Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Η αποδοχή της αγωγής και η διαφορά της από την ομολογία

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 298 του ΚΠολΔ, ο εναγόμενος μπορεί να αποδεχθεί την αγωγή, αναγνωρίζοντας εν όλω ή εν μέρει το δικαίωμα που έχει ασκηθεί μ’ αυτήν, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Η αποδοχή, το αντίθετο της παραίτησης, της οποίας η αφετηρία βρίσκεται την αρχή της οικονομίας της δίκης, με σκοπό το σύντομο τερματισμό μιας διαφοράς, για την οποία υπάρχει σύμπτωση βουλήσεων των διαδίκων των μερών, είναι η μονομερής εκείνη διαδικαστική πράξη που προέρχεται από τον εναγόμενο ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του ή τον ειδικό πληρεξούσιό του και απευθύνεται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου γίνεται και με την οποία αναγνωρίζεται και ισχυροποιείται πράξη του αντιδίκου του αποδεχόμενου, δηλαδή το συμπέρασμα του δικονομικού συλλογισμού ( η υπό διάγνωση έννομη συνέπεια ) το οποίο ταυτίζεται με το αίτημα της αγωγής (ΜΠρΑθ 1525/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γι’ αυτό επιφέρει το αποτέλεσμά της και αν ακόμη η αγωγή είναι αόριστη ή νομικά αβάσιμη, αν υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, όχι όμως και όταν είναι απαράδεκτη (βλ ΠΠρΑθ 5958/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 573/2001 Δνη 42, 747, ΕΑ 8232/2000 Δνη 42, 1356, ΕΑ 1716/88 ΝοΒ 36, 576, ΕΑ 2976/86 Δ 18, 324, ΕΑ 1467 / 86 Δνη 27, 657). Λόγω του δικονομικού της χαρακτήρα δεν έχουν ευθεία ή ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις περί ελαττωμάτων της βουλήσεως (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, σελ. 597, ΕφΠειρ 830/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υποστηρίζεται όμως και η αντίθετη γνώμη στη θεωρία (Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Β΄, σελ. 365).

Κατά τη ρητή διατύπωση του παραπάνω άρθρου, η επέλευση των αποτελεσμάτων της αποδοχής εξαρτάται από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου. Ο όρος αυτός έχει την έννοια ότι ο εναγόμενος έχει την εξουσία διαθέσεως του επιδίκου αντικειμένου της δίκης, ενώ ως προς το επιτρεπτό της αποδοχής στα ασφαλιστικά μέτρα υποστηρίζονται στη θεωρία και οι δύο απόψεις (Χαρούλα Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, σελ. 824). Έτσι, στις περιπτώσεις των διαφορών των οποίων το αντικείμενο εκφεύγει από την εξουσία διαθέσεως του αποδεχόμενου διαδίκου, λ.χ. στις γαμικές διαφορές ή στις διαφορές που αφορούν στη γονική μέριμνα κ.λπ. δε χωρεί αποδοχή της αγωγής, και αν αυτή γίνει δεν παράγει έννομες συνέπειες (Χαρούλα Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, σελ. 824, ΕφΑθ 3743/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ΚΠολΔ, η αποδοχή της αγωγής μπορεί να γίνει και από δικαστικό πληρεξούσιο του εναγομένου, εφόσον όμως αυτός, έχει ειδική πληρεξουσιότητα (βλ. ΕΑ 573 /2001 Δνη 42, 747). Η έλλειψη ειδικής πληρεξουσιότητας μπορεί να θεραπευθεί αναδρομικά με τη ρητή ή σιωπηρή έγκριση του διαδίκου (Χαρούλα Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, σελ. 825).

Όπως έκρινε η απόφαση ΠΠρΑθ 1064/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με το άρθρο 98 του ΚΠολΔ, η αποδοχή της αγωγής μπορεί να γίνει και από δικαστικό πληρεξούσιο του εναγομένου, εφόσον όμως αυτός έχει ειδική πληρεξουσιότητα (ΑΠ 185/1973 ΝοΒ 21.929), ενώ από τις διατάξεις των άρθρων 91 & 1, 97 && 1, 2, 98, 104, 105, 152 & 2 και 159 και 160 && 1, 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην περίπτωση νομότυπου διορισμού δικαστικού πληρεξουσίου, εφοδιασμένου με έγγραφο ειδικής πληρεξουσιότητας, αν αυτός αναθέσει προφορικά την εκπροσώπηση του πελάτη του σε δίκη επί αγωγής του σε άλλον συνάδελφο του, ως υποκατάστατος αυτού (μεταπληρεξούσιο), προκειμένου ο τελευταίος να προβεί σε αποδοχή της αγωγής, η υπό του τελευταίου αποδοχή είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον φερόμενο ως εκπροσωπηθέντα ενάγοντα, ο οποίος μπορεί να προτείνει την ακυρότητα μιας τέτοιας αποδοχής γενομένης από μεταπληρεξούσιο, που διορίσθηκε χωρίς την τήρηση του οριζόμενου στο άρθρο 96 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ συστατικού τύπου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, δεδομένου ότι μια τέτοια άκυρη πράξη του ακύρως διορισθέντος μεταπληρεξουσίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη του ενάγοντα, την δε ύπαρξη μη νομότυπης πληρεξουσιότητας την εξετάζει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο (πρβλ. ΟλΑΠ 964/1982 NoΒ. 1983, σελ. 991, ΑΠ 1248/1981 ΝοΒ 1982, σελ. 808).

Η αποδοχή της αγωγής κατά το άρθρο 298 ΚΠολΔ δεν επιφέρει αυτοδίκαια κατάργηση της δίκης, αλλά όπως ρητά προβλέπεται στο εδ. γ’ του παραπάνω άρθρου, αν γίνει αποδοχή, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση σύμφωνα με αυτήν. Αν προβεί σε αποδοχή απλός ομόδικος, η αποδοχή του αυτή θα αναπτύσσει αποτελέσματα στη δική του δίκη και μόνο, ενώ στην αναγκαία ομοδικία για να αναπτύξει αποτελέσματα η αποδοχή της αγωγής πρέπει να γίνει από όλους τους ομοδίκους (Χαρούλα Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, σελ. 826).

Αντίθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 ΚΠολΔ η ομολογία των διαδίκων γίνεται είτε προφορικά ή γραπτά ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου ή του εντεταλμένου δικαστή (δικαστική ομολογία) και αποτελεί πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος. Είναι δε ομολογία η παραδοχή ενός κρίσιμου υπό την έννοια του άρθρου 335 ΚΠολΔ γεγονότος, η οποία γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος επικλήσεως, και αποδείξεώς του (ΠΠρΑθ 1064/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η ομολογία με την ως άνω έννοια της παραδοχής των βλαβερών για τον συνομολογούντα γεγονότων διαφέρει από την αποδοχή της αγωγής, κατ` άρθρο 298 ΚΠολΔ, η οποία είναι μονομερής δήλωση του εναγομένου ότι αναγνωρίζει το νομικό ισχυρισμό του ενάγοντα (τη διαγνωστέα έννομη συνέπεια) ως βάσιμο.

Έτσι η αποδοχή διαφέρει από την ομολογία, διότι με την τελευταία αναγνωρίζονται όλα τα πραγματικά γεγονότα της ιστορικής βάσης της αγωγής ως αληθινά, ενώ με την αποδοχή αναγνωρίζεται μόνο ότι ισχύει το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού στο οποίο αναφέρεται το αίτημα της αγωγής (βλ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 364, Μπέη, Πολ. Δικονομία, τεύχος 6, άρθρο 298, σελ. 1255. Εφ Αθ 1716/1988 ΝοΒ 36.576. ΕφΑΘ 2976/1986 Δ. 18.324, Εφ Αθ 1467/1986 ΕλλΔνη 27.657).

Με άλλα λόγια, η ομολογία ως αποδεικτικό μέσο αναφέρεται στην ιστορική βάση της αγωγής, δηλαδή στα θεμελιωτικά της αγωγής περιστατικά, τα οποία αναγνωρίζονται ως αληθή, ενώ η αποδοχή της αγωγής περιλαμβάνει όχι μόνο την ουσιαστική αλλά και τη νομική βασιμότητα της αγωγής και με αυτή αναγνωρίζεται ότι ισχύει πράγματι το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, στο οποίο αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, έστω και αν αυτός ο συλλογισμός είναι νόμω αβάσιμος (Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Β΄, σελ. 365). Στην ομολογία δηλαδή το δικαστήριο ερευνά τη νομιμότητα της αγωγής ή του μέσου άμυνας η επίθεσης, ενώ στην αποδοχή της αγωγής δεν την ερευνά, ενώ περαιτέρω η ομολογία, ως αποδεικτικό μέσο δεσμεύει μόνο τον διάδικο από τον οποίο έγινε και όχι άλλους διαδίκους (Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Β΄, σελ. 684).

Συμπερασματικά, η ομολογία διαφέρει από την αποδοχή ή αναγνώριση της αγωγής κατά τα ακόλουθα σημεία: α) ενώ η ομολογία αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, η αποδοχή της αγωγής αναφέρεται στις έννομες συνέπειες, των οποίων ζητείται η δικαστική διάγνωση, β) η δικαστική ομολογία απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος απόδειξης του γεγονότος που ομολογείται, ενώ η αποδοχή δεσμεύει το δικαστήριο να διαγνώσει ότι ισχύει η αναγνωριζόμενη έννομη συνέπεια, γ) η ομολογία αποτελεί αποδεικτικό μέσο, ενώ η αποδοχή της αγωγής τρόπο κατάργησης της δίκης, δ) για την εγκυρότητα της ομολογίας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο αρκεί η γενική πληρεξουσιότητα, ενώ για την εγκυρότητα της αποδοχής της αγωγής απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα (Χαρούλα Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος Ι, σελ. 983).

Κατερίνα Παναγιώτου, Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί