Δεδικασμένο επί αρνητικής και θετικής αναγνωριστικής αγωγής
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης για το δικαίωμα που κρίθηκε, για τη δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του, το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο[1].
Επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και θετικής αναγνωριστικής αγωγής υπάρχει ταυτότητα αντικειμένου που ενεργοποιεί την (αρνητική) λειτουργία του δεδικασμένου, αφού αν γίνει δεκτή η αρνητική αναγνωριστική αγωγή, παράγεται δεδικασμένο περί της ανυπαρξίας της έννομης σχέσεως που κρίθηκε τελεσίδικα, αν απορριφθεί παράγεται δεδικασμένο για την ύπαρξη αυτής (Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, β΄έκδ., σ. 186, 360 -361, 463 – 464, 468). Εφόσον δε, ο ενάγων στην αρνητική αναγνωριστική αγωγή ζήτησε την εν γένει βεβαίωση της ανυπαρξίας δικαιώματος σε σχέση με ορισμένο λόγο ανυπαρξίας αυτού, γεννάται δεδικασμένο, το οποίο και αναπτύσει την προεκτεθείσα (αρνητική) λειτουργία του για την ανυπαρξία του δικαιώματος ή την ύπαρξη αυτού, ανάλογα με το εάν η αρνητική αναγνωριστική αγωγή έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε αντίστοιχα, σε αναφορά όμως με τα κριθέντα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον λόγο ανυπαρξίας του δικαιώματος (Μητσόπουλος, Η αναγνωριστική αγωγή, 1947, σ. 181 – 182, Καστανίδης, Αρνητική αναγνωριστική αγωγή κατά το ελληνικό και ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο, 2019, σ. 329 – 331)[2].
Όταν η αγωγή στηρίζεται σε καθολική άρνηση, αντιμάχεται τη συνδρομή κάθε δικαιοπαραγωγικού κανόνα. Αντίστοιχα, το πόρισμα του δικανικού συλλογισμού περί ανυπαρξίας της επίδικης έννομης συνέπειας, αντανακλώντας τον αγώγιμο συλλογισμό, έχει ως θεμέλιο (ιστορική και νομική αιτία κατ’ άρθρο 324 ΚΠολΔ) την απόκρουση όλων των παραγωγικών λόγω της επίδικης έννομης συνέπειας, αδιαφόρως των όσων επικλέσθηκε ο εναγόμενος. Ορθώνεται έτσι το φράγμα του δεδικασμένου, αν ο ηττηθείς εναγόμενος επανέλθει με νέα αγωγή, στην οποία προβάλλει παραγωγικά του δικαιώματος του περιστατικά, που υφίσταντο κατά την προηγούμενη δίκη έως το τελευταίο χρονικό σημείο παραδεκτής προβολής ισχυρισμών και αμέλησε να προβάλει με τις προτάσεις του. Ο αποκλεισμός αυτός του εναγομένου από τους μη προταθέντες παραγωγικούς λόγους (ΚΠολΔ 330) υπαγορεύεται από τον σκοπό διασφάλισης της ακεραιότητας της κρίσης ως προς την ανυπαρξία του δικαιώματος, εν όψει της καθολικής άρνησης και της εντεύθεν ευρείας οριοθέτησης του αντικειμένου της δίκης. Αντίθετα, αν ο ενάγων είχε εντοπίσει την άρνηση σε ορισμένο δικαιοπρακτικό λόγο (ειδική άρνηση), αυτός αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής. Συνεπώς, η απόφαση που δέχεται την αγωγή ελκύει δεδικασμένο για την ανυπαρξία του δικαιώματος μόνο σε αναφορά προς τον κριθέντα δικαιοπαραγωγικό λόγο (π.χ. δάνεια, χρησικτησία κ.λπ.), που αποτελεί την κριθείσα ιστορική και νομική αιτία[3].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. 103/2023 ΕΦ ΠΕΙΡ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
[2] Βλ. 1024/2021 ΠΠΡ ΠΕΙΡ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
[3] Βλ. Αθανάσιος Θ. Καστανίδης, Αρνητική Αναγνωριστική Αγωγή κατά το ελληνικό και το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα 2019, σελ. 321-322