Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Άμεση αντιπροσώπευση: εσωτερική σχέση εντολέως – εντολοδόχου και η λειτουργία των οδηγιών και των συστάσεων του κυρίου της υπόθεσης

Το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης αντιπροσώπου-αντιπροσωπευόμενου (στην έκταση αυτονόητα που δεν επεμβαίνουν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου) δεν διαμορφώνεται μόνο με βάση τις ρυθμίσεις που τα μέρη προβλέπουν ήδη κατά το χρόνο της σύναψης του εκάστοτε συμβατικού δεσμού που τα συνδέει. Είναι βέβαια γεγονός πως ο κύριος της υπόθεσης φροντίζει συνήθως με τη σύναψη της συμβατικής σχέσης να παράσχει στον πληρεξούσιό του όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις αναφορικά με την εκπλήρωση των καθηκόντων που του αναθέτει. Οι σχετικές διευκρινήσεις αποτελούν τότε τμήμα της σχετικής σύμβασης, με αποτέλεσμα ο αντιπρόσωπος να υπέχει συμβατική υποχρέωση εφαρμογής τους. Συχνά ωστόσο ορισμένα επιμέρους ζητήματα παραμένουν για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους αρρύθμιστα π.Χ. επειδή τα παρέβλεψαν τα μέρη ή επειδή η ανάγκη ρύθμισης τους ανέκυψε μεταγενέστερα (σημαντικές πληροφορίες περιήλθαν στον κύριο της υπόθεσης μετά τη σύναψη της εσωτερικής σχέσης). Στις περιπτώσεις αυτές ο αντιπροσωπευόμενος συνηθίζει να απευθύνει στον αντιπρόσωπό του εκ των υστέρων οδηγίες, με τις οποίες επιδιώκει τη συγκεκριμενοποίηση των υποχρεώσεων που ο τελευταίος έχει αναλάβει απέναντί του στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης που τους συνδέει. Το περιεχόμενο των οδηγιών κινείται συνήθως προς την κατεύθυνση είτε του καθορισμού των δικαιοπραξιών στις οποίες οφείλει να προβεί ο αντιπρόσωπος (περιπτώσεις γενικής πληρεξουσιότητας), είτε στον ακριβή προσδιορισμό του τρόπου δράσης του, είτε τέλος στην προσαρμογή των καθηκόντων του στις συνθήκες που προέκυψαν μεταγενέστερα.

Το δίκαιο της άμεσης εκούσιας αντιπροσώπευσης δεν περιέχει μια γενική ρύθμιση της έννοιας της οδηγίας, της υποχρέωση του αποδέκτη της να την υλοποιήσει κλπ. Εξαίρεση αποτελεί το άρθρο 215 ΑΚ. Η διάταξη αυτή ορίζοντας ότι ο αντιπρόσωπος ενήργησε σύμφωνα με ορισμένες οδηγίες του αντιπροσωπευομένου, δεν μπορεί ο αντιπροσωπευόμενος να επικαλεστεί την άγνοια του αντιπροσώπου για περιστατικά που ο ίδιος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει» είναι προφανές πως δεν θεσπίζει, αλλά αντιθέτως προϋποθέτει και επιβεβαιώνει το δικαίωμα του κυρίου της υπόθεσης να απευθύνει οδηγίες στον πληρεξούσιό του. Το ζήτημα λοιπόν που εύλογα ανακύπτει εν προκειμένω δεν είναι άλλο από την ανεύρεση (στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται ρητή διάταξη νόμου) του παραγωγικού λόγου ενός τέτοιου δικαιώματος του κυρίου της υπόθεσης και της αντίστοιχης υποχρέωσης συμμόρφωσης του πληρεξουσίου.

Ο παραγωγικός αυτός λόγος είναι η θεμελιώδης για το Αστικό Δίκαιο διάταξη της ΑΚ. Τόσο λοιπόν το δικαίωμα του κυρίου της υπόθεσης να απευθύνει οδηγίες, όσο και η αντίστοιχη υποχρέωση του αντιπροσωπευομένου να συμμορφώνεται σε αυτές έχουν ως πηγή τους την αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 288), η οποία διατρέχει την εκτέλεση όλων των συμβάσεων. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς, αν αναλογιστεί τα εξής: το συμφέρον και οι επιδιώξεις του αντιπροσωπευομένου προσδιορίζονται κατ’ αρχάς από τον ενοχικό δεσμό που τον συνδέει με τον αντιπρόσωπό του. Συχνά ωστόσο ανακύπτει η ανάγκη εξειδίκευσής τους. Η καλή πίστη επιτάσσει στις περιπτώσεις αυτές την αναγνώριση στον κύριο της υπόθεσης της δυνατότητας προσαρμογής των επιδιώξεών του στις νέες συνθήκες. Με δεδομένο ότι πρόκειται για εξειδίκευση και όχι για αλλοίωση ή κατάργηση της ενοχής, η αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος εξυπηρετεί την ομαλή λειτουργία της συμβατικής σχέσης, χωρίς ταυτόχρονα να προσκρούει σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου.

