Καθορισμός της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στην περίπτωση της απλής ομοδικίας
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 εδάφ. α΄ και δ΄ ΚΠολΔ, για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής, ενώ σε περίπτωση ομοδικίας, αν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο και αν oι απαιτήσεις υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα διαφόρων Δικαστηρίων, αρμόδιο είναι το ανώτερο από αυτά.
Σύμφωνα με την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, επί απλής ομοδικίας, για τον καθορισμό της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, λαμβάνεται υπόψη το ζητούμενο από καθένα των εναγόντων, επί ενεργητικής ομοδικίας, ή από καθένα των εναγομένων, επί παθητικής ομοδικίας και όχι το άθροισμα αυτών, αδιαφόρως αν η από τους περισσότερους ενάγοντες ή κατά των περισσοτέρων εναγομένων απαίτηση πηγάζει από την ίδια ιστορική ή νομική αιτία, εκτός εάν ενάγονται ή ενάγουν εις ολοκλήρον ή το αντικείμενο της ενοχής είναι αδιαίρετο[1].
Τέτοια, δε, περίπτωση διαιρετού δικαιώματος, κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη το ποσό που ζητεί ο κάθε ενάγων επί ενεργητικής ομοδικίας ή αυτό που ζητείται από κάθε εναγόμενο, επί παθητικής ομοδικίας, συνιστά εκτός από την αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης[2].
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο ελέγχει αυτεπάγγελτα την καθ’ ύλην αρμοδιότητά Του και αν διαπιστώσει ότι δεν είναι αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Συναφώς, στη διάταξη του άρθρου 47 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ ορίζεται ότι απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου. Κατά την αληθινή έννοια, ωστόσο, της τελευταίας διάταξης, αυτή λειτουργεί μόνο «ex ρost», οπότε σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα της υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς, να παραβεί τις διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν την αρμοδιότητά του και να επιληφθεί υποθέσεων αρμοδιότητας κατώτερου Δικαστηρίου[3].
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] βλ. ΑΠ 932/2004 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 28/2015 ΤΝΠ- ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 20/2012 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 533/2016 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, έκδοση 2000, άρθρο 9, αριθμ. 6, σελ. 40-41, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, έκδ. 2003, σελ. 160-161.
[2] βλ. ΕφΑθ 3886/2007 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 6674/2010 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑιγίου 91/2009 ΤΝΠ- ΝΟΜΟΣ, Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, έκδοση 2000, άρθρο 9, αριθμ. 39, σελ. 161.
[3] βλ. ΜΠρΠατρ 282/2022 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Νίκα, σε Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα, ΚΠολΔ, τόμος 1, έκδοση 2000, άρθρο 47 αριθμ. 2, σελ. 111.