Τι συμβαίνει σε περίπτωση που η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο ματαιωθεί; Πότε η κληρονομία παραμένει στον κληρονόμο και πότε προσαυξάνει τις μερίδες των υπολοίπων καταπιστευματοδόχων;
Με τον θεσμό του κληρονομικού (καθολικού) καταπιστεύματος, ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει μετά από ορισμένο γεγονός (π.χ. θάνατος του κληρονόμου) την κληρονομία, ή μέρος αυτής, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο καλείται καταπιστευματοδόχος (ΑΚ 1923). Ο καταπιστευματοδόχος είναι δεύτερος κληρονόμος του διαθέτη (ή μετα-κληρονόμος), από δε το χρονικό σημείο που θα του επαχθεί η κληρονομία, γίνεται καθολικός κληρονόμος του κληρονομουμένου, αφού όμως αποκτήσει προηγουμένως την κληρονομία ο βεβαρημένος με καταπίστευμα κληρονόμος.
Η σύσταση του καταπιστεύματος μπορεί να γίνει μόνο με τη βούληση του διαθέτη, η οποία μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικά, χωρίς να απαιτείται πανηγυρικός τύπος (χρήση της λέξης «καταπίστευμα»). Η εξακρίβωση της βούλησης του διαθέτη να συστήσει καταπίστευμα αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης, κατά την οποία αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΚ 173), προϋπόθεση όμως για την ερμηνεία αυτή, είναι να υφίσταται βούληση του διαθέτη, που τείνει στη σύσταση καταπιστεύματος (ΑΠ 103/2010, ΧρΙΔ 2010.696, ΑΠ 1419/2010, ΕλλΔνη 2011.478, ΑΠ 175/2006, Τ.Ν.Π. Νόμος, Απ. Γεωργιάδη, Σ.Ε.Α.Κ., άρθρο 1923, αρ. 1,2, 11, 12, 13, Απ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό Δίκαιο [2η έκδ., 2013], σελ. 1115, 1119, Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 1923, αρ. 1, 5).
Ο καταπιστευματοδόχος έχει δικαίωμα προσδοκίας στην κληρονομία, το οποίο είναι κεκτημένο, απαλλοτριωτό, αλλά όχι κληρονομητό (ΑΠ 1193/2012, ΧρΙΔ 2013.118). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1936 εδ. α΄ ΑΚ, καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το χρόνο που επάγεται σε αυτόν η κληρονομία. Σε περίπτωση που η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο ματαιωθεί, όχι μόνο για τους λόγους που αναφέρει το β΄ εδάφ. της ίδιας διάταξης (αν δηλαδή αυτός δεν ζει ή δεν έχει συλληφθεί), αλλά για οποιοδήποτε λόγο (αποβίωση, αποποίηση, ματαίωση της αίρεσης κλπ.), η κληρονομία παραμένει καταρχήν στον κληρονόμο (ΑΠ 1193/2012, ό.π., ΑΠ 392/2010, Τ.Ν.Π. Νόμος).
Κατ’ εξαίρεση, αυτό δεν συμβαίνει εφόσον έχουν ορισθεί περισσότεροι καταπιστευματοδόχοι, οπότε η μερίδα του εκπεσόντος ή μη υπάρχοντος καταπιστευματοδόχου προσαυξάνει τις μερίδες των υπολοίπων, εφόσον συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 1807 (Απ. Γεωργιάδη, Σ.Ε.Α.Κ., άρθρο 1936, αρ. 3, Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 1154, αρ. 13, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 1936, αρ. 2). Εξάλλου, προϋποθέσεις της προσαύξησης, δηλαδή της αναλογικής αύξησης της μερίδας των συγκληρονόμων κατά τη μερίδα εκείνου του κληρονόμου, ο οποίος εξέπεσε, κατά την έννοια του άρθρου 1807 εδάφ. α΄ ΑΚ, είναι: α] με τη διαθήκη να έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή, αποκλεισμός ο οποίος θα προκύπτει από τη βούληση του διαθέτη (π.χ. όταν εγκατέστησε τους τιμώμενους σε ολόκληρη την κληρονομία ή και υπερβαίνοντας τον κλήρο, ή όταν εγκατέστησε τους τιμώμενους σε ποσοστά που δεν εξαντλούν τον κλήρο, προκύπτει όμως βούλησή του να είναι οι μόνοι κληρονόμοι του), β] να εκπέσει, για οποιοδήποτε λόγο, ένας από τους εγκατάστατους πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή και γ] να μην έχει αποκλειστεί η προσαύξηση από τον διαθέτη, ρητά ή σιωπηρά (ΑΠ 2306/2009, ΝοΒ 2010.1407, ΑΠ 1044/2002, ΕλλΔνη 2002.1666, ΕφΑθ 3298/2011, ΕλλΔνη 2013.475, ΕφΑθ 4533/2003, ΕλλΔνη 2004.882, Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 338-341, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.π., άρθρο 1807, αρ. 5-23). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και προς την προκύπτουσα από το άρθρο 1710 παρ. 2 ΑΚ γενική αρχή, κατά την οποία η εκ διαθήκης διαδοχή έχει προτεραιότητα έναντι της εξ αδιαθέτου, συνάγεται ότι χωρεί προσαύξηση και όταν ο διαθέτης κατέλειπε ολόκληρη την κληρονομία του στους εγκαταστάτους, δεδομένου ότι η κατάλειψη ολόκληρης της κληρονομίας του διαθέτη, με τη διαθήκη, στους εγκαταστάτους, ενέχει σαφή εκδήλωση της θελήσεώς του να περιέλθει η κληρονομία του μόνο στους εκ διαθήκης κληρονόμους, κατ’ αποκλεισμό της εξ αδιαθέτου διαδοχής (ΑΠ 327/1995 ΝοΒ 44. 817, ΕφΑθ 4533/2003 ό.π.).
Το ως άνω σκεπτικό αποτυπώνεται στην υπ’ αριθμ. 3315/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχτηκε τα εξής:
«Κατά το χρόνο πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης, της επέλευσης δηλαδή του γεγονότος που σηματοδοτούσε την επαγωγή του καταπιστεύματος στους ορισθέντες κατα-πιστευματοδόχους, ήτοι κατά το χρόνο θανάτου της ………., ο οποίος συνέβη την 15.1.2009, ο ένας από τους καταπιστευματοδόχους και συγκεκριμένα ο ……….., δεν βρισκόταν εν ζωή, αφού απεβίωσε στις 16.2.2003 (προαποβίωσε δηλαδή και του διαθέτη πατέρα του). Συνεπώς, ουδέποτε έγινε επαγωγή του καταπιστεύματος σε αυτόν, αφού κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν βρισκόταν στη ζωή. Το καταπίστευμα όμως, δεν ματαιώθηκε, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, διότι είχαν ορισθεί από τον διαθέτη περισσότεροι καταπιστευματοδόχοι. Περαιτέρω, η εγκατάσταση αυτών με την ως άνω διαθήκη, έγινε κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή, δεδομένου ότι εγκατέστησε τους τιμώμενους σε ολόκληρη την κληρονομία, κάτι που εκφράζει τη σαφή βούλησή του να αποκλείσει την εξ αδιαθέτου διαδοχή, ενώ εξάλλου, ο διαθέτης δεν απέκλεισε, ρητά ή σιωπηρά, την προσαύξηση. Συνεπώς, η μερίδα του ……………., ο οποίος εξέπεσε πριν την επαγωγή, προσαυξάνει τις μερίδες των λοιπών καταπιστευματοδόχων, … και ………… (εναγομένων). Τα παραπάνω, αναφορικά με τη βούληση του διαθέτη να κληρονομηθεί από τη γυναίκα του και εν συνεχεία, αποκλειστικά από τα τρία τέκνα του, προκύπτουν σαφώς από το κείμενο της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε ερμηνεία αυτής, δεν αναιρούνται δε από κανένα αποδεικτικό μέσο».
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr