Το άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, κατελάμβανε και τις εκκρεμείς αγωγές (άρθρου 17ΕισΝΚΠολΔ)
Το άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.07.2015), όριζε ότι: «Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παράγραφος 2 και 237 παράγραφοι 1 και 2».
Με το παραπάνω άρθρο ρυθμίσθηκαν οι συνέπειες της μη κανονικής συμμετοχής όλων των διαδίκων στη δίκη που διεξάγεται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου, του Μονομελούς ή του Πολυμελούς Δικαστηρίου, ενώ με σκοπό την εκκαθάριση των πινακίων από τις αδρανείς υποθέσεις, την ταχεία επίλυση της διαφοράς και την εξυπηρέτηση της ασφάλειας του δικαίου, ορίσθηκε ότι αν εντός εξήντα (60) ημερών από τη ματαίωση δεν γίνει (από τον επιμελέστερο διάδικο) νέος προσδιορισμός για τη συζήτηση της υπόθεσης, τότε η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και άρα δεν παράγει ουσιαστικού και δικονομικού συνέπειες [σ.σ. ο χρόνος με βάση τον οποίον υπολογίζεται η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών αρχίζει από τον χρόνο της τυπικής συζήτησης της αγωγής κατά την οποία και κηρύσσεται η ματαίωση (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ, ως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), ενώ ως προσδιορισμός της συζήτησης νοείται η κατάθεση της Κλήσης για τη νέα συζήτηση].
Εξάλλου, η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 260 ΚΠολΔ ισχύει, όπως ορίζει το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 των μεταβατικών διατάξεων του Ν. 4335/2015, από 01.01.2016. Ειδικότερα, η παραπάνω μεταβατική διάταξη του Ν. 4335/2015 ορίζει ότι: «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016». Και ναι μεν δεν γίνεται ειδική πρόβλεψη για το ζήτημα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 260 ΚΠολΔ στις εκκρεμείς δίκες, πλην όμως πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αγωγές, συντασσόμενο προς τη διαπνέουσα τη διάταξη του άρθρου 17ΕισΝΚΠολΔ αρχή, κατά την οποία οι διατάξεις που αφορούν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στις αγωγές που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του νέου νόμου.
Τα μόλις ρηθέντα έχουν κριθεί τόσο με την υπ’ αριθμ. 23/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όσο και με την υπ’ αριθμ. 1811/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤΝΠ Ισοκράτης). Επί το ειδικότερον, με την πρώτη εκ των παραπάνω δύο αποφάσεων, έγινε δεκτό ότι: «Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων άσκησε την υπό κρίσιν από 27.9.2012 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../2012 αγωγή του εναντίον της εναγομένης, η συζήτηση επί της οποίας, μετά από αναβολές, ματαιώθηκε στην δικάσιμο της 20.9.2018. Ακολούθως, ο ενάγων επανέφερε εκ νέου την υπόθεση προς συζήτηση με την από 6.10.2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/6.10.2022 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8.6.2022 και μετά από αναβολή για τη σημερινή δικάσιμο. Συνεπώς από την ματαίωση της συζήτησης της αγωγής, ήτοι από την 20.9.2018, έως το νέο προσδιορισμό για τη συζήτηση της υπόθεσης, ήτοι έως την 6.10.2022 ημερομηνία κατά την οποίαν κατατέθηκε η κλήση για τη νέα συζήτηση, παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών, θα πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπόθεση να θεωρηθεί διαγραφείσα από το πινάκιο και η ένδικη αγωγή μη ασκηθείσα. Και αυτό διότι η παραπάνω διάταξη ήταν σε ισχύ (ήδη από την 1-1-2016) κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η παραπάνω ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης και συνεπώς καταλαμβάνει και τη συζήτηση αυτής της αγωγής, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προαναφερόμενη νομική σκέψη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα.», ενώ με τη δεύτερη ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο απεφάνθη τα εξής: «Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4-12-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2007 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4655/2010 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 2673/2011 απόφαση, δια της οποίας διατάχθηκε η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης από τον επιμελέστερο των διαδίκων, ακολούθως η υπ’ αριθ. 2754/2012 απόφαση, δια της οποίας αντικαταστάθηκε ο ορισθείς με την προηγούμενη απόφαση πραγματογνώμονας, εν συνεχεία η υπ’ αριθ. 4203/2015 μη οριστική απόφαση, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, προκειμένου να κληθούν οι κληρονόμοι του αρχικώς εναγομένου […] και τελικά η υπ’ αριθ. 4649/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ματαιωθείσα η συζήτηση της αγωγής. Ήδη η ενάγουσα επαναφέρει την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 6-12-2022 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./7-12-2022 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. […] Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι από το χρόνο ματαίωσης της συζήτησης της αγωγής, ήτοι από την 16η-10-2018 που δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 4649/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, έως το νέο προσδιορισμό για τη συζήτηση της υπόθεσης, ήτοι έως την 7η-12-2022 που κατατέθηκε η κλήση για τη νέα συζήτηση, παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών, πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, η υπόθεση να διαγραφεί από το πινάκιο και η ένδικη αγωγή να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων. Τούτο διότι, η παραπάνω διάταξη ήταν σε ισχύ (ήδη από την 1η-1-2016) κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η παραπάνω ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης και συνεπώς καταλαμβάνει και τη συζήτηση αυτής της αγωγής, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας.».
Στο σημείο αυτό, προσήκει να επισημανθεί ότι αγωγή «μη ασκηθείσα» σημαίνει ότι αίρονται αναδρομικά (με την έννοια ότι δεν παρήχθησαν ποτέ) οι έννομες συνέπειες που συνδέονται στενά με την άσκησή της, είτε δικονομικές είτε ουσιαστικές, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής [ίδετε σχετικά Δ. Δημητρίου, Ζητήματα από τη διακοπή (ή μη) της παραγραφής της επίδικης αξιώσεως μετά τις τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 4335/2015, ΕΠολΔ 2016, σ. 321 επόμ.].
Η θέση αυτή δεν αναιρείται, φυσικά, από το γεγονός ότι στη σχετική αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 αναφέρεται για το άρθ. 260 παρ. 2 ΚΠολΔ ότι: «[…] τότε η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και ως εκ τούτου δεν παράγει (δικονομικού δικαίου) συνέπειες», και τούτο διότι αφενός, μεν, η αιτιολογική έκθεση αποτελεί μόνο ερμηνευτικό βοήθημα και όχι δεσμευτικό κείμενο, αφετέρου, δε, μια τέτοια θέση δεν είναι ορθή.
Μάλιστα, προς επίρρωση του ανωτέρω σφάλματος που εμφιλοχωρεί στην αιτιολογική έκθεση, αρκεί να παρατηρήσει κανείς ότι το ίδιο (ότι, δηλαδή, οι ουσιαστικού δικαίου συνέπειες διατηρούνται και δεν αίρονται) αναφέρει η αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 και για το άρθ. 215 ΚΠολΔ, ότι, δηλαδή: «Αν ο ενάγων δεν εκπληρώσει το δικονομικό αυτό βάρος» (να επιδώσει δηλαδή την αγωγή μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία) «τότε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και ως εκ τούτου δεν παράγει δικονομικές συνέπειες. Οι ουσιαστικές συνέπειες βέβαια διατηρούνται». Η αναφορά αυτή της αιτιολογικής έκθεσης, ότι, δηλαδή, διατηρούνται οι ουσιαστικές συνέπειες μιας αγωγής που δεν έχει επιδοθεί και εξ αυτού του λόγου θεωρείται, κατά τη ρητή επιταγή του νόμου, ότι δεν έχει ασκηθεί, είναι ολοφάνερα και κατά κοινή ομολογία εσφαλμένη, καθόσον, καταλαμβάνουσα ως εκ της γενικής διατυπώσεώς της και τη διακοπή της παραγραφής, ουδόλως φαίνεται να συνάδει με τις διατάξεις των άρθ. 215 παρ. 1 – εδάφ. α΄ και παρ. 2, άρθ. 221 παρ. 1 ΚΠολΔ και 261 ΑΚ, και την πάγια θέση σε θεωρία και νομολογία ότι η διακοπή της παραγραφής, ως ουσιαστική έννομη συνέπεια της αγωγής, συνδέεται αυστηρά με την ολοκλήρωση της ασκήσεως αυτής, για την οποία απαιτείται (και) η έγκυρη επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον εναγόμενο.
Ταυτοχρόνως, δε, η φράση αυτή της αιτιολογικής έκθεσης «γεννά» το ερώτημα, κατά πόσο στη θεσμοθετημένη με τον Ν. 4335/2015 νέα μορφή δίκης επήλθε οιαδήποτε μεταβολή σχετικά με τη διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξιώσεως.
Στο σημείο αυτό, δέον να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με το άρθ. 215 παρ. 1 – εδάφ. α΄ και παρ. 2 ΚΠολΔ, προβλέπονται τα κάτωθι: «1. Η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. […] Στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα», ενώ κατά το άρθ. 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι: «Με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της […] και η επίδοσή της έχει ως συνέπεια τα αποτελέσματα που το ουσιαστικό δίκαιο ορίζει ότι επέρχονται από την έγερση της αγωγής». Τέλος, σύμφωνα με το άρθ. 261 παρ. 1 ΑΚ, προβλέπεται ότι: «Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής».
Ως εκ τούτου, η απάντηση που προσήκει στο ερώτημα αυτό, δηλαδή, στο κατά πόσο στη θεσμοθετημένη με τον Ν. 4335/2015 νέα μορφή δίκης επήλθε οιαδήποτε μεταβολή σχετικά με τη διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξιώσεως, δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Και τούτου διότι καμία από τις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου που μόλις παρατέθηκαν δεν δύναται να στηρίξει, έστω και κατ’ ελάχιστον, το επιχείρημα ότι τροποποιήθηκε το εκτεθέν ανωτέρω περιεχόμενο των άρθρων 261 παρ. 1 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδάφ. α΄ και παρ. 2 και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ. Θα πρέπει, συνεπώς, να θεωρείται αδιαμφισβήτητο, ότι και μετά τις επελθούσες τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, η παραγραφή διακόπτεται με την επίδοση της αγωγής και μόνο αυτή (δηλ. η επίδοση) δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση των ουσιαστικών συνεπειών, κατά πλήρη απόκλιση των αναγραφέντων στην αιτιολογική έκθεση [ίδετε σχετικά Δ. Δημητρίου, ό.π., σ. 321 επόμ.].
Κατ’ αναλογία, και το σημείο της αιτιολογικής έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ και αναγράφει ότι αν παρέλθουν 60 ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης «τότε η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και ως εκ τούτου δεν παράγει (δικονομικού δικαίου) συνέπειες», είναι παντελώς εσφαλμένο και σαφώς εννοεί ότι δεν παράγονται ούτε ουσιαστικού δικαίου συνέπειες.
Ευγενία Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr