Αναίρεση εφετειακής απόφασης: η υπόθεση συζητείται από το δικαστήριο της παραπομπής μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Κατά δε τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται με κλήση. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την αναίρεση της αποφάσεως οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή). Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως ήτοι κατά τα πληγέντα κεφάλαια της (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναιρέσεως που έγινε δεκτός και όχι ως προς άλλα, εκτός αν τα τελευταία συνδέονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (ΑΠ 808/2017τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 479/2009τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 707/2008 ΝοΒ 56.2190, ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44.1563, ΕφΠατρ 16/2020 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, ήτοι για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων, τότε αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο (ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804, ΑΠ 88/1996 ΕλλΔνη 1996.1554, ΕφΠατρ 16/2020 ό.π., ΕφΝαυπλ 66/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 6795/2006 ΕλλΔνη 2006.1686, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας:Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρο 581 αριθμ. 6, σελ. 1082, Νίκος: ΠολΔ, Τόμος Μ έκδοση 2007 παρ. 121. αριθμ. 34 σελ. 564). Στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, τα όρια δε αυτά δεν προσδιορίζονται μόνον από το διατακτικό της αναιρετικής αποφάσεως αλλά, κυρίως από το αιτιολογικό της (ΑΠ 570/2005,ΑΠ 129/2004, ΕφΠατρ 16/2020 τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/ 2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1308/2004 τνπ ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμη, όταν ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης αποφάσεως κατά το διατακτικό της αναιρετικής σε συνδυασμό όμως και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35. 804). Έτσι σε περίπτωση που χώρησε αναίρεση για μη λήψη υπόψη αποδείξεων (λόγος από τον υπ’αριθ.11 άρθρ 559 ΚΠολΔ) και δεν προκύπτει κάτι άλλο, η αναίρεση είναι καθολική και το εφετειο εξετάζει συνολικά την υπόθεση και πάλι (ΑΠ 1840/2007 ΝοΒ 2008.708, ΑΠ 805/2003 ΕλλΔνη 2004.92, Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠολΔ εκδ.2012 τ I. υπ’αρθρ. 579, σελ. 1238). Αν αντιθέτως η απόφαση αναιρεθεί μερικώς ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης τότε μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της αποφάσεως το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 524/2010, ΑΠ 721/2009, ΑΠ 404/2007 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 659/1988 ΕλλΔνη 30.310, ΕφΠατρ 16/2020 ό.π.). Έτσι, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού και αναιρέθηκε εν μέρει, κατά το αυτό αναιρεθέν κεφάλαιο χωρεί η επανεξέταση της εφέσεως από το Δικαστήριο της παραπομπής. Κατά την επανεκδίκαση, δηλαδή, της εφέσεως οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναίρεση δεδικασμένου από την μερικώς οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτέρου βαθμού και συνεπώς δεν ερευνώνται εκ νέου ούτε θίγονται τα κεφάλαια της διαφοράς τα οποία αντιστοιχούν στις μη αναιρεθείσες διατάξεις, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002 ΝΟΜΟΣ) [1].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] Απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 5077/2022 αποφάσεως του Μον.Εφ. Αθηνών