Ανάλογες σκέψεις ισχύουν και αναφορικά με την αναγνώριση της υποχρέωσης του πληρεξουσίου να εφαρμόσει τις οδηγίες που του απευθύνονται. Ο τελευταίος, συνομολογώντας την εκάστοτε συμβατική σχέση, αναλαμβάνει τη δέσμευση να διεκπεραιώσει μια ξένη υπόθεση κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στη βούληση του κυρίου της υπόθεσης. Οτιδήποτε συνεπώς εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί τη βούληση του τελευταίου, άρα και οι οδηγίες του, πρέπει (ΑΚ 288) να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τον αντιπρόσωπο.

Οι οδηγίες είναι μονομερείς απευθυντέες δικαιοπραξίες. Η αναγνωριζόμενη από το δίκαιο έννομη συνέπειά τους συνίσταται στη δέσμευση του αντιπροσώπου να τις εφαρμόσει. Αυτό ισχύει όχι μόνο όταν με την οδηγία επιβάλλεται για πρώτη φορά ορισμένη ενέργεια, αλλά και όταν με αυτήν προσδιορίζεται o τρόπος διεξαγωγής της υπόθεσης που έχει αναλάβει o πληρεξούσιος. Δεν πρέπει ωστόσο να συγχέονται με τη δήλωση βούλησης του κυρίου της υπόθεσης που κατατείνει στη σύναψη του εκάστοτε ενοχικού δεσμού που τον συνδέει με τον αντιπρόσωπό του. Με την εν λόγω δήλωση βούλησης ο κύριος της υπόθεσης επιδιώκει να προσδιορίσει το περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης. Ο αποδέκτης της είναι ελεύθερος να την αποδεχτεί ή όχι. Αντίθετα η δήλωση βούλησης που εμπεριέχεται στην οδηγία αποβλέπει στην ρύθμιση ζητημάτων που συνδέονται με την εκτέλεση της ήδη συναφθείσας ενοχικής σχέσης. Η οδηγία λοιπόν προϋποθέτει την ύπαρξη εσωτερικής σχέσης, παράγει δε τις έννομες συνέπειές της με μόνη την περιέλευσή της στον αντιπρόσωπο. Ο τελευταίος δεν έχει τη δυνατότητα να την απορρίψει. Οφείλει να ενεργήσει, όπως αυτή προβλέπει. Αν θέλει να αποδεσμευτεί από αυτήν, τότε ως μόνη διέξοδο έχει την καταγγελία της σχέσης που τον συνδέει με τον κύριο της υπόθεσης.

Ένα άλλο βασικό γνώρισμα των οδηγιών συνίσταται στον ελεύθερα ανακλητό χαρακτήρα του. Η ανάκληση ωστόσο είναι δυνατή μόνο εφόσον το τμήμα της συμβατικής σχέσης, στον ειδικότερο προσδιορισμό του οποίου αποβλέπει ορισμένη οδηγία, δεν έχει εκτελεσθεί, ενεργεί δε για το μέλλον. Η δήλωση με την οποία ανακαλείται μια οδηγία συνιστά και η ίδια οδηγία. Ο αντιπρόσωπος οφείλει πλέον να διεξάγει την ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση, όπως ορίζει η νέα οδηγία. Αν η τελευταία περιορίζεται απλά και μόνο στην ανάκληση προηγηθείσας που αφορούσε στον τρόπο διεξαγωγής της υπόθεσης, χωρίς συγχρόνως να παρέχει στον πληρεξούσιο και νέες κατευθύνσεις, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο τελευταίος οφείλει, όπως άλλωστε και στην περίπτωση που δεν του έχουν χορηγηθεί οδηγίες, να ενεργήσει με γνώμονα την εικαζόμενη βούληση και το συμφέρον του κυρίου της υπόθεσης (ΑΚ 288). Δεν αποκλείεται βέβαια η καλή πίστη να επιτάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πληρεξούσιος να απευθυνθεί στον κύριο της υπόθεσης ζητώντας του οδηγίες πχ όταν ο αντιπρόσωπος δεν επιτρέπεται να δράσει χωρίς οδηγίες .

Το ακριβές περιεχόμενο της οδηγίας προσδιορίζεται μέσω της ερμηνείας της με βάση τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Σε περίπτωση που ο πληρεξούσιος διατηρεί, και μετά την ερμηνεία, αμφιβολίες για το ακριβές νόημά της, οφείλει με βάση την καλή πίστη (ΑΚ 288) να απευθύνει διευκρινιστική ερώτηση προς τον αντιπροσωπευόμενο. Η οδηγία είναι αυτονόητο ότι δεν δεσμεύει τον αντιπρόσωπο, όταν το περιεχόμενό της προσκρούει στο νόμο ή τα χρηστά ήθη. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Το περιεχόμενό της απαιτείται επιπλέον να μην υπερβαίνει τα όρια που θέτει η εκάστοτε εσωτερική σχέση. Η καλή πίστη παρέχει στον αντιπροσωπευόμενο το δικαίωμα να απευθύνει -και μετά την κατάρτιση της εσωτερικής σχέσης – οδηγίες, προκειμένου να προσδιορίσει, να εξειδικεύσει ή να προσαρμόσει το συμφέρον του στις τυχόν μεταβληθείσες περιστάσεις. Οι τελευταίες δεν πρέπει συνεπώς να μεταβάλλονται σε εργαλείο φαλκίδευσης της θεμελιώδους αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας, σύμφωνα με την οποία για την τροποποίηση ή κατάργηση μιας σύμβασης δεν αρκεί η μονομερής βούληση, αλλά αντιθέτως απαιτείται νέα σύμβαση. Ο κύριος λοιπόν της υπόθεσης μπορεί με τις οδηγίες να συγκεκριμενοποιήσει την εσωτερική σχέση μέσω της πρόβλεψης ή τροποποίησης δευτερευόντων ζητημάτων, όχι όμως να την αλλοιώσει.

Η δυνατότητα του αντιπροσωπευομένου να δεσμεύει τον πληρεξούσιό του μέσω οδηγιών επηρεάζεται αποφασιστικά και από το είδος της υπόθεσης, την οποία ο τελευταίος επί τη βάσει της εσωτερικής τους σχέσης αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει. Όσο πιο ειδικές γνώσεις απαιτείται να έχει ο πληρεξούσιος (δικηγόρος, ορκωτός λογιστής κλπ.), τόσο στενεύουν τα περιθώρια δέσμευσής του μέσω οδηγιών. Δύσκολα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς έναν μη ειδικό να θέλει να δεσμεύσει, μέσω οδηγιών του, το δικηγόρο του σχετικά με την τακτική που θα πρέπει να ακολουθηθεί ή τις νομικές βάσεις στις οποίες θα πρέπει να θεμελιωθεί η αξίωσή του. Στις εν λόγω περιπτώσεις θα πρέπει κανείς, συμφωνώντας με τον Kmjtel, να δεχτεί ότι ο αντιπροσωπευόμενος μπορεί μέσω οδηγιών του να εξειδικεύει τον εκάστοτε επιδιωκόμενο σκοπό, όχι όμως και τον τρόπο, τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί για την π.χ. νομική πραγμάτωσή του. Οι τυχόν «οδηγίες» που ο τελευταίος απευθύνει στον πληρεξούσιό του αναφορικά με τα εν λόγω ζητήματα θα πρέπει να θεωρηθούν ως απλές συστάσεις.

Η διαφορά των συστάσεων από τις οδηγίες εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι αυτές παρέχουν στον πληρεξούσιο ευρύτερα, ενδεχομένως και ευρύτατα, περιθώρια πρωτοβουλιών και συνακόλουθα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων . Ο κύριος της υπόθεσης περιορίζεται στην παροχή γενικών κατευθυντήριων γραμμών καταλείποντας στον πληρεξούσιό του την ευχέρεια να επιλέξει τους τρόπους δράσης που θα οδηγήσουν στην πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού. Ο τελευταίος, αν κρίνει σκόπιμο να παρεκκλίνει από τις ως άνω γενικές κατευθύνσεις, μπορεί να το πράξει. Η δυνατότητά του πάντως αυτή δεν θα πρέπει να (παρ-)ερμηνευτεί και να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο πληρεξούσιος δικαιούται να αδιαφορεί για τις συστάσεις που του απευθύνονται. Κάθε άλλο μάλιστα. Ο αντιπρόσωπος οφείλει να συνεκτιμά οτιδήποτε εξειδικεύει το συμφέρον του κυρίου της υπόθεσης. Όπως συμβαίνει με τις οδηγίες, έτσι και στην περίπτωση των συστάσεων η εν λόγω υποχρέωση του πληρεξουσίου έναντι του αντιπροσωπευομένου απορρέει (εφόσον δεν προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξη νόμου) από την ΑΚ 288 [1].

Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

[1] Το παρόν αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του κ. Ευάγγελου Πουρνάρα, «Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας – Μια συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 211 επ. ΑΚ», Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ 74 -79

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί