Δεν αποτελεί υποχρέωση του πολιτικού δικαστηρίου η αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ έως την αμετάκλητη περάτωση της συναφούς ποινικής διαδικασίας, αλλά δυνητική ευχέρεια.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει την διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως, ωσότου περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία. Από την ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι για να διατάξει το Δικαστήριο την προδιαληφθείσα αναβολή, η οποία είναι δυνητική, πρέπει η ποινική αγωγή να είναι εκκρεμής ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου και να ασκεί επιρροή στη διάγνωση της διαφοράς. Εκκρεμής θεωρείται η ποινική διαδικασία εφόσον έχει εισαχθεί πραγματικά, δηλαδή ασκήθηκε ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κύρια ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο έκδοσης της αναβλητικής υπόθεσης. Επηρεασμός στη διάγνωση της αστικής δικαιολογητικής σχέσης απαιτείται υπό την έννοια ότι πραγματικά περιστατικά που πιθανόν συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξης που τελέστηκε μπορεί να ασκούν επιρροή όσον αφορά τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά [1].
Η αναβολή αυτή χορηγείται, όταν είναι απαραίτητη για τη διαλεύκανση της υποθέσεως και το σχηματισμό ασφαλούς δικαστικής κρίσεως. Και είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση ούτε δημιουργεί, ούτε είναι δυνατόν, να δημιουργεί δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παραλλήλως, αφενός μεν, την ποινική αξίωση της Πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε, την εναντίον του αστική αξίωση. Κατά τις διατάξεις, όμως, του ΚΠολ.Δ., ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει, κατά συνείδηση, την αξία της ποινικής αποφάσεως. Εναπόκειται, λοιπόν, στην έμφρονα κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία για την βασιμότητα της εκκρεμούς αγωγής [2].
Η διάταξη του άρθρου 250 ΚΠολΔ, είναι δικονομικού δικαίου, δεδομένου ότι με αυτή προσδιορίζεται η διαδικασία που ακολουθείται από το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση στην περίπτωση που υπάρχει εκκρεμής ποινική αγωγή η οποία επηρεάζει την ερευνώμενη αστική υπόθεση και παρέχεται σ’ αυτό η δυνητική ευχέρεια, και όχι υποχρέωση, αναβολής της συζήτησης, χωρίς να έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφασή του επί του σχετικού αιτήματος.
Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου να κρίνει αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία για την βασιμότητα της εκκρεμούς αγωγής [3].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] ίδετε σχετικά: ΑΠ 58/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1504/2010, ΕΦΑΔ 2010/1356, Εφθεσ 52/2009, Αρμ 2009/718, ΕφΑθ 3177/2006, ΕλλΔ/νη 2007/1508, ΕφΑθ 3221/2006, ΕλλΔ/νη 2009/274.
[2] ίδετε σχετικά: ΑΠ 537/2012 ΝοΒ 2012.2.359, AΠ 522/2012, ΑΠ 58/2011, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ2011.1022, ΕφΛαρ 320/2011.
[3] ίδετε σχετικά ΕφΠατρ 48/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