Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Η διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι απλώς διαγνωστικές ή θεραπευτικές, προϋποθέτει την έγκυρη συναίνεση του ασθενούς – Προϋποθέσεις έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς – Ποιες είναι οι νομικές συνέπειες αν λείπει μία τέτοια συναίνεση;

Κατά τις διατάξεις του άρθ. 5 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής – Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Βιοϊατρική, που υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 1997 στο Oviedo της Ισπανίας, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2619/1998, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνο εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσής του ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, μπορεί, δε, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεσή του αυτή.

Κατά το άρθρο, δε, 6 παρ. 2 και 4 της ίδιας συμβάσεως, στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με το νόμο, ο ανήλικος δεν διαθέτει την ικανότητα να συναινέσει σε επέμβαση, η επέμβαση επιτρέπεται μόνο κατόπιν εξουσιοδότησης του αντιπροσώπου του ή των αρχών ή του προσώπου ή σώματος που προβλέπεται από το Νόμο. Η γνώμη του ανηλίκου θα λαμβάνεται υπόψη σαν αυξανόμενος καθοριστικός παράγοντας σε αναλογία με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητάς του, ενώ στον αντιπρόσωπο, την αρχή, το πρόσωπο ή το σώμα που αναφέρονται ανωτέρω, θα παρέχεται, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, η ενημέρωση που αναφέρεται στο άρθρο 5.

Επιπλέον, κατά το άρθρο 8 της ίδιας ως άνω συμβάσεως, όταν λόγω του επείγοντος της κατάστασης δεν δύναται να ληφθεί η δέουσα συναίνεση, επιτρέπεται να εκτελείται άμεσα κάθε ιατρικώς αναγκαία επέμβαση προς όφελος της υγείας του ενδιαφερομένου ατόμου.

Περαιτέρω, ο ήδη ισχύων Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), επανέλαβε ουσιαστικά τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις της Σύμβασης του Οβιέδο και ρύθμισε διεξοδικότερα τα θέματα της συναίνεσης και της ενημέρωσης του ασθενούς, στα άρθρα 11 (για την ενημέρωση) και 12 (για τη συναίνεση), εκ των οποίων το τελευταίο (άρθρο) προβλέπει ειδικότερα τα εξής: «1. Ο Ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιοσδήποτε ιατρικής πράξης, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή. 2. Προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης του ασθενή είναι οι ακόλουθες: α) Να παρέχεται μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, β) Ο ασθενής να έχει ικανότητα για συναίνεση, αα) Αν ο ασθενής είναι ανήλικος, η συναίνεση δίδεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλειά του. Λαμβάνεται, όμως, υπόψη και η γνώμη του, εφόσον ο ανήλικος, κατά την κρίση του ιατρού, έχει την ηλικιακή, πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα να κατανοήσει την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης και τις συνέπειες ή τα αποτελέσματα ή τους κινδύνους της πράξης αυτής. Στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 11 απαιτείται πάντοτε η συναίνεση των προσώπων που ασκούν τη γονική μέριμνα του ανηλίκου, ββ) Αν ο ασθενής δεν διαθέτει ικανότητα συναίνεσης, η συναίνεση για την εκτέλεση ιατρικής πράξης δίδεται από τον δικαστικό συμπαραστάτη, εφόσον αυτός έχει ορισθεί. Αν δεν υπάρχει δικαστικός συμπαραστάτης, η συναίνεση δίδεται από τους οικείους του ασθενή. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός πρέπει να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την εκούσια συμμετοχή, σύμπραξη και συνεργασία του ασθενή, και ιδίως εκείνου του ασθενή που κατανοεί την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης, τους κινδύνους, τις συνέπειες και τα αποτελέσματα της πράξης αυτής, γ) Η συναίνεση να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη, δ) Η συναίνεση να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη και κατά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και κατά το χρόνο της εκτέλεσής της. 3. Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται συναίνεση: α) στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας, β) στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας, ή γ) αν οι γονείς ανήλικου ασθενή ή οι συγγενείς ασθενή, που δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συναινέσει ή άλλοι τρίτοι, που έχουν την εξουσία συναίνεσης για τον ασθενή, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή».

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, συνάγεται ότι η διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι απλώς διαγνωστικές ή θεραπευτικές, προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, που πρέπει να δίνεται εκ των προτέρων και αφού ο ασθενής έχει καταλλήλως ενημερωθεί ως προς το σκοπό και τη φύση της ιατρικής πράξης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται. Η ύπαρξη δηλαδή έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς προϋποθέτει την προηγούμενη πλήρη ενημέρωσή του κατά την παραπάνω έννοια από τον ιατρό που πρόκειται να ενεργήσει την ιατρική πράξη, αλλά και από αυτόν που διέγνωσε προηγουμένως την ανάγκη διενέργειας της ιατρικής πράξης και τη συνέστησε στον ασθενή, αφού και στις δυο περιπτώσεις είναι όμοιοι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται για τον ασθενή και οι οποίοι πρέπει να καλυφθούν με τη συναίνεσή του[1]. Έτσι, πέραν της υποχρέωσης του ιατρού προς αποφυγή αμιγώς ιατρογενών σφαλμάτων κατά την άσκηση οποιοσδήποτε φύσης ιατρικής πράξης, υφίσταται υποχρέωσή του να ενημερώσει τον ασθενή ως προς το είδος, τους κινδύνους και τις πιθανότητες επιτυχίας της θεραπείας που επιλέγει, προκειμένου ο ασθενής, ενημερωμένος πλέον, να καταλήξει σε έγκυρη συναίνεση ως προς τη διενέργεια της ιατρικής πράξης.

Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η ενημέρωση του ασθενούς από τον ιατρό σχετικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των θεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών, συνιστά δικαίωμα του ασθενούς και αντίστοιχα υποχρέωση του Ιατρού, ώστε να μπορεί (ενν. ο ασθενής) να λαμβάνει ελεύθερα τις αποφάσεις του για την υποβολή του ή μη στις μεθόδους και πρακτικές αυτές. Παραβίαση του δικαιώματος αυτού, ήτοι ιατρική επέμβαση που γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς ή καθ’ υπέρβαση της συναινέσεώς του ή ύστερα από ανεπαρκή ενημέρωσή του αναφορικά με τη φύση, το σκοπό και τους ενδεχόμενους κινδύνους, συνιστά, πέραν της παραβίασης της συμβατικής σχέσης (σύμβασης ιατρικής αγωγής), παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ασθενούς, υπό την ειδική έκφανση του αυτοκαθορισμού και της βουλητικής αυτονομίας του[2].

Συνακόλουθα, μία τέτοια παραβίαση παρέχει στον ασθενή αξίωση αποκατάστασης της ζημίας από κάθε βλάβη στο σώμα και στην υγεία του, που συνδέεται με την αυθαίρετη ιατρική πράξη, χωρίς να έχει νομική σημασία το γεγονός ότι η πράξη αυτή εκτελέσθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής (lege artis), καθόσον η παρανομία της πράξης έγκειται στην έλλειψη της συναίνεσης και όχι στην ύπαρξη ιατρικού σφάλματος. Η ως άνω αξίωση του ασθενούς προϋποθέτει, ωστόσο, την προβολή και απόδειξη εκ μέρους του του ισχυρισμού ότι, αν είχε ενημερωθεί επαρκώς, δεν θα είχε υποβληθεί στην ιατρική πράξη, που επέφερε τη ζημία[3].

Οι σχετικές ζημίες καταρχήν καλύπτονται τόσο από την προϋπόθεση της ύπαρξης πρόσφορης αιτίας, όσο και από τον προστατευτικό σκοπό των κανόνων δικαίου που ιδρύουν την ευθύνη. Οι διατάξεις που επιβάλλουν τη συναίνεση και την ενημέρωση του ασθενούς αποσκοπούν να προστατεύσουν τον ασθενή όχι μόνο από την προσβολή της προσωπικότητάς του, στην ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας του να αποφασίζει σχετικά με το σώμα και την υγεία του, αλλά και από τους ίδιους τους κινδύνους για την υγεία του, όταν αυτοί «ενεργοποιούνται» κατά παράβαση ή παράκαμψη της βούλησής του. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ο παράνομος χαρακτήρας μιας ιατρικής πράξης που έχει θεραπευτικό σκοπό προκύπτει, είτε όταν διαπιστώνεται κάποιο ιατρικό σφάλμα κατά τη διενέργειά της, είτε όταν αυτή διενεργείται χωρίς την έγκυρη συναίνεση του ασθενούς και μάλιστα ανεξάρτητα από την επιτυχή έκβασή της[4].

 

Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

[1] βλ. ΑΠ 424/2012, ΠΠρΑθ 260/2014 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[2] βλ. Κ. Φουντεδάκη, Αστική Ιατρική Ευθύνη, σελ. 200 επ., Α. Γεωργιάδη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2007, σελ. 196

[3] βλ. ΕφΘεσ 1954/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2012, Κ. Φουντεδάκη, ο.π. σελ. 230 επ., την ίδια, Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια, Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 17 επόμ.

[4] βλ. ΜΠρΘεσσ 537/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Σακελλαροπούλου, Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η σημασία της συναίνεσης του ασθενούς, έκδ. 2007, σ. 45

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί