Ασφαλιστική/Συνταξιοδοτική κάλυψη κατά το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης
Τα ετερόφυλα ζευγάρια μπορούν να συνάψουν σύμφωνα με το Ν. 3719/2008 μεταξύ τους το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης», το οποίο συντάσσεται ενώπιον Συμβολαιογράφου και το οποίο προσομοιάζει με τον θεσμό του γάμου, καθώς δίνει στα συμβαλλόμενα μέρη δικαιώματα κληρονομικά, συμμετοχής στα αποκτήματα κτλ., όπως αυτά δίδονται εκ του νόμου και στους συζύγους.
Αναφορικά όμως με το δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης ή συνταξιοδότησης λόγω θανάτου του έτερου συμβαλλομένου και ασφαλισμένου μέρους, έχει επικρατήσει στην ασφαλιστική νομοθεσία η πρακτική να μην γίνονται δεκτές αιτήσεις ασφαλιστικής κάλυψης ή συνταξιοδότησης από άτομα τα οποία είναι τα πρόσωπα με το οποίο συζούν οι άμεσα ασφαλισμένοι σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης και με τα οποία ο άμεσα ασφαλισμένος έχει συνάψει το άνω σύμφωνο «ελεύθερης συμβίωσης».
Η καθιέρωση της πρακτικής αυτής έχει στηριχτεί στο άρθρο 33 του Α.Ν. 1846/1951 το οποίο καθορίζει την έννοια των συζύγων και το οποίο δέχεται μόνο αυτήν την έννοια κατά την οποία σύζυγοι θεωρούνται όσοι έχουν συνάψει νόμιμο γάμο μεταξύ τους, ενώ στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ’ αριθμόν 258/2010 γνωμοδότησή του αφού κατά γενική αρχή του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, οι διατάξεις οι οποίες περιέχουν ασφαλιστικό προνόμιο πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δηλαδή να μην καλύπτουν με την ερμηνεία τους περισσότερες περιπτώσεις από αυτές που ο νόμος καθαρά ορίζει (ΣτΕ 2033/90, ΣτΕ 2035/1990, ΣτΕ 4888/1988).
Συγκεκριμένα, η ανωτέρω γνωμοδότηση του ΝΣΚ ορίζει ότι «με τη διάταξη του άρθρου 9 του ισχύοντος Συντάγματος θεσπίζεται το δικαίωμα του σεβασμού της οικογενειακής ζωής ως κλασικό ατομικό δικαίωμα που συνεπάγεται την απαγόρευση οιασδήποτε επέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου. Η προστασία όμως της οικογενειακής ζωής συνιστά θεσμική εγγύηση, κατ’ άρθρον 21 του ισχύοντος Συντάγματος και προϋποθέτει την παρέμβαση του νομοθέτη για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Με άλλα λόγια, στο ελληνικό εσωτερικό δίκαιο η προστασία της οικογένειας και της οικογενειακής ζωής είναι ευρεία και περιλαμβάνει αφενός μεν μια συνταγματική εγγύηση, αφετέρου δε ένα σύνολο θεμελιωδών δικαιωμάτων, ατομικών και μη. Δεδομένου όμως ότι το Σύνταγμα δεν ορίζει την έννοια της υπ’ αυτού προστατευομένης οικένειας, το θέμα αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλών συζητήσεων και οξύτατων αντιπαραθέσεων. Από την μια υποστηρίζεται η άποψη ότι στην κατ’ άρθρον 21 του Συντάγματος προστασία της οικογενειακής ζωής δεν συμπεριλαμβάνονται οι ελεύθερες συμβιώσεις χωρίς τέκνα, άρα λοιπόν ούτε και οι βάσει συμφώνου ενώσεις, διότι όσοι τις επιλέγουν προφανώς δεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και δεσμεύσεις. Από την άλλη, όμως και όσον αφορά το δικαίωμα του σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 9 του Συντάγματος) ένα σημαντικό μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι η οικογένεια θα πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως το σύνολο των προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με γάμο ή κοινή καταγωγή ασχέτως του βαθμού συγγενείας, ο οποίος συνδέει τα πρόσωπα και ασχέτως εάν συμβιούν κλπ. Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή αυτή, στην προστασία της οικογένειας περιλαμβάνονται και οι σχέσεις των καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμβιούντων, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τις διέπει, άρα και αυτών που συνάπτουν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης […].
Στα πλαίσια της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα και της αντιμετώπισης των ιδιαίτερων προβλημάτων που προκύπτουν, με τις διατάξεις του νέου νόμου 3719/2008 θεσπίστηκε ιδιαίτερο νομοθετικό πλαίσιο με την επίσημη καθιέρωση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης για τα ζευγάρια που συμβιώνουν ελεύθερα, χωρίς γάμο. Οι αρχές που διέπουν το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης είναι οι ίδιες αρχές που διέπουν το δίκαιο του γάμου, δηλαδή η αρχή της ισότητας των φύλων, η αρχή της μονογαμίας (εδώ η αρχή της επιλογής ενός μόνο συντρόφου), η αρχή της ελευθερίας της σύναψης της συμβίωσης, η αρχή της προστασίας του Συμφώνου Ελεύθερης Συμβίωσης. Οι ρυθμίσεις αυτές βασίζονται στο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής, καθώς και στην έλλειψη του θεσμικού χαρακτήρα του γάμου. Ο νομοθετικός, όμως, σχεδιασμός του συμφώνου βασίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβιώσεις που υπάγονται σε αυτό παύουν να κινούνται σε ένα «χώρο ελεύθερου δικαίου» και υποβάλλονται σε ένα ελάχιστο νομοθετικό πλαίσιο, κατά το σχέδιο αυτό τα μη ρυθμιζόμενα ζητήματα υπάγονται στη βούληση των μερών, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες που κρίθηκε αναγκαία η ρητή πρόβλεψη του νόμου για κατά παραπομπή εφαρμογή ορισμένων περί γάμου διατάξεων. Ακολούθως, ο Έλληνας νομοθέτης επεμβαίνει και ρυθμίζει αναγκαστικά μόνο ορισμένα θέματα γενικότερου συμφέροντος, όπως το θέμα της ίδρυσης της συγγένειας με τον πατέρα, το επώνυμο των παιδιών που γεννιούνται υπό καθεστώς συμφώνου συμβίωσης, τις περιουσιακές τους σχέσεις, το δικαίωμα διατροφής καθώς και το κληρονομικό δικαίωμα γονέων και τέκνων. Όπως ρητά ορίζεται στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του Νόμου το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης “…αποτελεί ένα καθεστώς διαφορετικό από το γάμο: πρόκειται για μια εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης και όχι για μια μορφή ‘χαλαρού’ γάμου” (αιτιολογική έκθεση). Βεβαίως, μέσα από το νομοθετικό αυτό πλαίσιο αναδεικνύεται ιεραρχικά υπέρτερος ο γάμος, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί κώλυμα για την κατάρτιση συμφώνου, ενώ, αντιθέτως, το σύμφωνο όχι μόνο δεν αποτελεί κώλυμα για τη σύναψη γάμου, αλλά αντιθέτως λύνεται αυτοδικαίως, αν κάποιο από τα μέρη του παντρευτεί με άλλον, δικαιολογείται δε από τη φύση του συμφώνου, η οποία διέπεται από την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας. Η ιδέα της ιεραρχικής υπεροχής του γάμου εκφράστηκε κυρίως με την κατάργηση της διάταξης του σχεδίου της Επιτροπής, η οποία προέβλεπε την ανάλογη εφαρμογή όλων των διατάξεων (μισθολογικών, ασφαλιστικών, φορολογικών κλπ.) που αναφέρονται σε συζύγους και στα συμβαλλόμενα με το σύμφωνο πρόσωπα. Αυτό αφενός μεν σημαίνει ότι για τα υπόλοιπα ζητήματα οι βάσει συμφώνου συμβιούντες είναι ελεύθεροι να προβούν στις ρυθμίσεις που επιθυμούν, αφετέρου δε ότι καμμία νομοθετική διάταξη του ισχύοντος δικαιϊκού συστήματος δεν εφαρμόζεται αναλογικά. Πολύ περισσότερο δε δεν εφαρμόζεται αναλογικά η ισχύουσα για τους συζύγους νομοθεσία, συνεπώς ούτε και η ασφαλιστική, καθ’ όσον τέτοια παρέμβαση συνιστά παραβίασή της κατά τα ανωτέρω ελευθερίας των συντρόφων, δεδομένου ότι, εάν αυτοί επιθυμούσαν την εφαρμογή της περί γάμου νομοθεσίας, θα είχαν συνάψει γάμο.
Με τη διάταξη του άρθρου 33 α.ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», ορίστηκαν ρητά τα μέλη της οικογενείας του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου ΙΚΑ, επί των οποίων επεκτείνεται η ασφαλιστική προστασία και κάλυψη υπό την προϋπόθεση ότι συμβιώνουν μαζί του και η συντήρησή τους βαρύνει αυτόν. Τα προστατευόμενα μέλη είναι: α) η σύζυγος ή ο σύζυγος, β) τα άγαμα τέκνα, φυσικά και υιοθετηθέντα, νόμιμα και νομιμοποιηθέντα ή αναγνωρισθέντα, καθώς και οι πρόγονοι, γ) οι φυσικοί και θετοί γονείς, δ) οι ορφανοί έγγονοι και αδελφοί. […] Τα προστατευόμενα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου είναι αυτά που ρητά αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη και δεν είναι δυνατή η παροχή ασφαλιστικής προστασίας σε άλλα μη κατονομαζόμενα πρόσωπα και ως εκ τούτου, ούτε στους δυνάμει συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης συντρόφους. Πρόκειται βεβαίως για περιορισμό της προστασίας της εν ευρεία εννοία οικογενείας, η οποία όμως κατά το χρόνο ψηφίσεως του νόμου περί ΙΚΑ (1951) ήταν απολύτως δικαιολογημένη εν όψει των κοινωνικών συνθηκών και ηθών της εποχής. Ο νομοθετικός αυτός περιορισμός εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα, παρά την εξέλιξη των ηθών, με αποτέλεσμα η οικογένεια που αναγνωρίζεται και προστατεύεται από την κοινωνική ασφάλιση να ταυτίζεται με την οικογένεια που ιδρύεται με το γάμο».
Έμη Ζαΐμη
info@efotopoulou.gr