Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής: Πότε η προφορική συζήτηση της υπόθεσης αποτελεί πρώτη συζήτηση της ουσίας
Κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ “το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, πλην άλλων, και η θεμελιακή δικονομική αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με την οποία η ένδικη προστασία παρέχεται μόνο ύστερα από αίτηση των διαδίκων και μόνο κατά την έκταση που αυτή ζητείται. Το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μίας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε, παρά ταύτα, προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή.
Έλλειψη αίτησης υπάρχει και όταν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, διότι η παραίτηση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, έχει ως αποτέλεσμα η αγωγή να θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, αφού η παραίτηση επιφέρει την κατάργηση της δίκης και την αποξένωση του δικαστηρίου από κάθε εξουσία επ` αυτής, ενώ αίρονται αναδρομικά οι δικονομικές και οι περισσότερες από τις ουσιαστικές συνέπειες της άσκησής της (ΑΠ 781/2020, 453/2007, ΑΠ 1348/2006). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 297 ΚΠολΔ,”η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 ΚΠολΔ γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις”. Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από τον διάδικο ή τον δικαστικό του πληρεξούσιο, για την πιστοποίηση της διαδικαστικής πράξης παραίτησης, δηλαδή ακόμη και η εξώδικη δήλωση, η οποία, κατ` άρθρο 118 ΚΠολΔ, επιδίδεται από τον δηλούντα διάδικο στον αντίδικό του (ΑΠ 834/2005).
Η παραίτηση αυτή συνιστά ανάκληση της συγκεκριμένης αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας, που ενυπάρχει στην εν λόγω αγωγή και έχει την έννοια παραίτησης από τη δημοσίου χαρακτήρα αξίωση του ενάγοντα έναντι της πολιτείας προς έκδοση απόφασης στη συγκεκριμένη δίκη, που άρχισε με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 781/2020, 138/2014).
Το άρθρο δε, 294 ΚΠολΔ, προβλέπει: “Ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης”. Ως συζήτηση νοείται η καθοριζόμενη από το άρθρο 281 ΚΠολΔ, κατά το οποίο “συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της”. Αυτονόητη προϋπόθεση όμως έναρξης της συζήτησης, υπό την έννοια και των δύο παραπάνω διατάξεων, αποτελεί η συζήτηση να λαμβάνει χώρα ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου και να είναι αυτή παραδεκτή. Έτσι δεν αποτελεί, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, πρώτη συζήτηση εκείνη που έλαβε χώρα ενώπιον αναρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 83/2015) ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, κατά διαδικασία διαφορετική από την προβλεπόμενη κατά τον ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο δεν κρατεί την υπόθεση για να τη δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία (εάν είναι εφικτό), ή εκείνη που ήταν απαράδεκτη (ΑΠ 1611/1999, πρβλ ΟλΑΠ 1235/1982), όπως διαγιγνώσκεται από το δικαστήριο, που αποφαίνεται με την απόφασή του, μετά όσα έλαβαν χώρα στο ακροατήριο (ακόμη και μετά από προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών των διαδίκων, εξέταση μαρτύρων κλπ), ότι δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό να προχωρήσει σε ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, οπότε αυτό είτε παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής δικαστήριο ή και στο ίδιο δικαστήριο, προκειμένου να εκδικασθεί αυτή κατά διαφορετική διαδικασία, είτε κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση για οποιονδήποτε λόγο αναγόμενο στο παραδεκτό της αντιστοίχως. Μετά από την έκδοση απόφασης με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο καταλείπεται επομένως περιθώριο παραδεκτής και ισχυρής παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής κατά τους όρους και διατυπώσεις των άρθρων 294 εδ. α` και 297 ΚΠολΔ πριν ή όταν η διαφορά επανέλθει, με κλήση του ενδιαφερομένου διαδίκου, προς παραδεκτή συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ή κατά την προσήκουσα διαδικασία σύμφωνα με τις ως άνω διακρίσεις, χωρίς να απαιτείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις συναίνεση του αντιδίκου του ενάγοντος, αφού αυτή η επακολουθούσα συζήτηση είναι η πρώτη [1].
Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης εκείνη, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη για τυπικούς λόγους ή εκείνη για την οποία εκδόθηκε απόφαση η οποία αναβάλλει ή αναστέλλει την πρόοδο της δίκης ή τάσσει προθεσμία προς συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων (67 παρ. 1) ή διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης (254), αφού οι περιπτώσεις αυτές ανάγονται στο στάδιο πριν από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης[2].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
email: info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. υπ’ αριθμόν 337/2021 απόφαση Αρείου Πάγου, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
[2]Βλ. Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τόμος Β’, Αθήνα 1994, άρθρο 294, σελ. 338