Ευθύνη και υποχρεώσεις του ψυχιάτρου κατά την παροχή ψυχιατρικών υπηρεσιών
Ο ψυχίατρος αποτελεί έναν ιατρό, ειδικευμένο στις ψυχικές διαταραχές και ασθένειες. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «ψυχική ασθένεια – διαταραχή» αναφέρεται σε οποιαδήποτε ασθένεια, πάθηση ή συμπεριφορική διαταραχή, οποιασδήποτε αιτιολογίας, της οποίας η διάγνωση και θεραπεία εμπίπτει, σύμφωνα με τις συστηματοποιημένες γνώσεις, απόψεις και πορίσματα της σύγχρονης ψυχιατρικής, στην αρμοδιότητα του ειδικευμένου ψυχιάτρου (απολύτως ενδεικτικά ως ψυχικές ασθένειες αναφέρονται οι ψυχωσικές διαταραχές, π.χ. σχιζοφρενικές, παραληρητικές κτλ., οι βαριές διαταραχές προσωπικότητας, π.χ. σχιζοτυπικές, σχιζοειδείς, ιδεοψυχαναγκαστικές κτλ., οι βαριές νευρωσικές διαταραχές (αγχώδεις, καταθλιπτικές, φοβικές κτλ.), διαταραχές από κατάχρηση ουσιών κ.α.
Υπό την έννοια αυτή, ο ψυχίατρος είναι εξ ορισμού επιφορτισμένος με τη διάγνωση μίας ψυχικής νόσου και τη θεραπευτική της αντιμετώπιση, η οποία κατά κύριο λόγο επιχειρείται με ειδική φαρμακευτική αγωγή, αλλά και με εγκαθίδρυση μίας μακροχρόνιας στενής θεραπευτικής σχέσης γιατρού και ασθενούς, η οποία αποτελεί συχνά και αναγκαία προϋπόθεση της επιτυχούς φαρμακευτικής ανάσχεσης ή θεραπείας των εν λόγω ασθενειών (βλ. μελέτη Ι. Ηλία, «Διερεύνηση της ποινικής ευθύνης του ψυχιάτρου για την αυτοκτονία του ασθενούς του: Εγκληματολογική και Δογματική Προσέγγιση μίας ειδικής περίπτωσης ιατρικής ευθύνης», σελ. 347, δημοσιευμένη σε “Ψυχιατρική και Δίκαιο IV”, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2009).
Κατ’ αρχάς, πριν προβούμε στην ανάλυση των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, ο Α.Ν. 1565/1939 «Περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» ορίζει στο άρθρο 13 ότι «Ο ιατρός οφείλει να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρέπειας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικό επάγγελμα …», ενώ στο άρθρο 24 ορίζεται ότι «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρική αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσας πείρας, τηρών τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών …». Τα εν λόγω άρθρα καθιερώνουν για κάθε λειτουργό της ιατρικής επιστήμης την υποχρέωση να ασκεί το επάγγελμά του με ευσυνειδησία, να διαφυλάσσει την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος και την εμπιστοσύνη των άλλων προς αυτό, και τέλος να παρέχει στους ασθενείς ιατρικές φροντίδες τηρώντας τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, τα διδάγματα της κτηθείσης ελευθερίας και τις ισχύουσες διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών ανθρώπων (βλ. μελέτη Δ. Εμμανουηλίδη/ Ι. Παπαγιάννη, «Αστική Ευθύνη από Παράνομες Ιατρικές Πράξεις ή Παραλείψεις Δημοσίων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων-σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 2463/98-Α’ Τμ., δημ. ΕΔΔΔ 2000, σελ. 502 επ.).
Ούτως, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται σε κάθε περίπτωση παροχής ιατρικών υπηρεσιών προς τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, καθώς και να επιδεικνύει επιμέλεια πέραν εκείνης που απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 330 του Αστικού Κώδικα στις συναλλαγές, ευθυνόμενος εάν ενήργησε κατά παράβαση των ανωτέρω κανόνων, ενώ ουδεμία ευθύνη υπέχει, εάν ενήργησε σύμφωνα με αυτούς (DE LEGE ARTIS) και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και τα στην διάθεση του μέσα, κάθε συνετός και επιμελής ιατρός. Ο Ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» αποτελεί το βασικό νομοθετικό ρυθμιστικό πλαίσιο των υποχρεώσεων του γιατρού κατά την τέλεση του λειτουργήματός του, διαθέτει δε και εξειδικευμένο κεφάλαιο (Κεφάλαιο Η’) με διατάξεις που αφορούν συγκεκριμένα τον ψυχίατρο. Ειδικότερα:
- Ο ψυχίατρος πρέπει να προσφέρει την καλύτερη δυνατή θεραπεία, σύμφωνα με τις γνώσεις του και να παρέχει τις φροντίδες του στο πλαίσιο του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές (άρθρο 28 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας).
- Το καθήκον του γιατρού και ειδικότερα του ψυχιάτρου για ενημέρωση του ασθενούς του αποτελεί αναμφίβολα νομική υποχρέωσή του, η οποία τυποποιείται ρητά, συνδέεται και απορρέει αυτοτελώς από το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να γνωρίζει επακριβώς την κατάσταση της υγείας του ή ως αναγκαίο προαπαιτούμενο στοιχείο, προκειμένου ο ασθενής να δώσει την συναίνεσή του για τη διενέργεια συγκεκριμένων ιατρικών επεμβάσεων ή θεραπειών (βλ. Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη, Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, 1993, Κανελοπούλου – Μπότη, Ιατρική ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και αγγλοσαξωνικό δίκαιο, 1999).
Στο άρθρο 11 «υποχρέωση ενημέρωσης» του Ν. 3418/2005, σύμφωνα με το οποίο «Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την κατάσταση της υγείας του …». Ειδικότερα δε, η σχετική νομική υποχρέωση του ψυχιάτρου τυποποιείται ρητά στο άρθρο 28 παρ. 5 του Ν. 3418/2005 με τίτλο «Φροντίδα ψυχικής υγείας», όπου αναφέρεται ότι «ο ψυχίατρος οφείλει να ενημερώνει τον άνθρωπο που πάσχει από ψυχικές διαταραχές για τη φύση της κατάστασής του, τις θεραπευτικές διαδικασίες, καθώς και τις τυχόν εναλλακτικές αυτών, όπως επίσης και την πιθανή έκβαση αυτών». Από τα ανωτέρω συνάγεται σαφώς ότι η ενημέρωση του ασθενούς από τον ψυχίατρο αποτελεί ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση, η δε μη ενημέρωση συνιστά παράλειψη, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι συνδέεται αιτιακά με το τελικά επελθόν αποτέλεσμα (αυτοκτονία). Έτσι, η μη ενημέρωση του ασθενούς για την σοβαρότητα της κατάστασής του ή για την επιτακτική ανάγκη να εισαχθεί ή να παραμείνει σε κλινική προκειμένου να αποκλειστεί η περίπτωση αυτοκτονίας του μπορεί να συνιστά παράλειψη.
- Η χορήγηση φαρμακευτικής αντιμετώπισης αποτελεί καθήκον – υποχρέωση του ιατρού – ψυχιάτρου, σύμφωνα με τους κοινά αποδεκτούς κανόνες και μεθόδους της ιατρικής επιστήμης. Στην παρ. 1 του άρθρου 28 του Ν. 3418/2005 «ο ψυχίατρος πρέπει να προσφέρει την καλύτερη δυνατή θεραπεία σύμφωνα με τις γνώσεις του και να παρέχει τις φροντίδες του μέσα στο πλαίσιο του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές». Έτσι, στην περίπτωση που ο ψυχίατρος διαγνώσει μία ψυχική ασθένεια-διαταραχή, για την οποία οι κοινώς παραδεκτοί κανόνες της ψυχιατρικής, αλλά και η συνήθης ψυχιατρική πρακτική, επιβάλλουν μετά βεβαιότητας και άνευ ουδεμίας αμφιβολίας, ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται με άμεση χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής και κλινική παρακολούθηση, τότε η μη χορήγησή της αποτελεί αντικειμενικό σφάλμα του ψυχιάτρου, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αυτοκτονία του ασθενούς του (βλ. ανωτ. μελέτη, Ι. Ηλία, ό.π.).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr