Καθ’ ύλην αρμοδιότητα αγωγής ακύρωσης συμβολαίου
Από τη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.
Έννομο συμφέρον υπάρχει όταν η ζητούμενη έννομη προστασία με τη μορφή της αναγνωριστικής αποφάσεως, με την οποία αίρεται η υπάρχουσα νομική αβεβαιότητα, αποτελεί μέσο πρόσφορο για την ανατροπή του προκαλούμενου από την αβεβαιότητα αυτή κινδύνου στα συμφέροντα του ενάγοντος, αναγνωριζομένης της υπάρξεως ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 919/1975 ΝοΒ 24. 225, ΕφΑθ 12034/1990, ΕλλΔνη 1993. 1621).
Από την προαναφερομένη διάταξη, σε συνδυασμό προς εκείνες των αρθ. 68 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικογράφου της αναγνωριστικής αγωγής και συνεπώς έχει το βάρος να επικαλεστεί και σε περίπτωση αμφισβητήσεως ν’ αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντός του προς άσκηση της αγωγής αυτής. Ειδικότερα, στην αναγνωριστική κυριότητας αγωγή η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος συνίσταται στην προσβολή από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντος, είτε με αποβολή του και κατάληψη του επιδίκου, είτε με άλλη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας που έπρεπε να γίνει είτε και με απλή αμφισβήτηση, εφόσον με αυτή δημιουργείται για το δικαίωμα σύγχυση και αμφιβολία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ που ορίζει ότι «αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο, εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος, δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα του, να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον», προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή δίνεται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στην νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος. Κάθε πράξη που αποτελεί διατάραξη της νομής είναι συγχρόνως και διατάραξη της κυριότητας, δηλαδή αποτελεί επέμβαση στην κυριότητα, η οποία δικαιολογεί την έγερση της αρνητικής αγωγής, με αίτημα την άρση της προσβολής (εκτελούμενη κατά τον τρόπο που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 945-946 ΚΠολΔ) ή την παράλειψη της προσβολής (διατάραξης) στο μέλλον (εκτελούμενη κατά τον τρόπο που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ) ή και τα δύο μαζί (ΑΠ 49/1998 ΕλλΔνη 39.1271, ΕφΔωδ. 306/2004 δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 645/2002 ΕλλΔνη 43. 775, ΕφΑΘ 951/1995 ΕλλΔνη 37. 1611, ΕφΑΘ 3690/1985 ΕλλΔνη 26.1173 – βλ. Απ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο τομ. Ι, η αρνητική αγωγή παρ. 62 αρ.6,7,8,12,16,19). Περαιτέρω, κατά την γνώμη την οποία το Δικαστήριο κρίνει ως πιο ορθή, αρμόδιο καθ’ ύλη Δικαστήριο για εκδίκαση της αρνητικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο αφού το αντικείμενο της εν λόγω αγωγής δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης (ΕφΔωδ. 306/2004 ό.π., ΕφΑΘ 1530/1989 Αρμ 1989. 1123, ΕφΑΘ 3690/1985 ό.π., ΕφΑΘ. 866/1980 ΝοΒ 28.854 – βλ. σχετ. Απ. Γεωργιάδη ό.π. αρ. 26, Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, εκδ. 1989, παρ. 155 αρ. 2, Γεωργιάδη – Σταθόπουλο Εμπρ. Δικ. υπό το άρθρο 1108 αριθ. 28, σελ. 623). Με την αρνητική αγωγή μπορεί να ενωθεί η αναγνωριστική αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της κυριότητας του ενάγοντος, καθώς και η αρνητική αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση ότι δεν έχει δικαίωμα ο εναγόμενος (ΕφΑΘ 7997/1999 ΕλλΔνη 2001. 450, ΕφΑΘ 1530/1989 και 3690/1985 ό.π., Κ. Παπαδόπουλο ό.π., παρ. 155 αρ. 4). Παραπέρα, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και μπορεί να κρατηθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης και προηγείται από την έρευνα οποιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ένστασης, όπως από την έρευνα της νομιμότητας της αγωγής (ΑΠ 934/2004 ΕλλΔνη 46.1663, ΑΠ 879/1990 ΕλλΔνη 32.984).
Σχετικά έχει κριθεί στην υπ’ αριθμ. 60/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ότι «Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα το Δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να δικάσει την προκείμενη διαφορά (άρθρα 14 § 2 και 29 ΚΠολΔ), αναφορικά με την πρώτη σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή (βλ. Παπαδόπουλο, ό.π. σελ. 346, σημείωση 2), όχι όμως και για τη δεύτερη σωρευόμενη αγωγή, δηλαδή αυτήν της ακυρώσεως του προρρηθέντος συμβολαίου γονικής παροχής και του συμβολαίου αγοραπωλησίας. Τούτο δε ισχύει, διότι αυτή η αγωγή υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, μη επιδεχόμενη χρηματικής αποτίμησης (άρθρο 18 ΚΠολΔ)».
Επομένως οι αγωγές για αναγνώριση ακυρότητας συμβολαίου γονικής παροχής και αγοραπωλησίας υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ως μη επιδεχόμενες χρηματικής αποτίμησης.
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr