.2472/1997 (ΔιατΕισΠρωτΑθ 123/2014, ΠοινΔ/νη 2014, 1071, ΤρΕφΠατρ 837/2013 ΠοινΔικ 2014,377, ΔιατΕισΕφθεσ 187/2007 ΠοινΔικ 2008,316).Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμ. 1945/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου νομολογήθηκε ότι δεν τέλεσε το αδίκημα της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 ο συνήγορος υπεράσπισης, ο οποίος κατά τη διάρκεια ποινικής δίκης προσκόμισε έγγραφο (το οποίο και ακολούθως αναγνώσθηκε στο Δικαστήριο), από το οποίο προέκυπταν καταδίκες του εγκαλούντος και το περιεχόμενό του αποτελούσε το ακριβές περιεχόμενο του αληθινού προσωπικού αποφυλακιστηρίου του μηνυτή, προκειμένου να ελεγχθεί η αξιοπιστία του τελευταίου. Τέλος, με τις υπ’ αριθμ. 49/2005 και 147/2001 αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ (ΠοινΔικ 2001, 37) κρίθηκε ότι ο φάκελος της δικογραφίας εκκρεμούς δίκης και κατ’ αναλογία το ανακριτικό/ προανακριτικό υλικό, δεν αποτελεί αρχείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, και συνεπώς, όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται σε δικογραφία ή ανακριτικό/ προανακριτικό υλικό, η Αρχή δεν έχει αρμοδιότητα, όσον δε αφορά τη νομιμότητα της συλλογής προσωπικών δεδομένων και τη χρήση τους, όταν εκκρεμεί δίκη ή διενεργείται προανάκριση ή ανάκριση, ο δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός είναι αρμόδιος να κρίνει, στο πλαίσιο της αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων ή του ανακριτικού υλικού, αν η συλλογή των δεδομένων είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7Α του ίδιου ως άνω νόμου «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση Γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Όταν η επεξεργασία πραγματοποιείται αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με σχέση εργασίας ή έργου ή με παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα και είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόμος ή για την εκτέλεση των υποχρεώσεων από τις παραπάνω σχέσεις και το υποκείμενο έχει προηγουμένως ενημερωθεί, β) Όταν η επεξεργασία αφορά πελάτες ή προμηθευτές, εφόσον τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης τα δικαστήρια και οι δημόσιες αρχές δεν λογίζονται ως τρίτοι, εφόσον τη διαβίβαση ή κοινοποίηση επιβάλλει νόμος ή δικαστική απόφαση. Δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση Γνωστοποίησης οι ασφαλιστικές εταιρίες για όλους τους κλάδους ασφάλισης, οι φαρμακευτικές εταιρίες, οι εταιρίες εμπορίας πληροφοριών και τα χρηματοπιστωτικά νομικά πρόσωπα, όπως οι τράπεζες και οι εταιρίες έκδοσης πιστωτικών καρτών, γ) Όταν η επεξεργασία γίνεται από σωματεία, εταιρείες, ενώσεις προσώπων και πολιτικά κόμματα και αφορά δεδομένα των μελών ή εταιρειών τους, εφόσον αυτοί έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους. Δεν λογίζονται τρίτοι τα μέλη ή εταίροι, εφόσον η διαβίβαση γίνεται προς αυτούς για τους σκοπούς των ως άνω νομικών προσώπων ή ενώσεων, ούτε τα δικαστήρια και οι δημόσιες αρχές, εφόσον τη διαβίβαση επιβάλλει νόμος ή δικαστική απόφαση, δ) Όταν η επεξεργασία αφορά δεδομένα υγείας και γίνεται από ιατρούς ή άλλα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες υγείας, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεσμεύεται από το ιατρικό απόρρητο ή άλλο απόρρητο που προβλέπει νόμος ή κώδικας δεοντολογίας, και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης τα δικαστήρια και οι δημόσιες αρχές δεν λογίζονται ως τρίτοι, εφόσον τη διαβίβαση ή κοινοποίηση επιβάλλει νόμος ή δικαστική απόφαση. Δεν εμπίπτουν στην απαλλαγή της παρούσας διάταξης τα νομικά πρόσωπα ή οργανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες υγείας, όπως κλινικές, νοσοκομεία, κέντρα υγείας, κέντρα αποθεραπείας και αποτοξίνωσης, ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρίες, καθώς και οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν η επεξεργασία διεξάγεται στο πλαίσιο προγραμμάτων τηλεϊατρικής ή παροχής ιατρικών υπηρεσιών μέσω δικτύου… Όταν η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές ή εταιρείες των προσώπων αυτών και αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών προς πελάτες τους, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας και τα μέλη των εταιρειών δεσμεύονται από υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει νόμος, και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο και συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση εντολής του πελάτη, στ) Όταν η επεξεργασία γίνεται απόδικαστικές αρχές ή υπηρεσίες εκτός από τις λοιπές αρχές του εδάφιου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 στο πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους. Το αυτό ισχύει και για το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που επιβάλλει ο νόμος. 2. Σε όλες τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος και υποχρεούται να συμμορφώνεται με ειδικούς κανόνες επεξεργασίας που η Αρχή εκδίδει σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ A 87, ο οποίος ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016) «Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394». Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία (Βλ. σχετ. και ΑΠ 1721/2014, ΑΠ 1757/2011 και ΑΠ 1707/2009, Δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος υπό το προϊσχύον δίκαιο 270 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι κυρίως ενάγοντες – καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση με τη νομοτύπως κατατεθείσα προσθήκη επί των προτάσεων τους πρόβαλαν κατ’ άρθρα 159 και 400 ΚΠολΔ αίτηση εξαίρεσης των ενόρκως βεβαιωσάντων μαρτύρων των αντιδίκων και ειδικότερα των 1)…………………………………7) όπως οι ένορκες καταθέσεις τους καταγράφηκαν στις υπ΄ αριθμ. ……………………. πράξεις της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …………………, καθώς επίσης και στις υπ΄ αριθμ…………………………….πράξεις του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……………………., διότι αυτοί παρότι ήταν αποδεδειγμένα και κατ ομολογία τους θεράποντες ιατροί, βοηθοί και νοσοκόμοι του εκλιπόντος, κατέθεσαν ενόρκως, πλην όμως αναληθώς, χωρίς τη συναίνεση και την άδεια τους, αφενός για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύτηκαν οι ίδιοι οι ενάγοντες και ο εκλιπών, αφετέρου για όσα διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους, για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας. Περαιτέρω, με τον ίδιο ως άνω τρόπο οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι προσκομίζουν και επικαλούνται με τις προτάσεις τους παράνομα αποκτηθέντα έγγραφα, κατά παράβαση του ιατρικού απορρήτου, ήτοι τον ιατρικό φάκελο της κλινικής του …………....συμπεριλαμβανομένων σε αυτόν εγγράφων τα οποία οι ίδιοι δεν έχουν προσκομίσει με τις προτάσεις τους, χωρίς να έχει προηγηθεί λήψη αδείας από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και προηγουμένη ενημέρωσή τους, κατά παράβαση του Ν.2472/1997 και ζητούν να μη ληφθούν αυτά υπόψιν του Δικαστηρίου. Τέλος, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι προσκομίζουν ανεπικύρωτες φωτοτυπίες εγγράφων, φερόμενων ως πρωτοτύπων αλλά στερούμενων υπογραφή και σφραγίδα της εκδούσας κλινικής εγγράφων, καθώς επίσης και επικυρωμένων από αναρμόδιο υπάλληλο εγγράφων κατά παράβαση των άρθρων 449 επ. ΚΠολΔ και ζητούν να μην ληφθούν υπόψιν του Δικαστηρίου. Τέλος, οι ενάγοντες ζητούν να μη ληφθεί υπόψιν η προσκομιζόμενη από τον πρώτο εναγόμενο υπαριθμ. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγόντων τυγχάνουν απαρριπτέοι, δεδομένου ότι: Καταρχήν, καθόσον αφορά τις ανεπικύρωτες φωτοτυπίες εγγράφων, φερόμενων ως πρωτοτύπων, αλλά στερούμενων υπογραφή και σφραγίδα της εκδούσας κλινικής εγγράφων, καθώς επίσης και επικυρωμένων από αναρμόδιο υπάλληλο εγγράφων, αυτές θα ληφθούν υπόψιν του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα όσα ορίστηκαν στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι το Δικαστήριο -πέραν των αποδεικτικών μέσων που πληρούν τους όρους του νόμου- λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου -ως εν προκειμένω- και δη έγγραφα ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τις μαρτυρίες των ανωτέρω αναφερόμενων ιατρών και ενόρκως βεβαιωσάντων, αλλά και τον ιατρικό φάκελο του θανόντος από την Κλινική …….. που προσκομίζει ο πρώτος εναγόμενος χωρίς να έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή, αυτές θα ληφθούν υπόψιν του Δικαστηρίου, καθόσον, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη, αφενός οι ίδιοι οι ενάγοντες με την κατάθεση της κρινόμενης υπό στοιχείο Α κύριας αγωγής δημοσιοποίησαν τα δεδομένα των οποίων την προστασία επικαλούνται (Βλ. σχετ. και Γνμδ ΕισΑΠ 15/2007, Ποιν Δ/νη, 2008, 1324, X. Πολίτης, Ιατρικό απόρρητο Πρακτικά ημερίδας Διάδοσης Ιπποκράτειου Πνεύματος 11/17), αφετέρου το παρόν δικαστήριο δεν λογίζεται ως τρίτος και δύναται να λάβει υπόψιν του τα ανωτέρω στο πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης, ενώ περαιτέρω ο πρώτος εναγόμενος τα προσκομίζει, ασκώντας το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που του παρέχει η διάταξη του 20 Συντάγματος. Σημειωτέον δε ότι, καθόσον αφορά τον ιατρικό φάκελο του θανόντος από την Κλινική ……………………… οι ίδιοι οι ενάγοντες προσκομίζουν πλήθος εγγράφων αυτού – επίσης η με επιμέλεια των εναγόντων πραγματοποιηθείσα από 20-02-2017 ιατροδικαστική γνωμάτευση της ιατρού – ειδικής ιατροδικαστή ………………….. επικαλείται συγκεκριμένα έγγραφα από τον ιατρικό φάκελο του θανόντος- και συνεπώς η προβολή των συγκεκριμένων ισχυρισμών από τους ίδιους τυγχάνει καταχρηστική σε κάθε περίπτωση…».

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί