Απόκτηση της μοναχικής ιδιότητας με την κουρά και συνέπειες αυτής στην κληρονομική διαδοχή των μοναχών
Η ιδιότητα του μοναχού κτάται με τη μοναχική «κουρά», τη σταυροειδή δηλαδή απόκαρση της κόμης του νέου μοναχού, η οποία συνιστά τη θρησκευτική τελετή εισόδου σε αυτή την κατηγορία μελών της Εκκλησίας.
Η μοναχική κουρά γίνεται στη «Μονή της μετανοίας», όπου δηλαδή πρόκειται να εγκαταβιώσει ο υποψήφιος μοναχός και κατά τη διάρκειά της δίδεται η «μοναχική επαγγελία», η οποία περιλαμβάνει τις υποσχέσεις της σαρκικής εγκράτειας, υπακοής και ακτημοσύνης.
Η πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (η υπ’ αρ. 464/2011) περιγράφει παραστατικά την τελετή αυτή: «Μοναχός καθίσταται κάποιος δια της κουράς. Η κουρά αποτελεί κανονική τελετή και πράξη τελούμενη παρουσία του αναδόχου μοναχού, ο οποίος καλείται Γέρων, και συνοδευόμενη από σταυροειδή απόκαρση της κόμης του υποψηφίου.
Της ως άνω τελεσθείσας κουράς προηγείται η πανηγυρική κατάθεση της ιεράς Μοναχικής Επαγγελίας Διαβιώσεως περί παρθενίας, υπακοής και ακτημοσύνης. Για να καρεί κάποιος μοναχός απαιτείται επίσης να προηγηθεί χρονικό διάστημα τριετούς δοκιμασίας, η οποία λαμβάνει χώρα στη μονή, στην οποία προτίθεται να μονάσει ο υποψήφιος και μάλιστα πραγματικώς και όχι σιμωνιακώς, ήτοι έναντι καταβολής χρημάτων ή υποσχέσεως καταβολής αυτών ή άλλης τινός υποσχέσεως. Η κουρά προσλαμβάνει χαρακτήρα ανεξάλειπτο και αναλλοίωτο («ο εφαπάξ καρείς θεωρείται εσαεί καρείς»), το οποίο ανεξάλειπτο πρέπει πρωτίστως να νοηθεί υπό την πνευματική του και όχι υπό την νομική του έννοια (βλ. Γεωργίου Αποστολάκη, Το αδύνατο Αποβολής της Μοναχικής ιδιότητας και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, ΕλλΔ/νη 2003.883 επ.)».
Η κουρά αποδεικνύεται με έγγραφη βεβαίωση του οικείου μητροπολίτη που στηρίζεται σε υπεύθυνη δήλωση του Ηγουμενοσυμβουλίου ότι ο συγκεκριμένος μοναχός είναι εγγεγραμμένος στο «μοναχολόγιο» (αρ. 7 ΒΔ 28-07-1858), στο μητρώο δηλαδή των μοναχών της Μονής. Η βεβαίωση αυτή αποτελεί πλήρη απόδειξη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται η ανταπόδειξη ή απόδειξη της μοναχικής ιδιότητας με άλλο τρόπο (ΕφΠειρ 826/1984, ΝοΒ 33.842 επ. με Σημ. Ι.Μ.Κονιδάρη).
Η ίδια ως άνω απόφαση αναφερόμενη στο μοναχολόγιο αναφέρει: «Με την ευθύνη του Ηγουμενοσυμβουλίου, κάθε Μονή διατηρεί ειδικό υποχρεωτικό, βιβλίο, το Μοναχολόγιο, στο οποίο εγγράφονται οι ανήκοντες στη δύναμη της Μονής μοναχοί και σημειώνεται το όνομα, επώνυμο, πατρίδα, ηλικία, εποχή προσελεύσεως στη Μονή, εποχή της κουράς και ο βαθμός του μοναχού (παρ. Ζ του ΒΔ 28/7-15/9-1858). Η εγγραφή στο Μοναχολόγιο χρησιμεύει για την απόδειξη της μοναχικής ιδιότητας και όχι για την απόκτηση της, η οποία, όπως προαναφέρθηκε ολοκληρώνεται με τη θρησκευτική τελετή της κουράς. Έτσι, κατά το άρθρο 1 εδάφ. β` του ΝΔ 1918/1942, που κυρώθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 184/1946 σε συνδυασμό με την 58/1945 Συντακτική Πράξη «περί της ιδιότητος του μοναχού αποτελεί πλήρη απόδειξιν η βεβαίωσης του οικείου Μητροπολίτου, στηριζομένη εις υπεύθυνον δήλωσιν του Ηγουμενοσυμβουλίου, ότι ούτος φέρεται εγγεγραμμένος εν τω Μοναχολογίω της Μονής, ουδεμιάς άλλης αποδείξεως απαιτουμένης». Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο για την απόδειξη της μοναχικής ιδιότητας, η οποία όχι μόνο αποδεικνύεται και με άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά έτι περαιτέρω επιτρέπεται ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 149/1994 οπ, ΕφΑΘ 4833/2006 ΧΡΙΔ2007.330, ΕφΑΘ 2605/2003 ΕλλΔνη2004.1083, ΕφΑΘ 938/1998 αδημ) περί της οριστικής και νόμιμης αποχώρησης του μοναχού από τη Μονή της εγκαταβιώσεώς του, κατά τις κοινές περί αποδείξεως διατάξεις […]».
Μια από τις σπουδαιότερες συνέπειες της κουράς εκδηλώνεται στην κληρονομική διαδοχή των μοναχών. Από και με την κουρά του ο μοναχός χάνει την περιουσία του που περιέρχεται αυτοδικαίως στη μονή της μετανοίας του. Ο καρείς μοναχός «τεθνηκώς τω βίω λογίζεται» και για το λόγο αυτό κληρονομείται δις, ήτοι αφενός από, και δια, της κουράς και αφετέρου από του πραγματικού θανάτου του. Την αντίληψη αυτή απηχούν και οι διατάξεις των άρθρων 4, 18,19 του ν. ΓΥΙΔ/Ι909 «Περί Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου και Διοικήσεως Μοναστηριών» που διατηρήθηκε σε ισχύ με τα άρθρα 99 του ΕισΝΑΚ, 7 παρ. 2 και 25 ν. 4684/1930, άρθρο 1 του Ν. 1918/1942 και άρθρο μόνο του Ν. 2067/1952, κατά το περιεχόμενο των οποίων η περιουσία του κειρομένου μοναχού περιέρχεται αυτοδικαίως στη Μονή εγκαταβιώσεως (στην μονή δηλαδή που επήλθε ο κατά φύσιν θάνατος αυτού), στα μοναχολόγια της οποίας εγγράφεται, μετά από αφαίρεση της νόμιμης μοίρας υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων, η οποία είναι αμέσως απαιτητή και καθορίζεται με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
Στην περίπτωση που ο μοναχός πριν την κουρά του έχει συντάξει διαθήκη, η διαθήκη είναι έγκυρη με την επιφύλαξη να μην προσκρούει σε διάταξη αναγκαστικού δικαίου. Ως προς το χρόνο δημοσιεύσεως της διαθήκης αυτής, ορθότερη είναι η άποψη ότι η δημοσίευση πρέπει να λαμβάνει χώρα αμέσως μετά την κουρά και όχι μετά από τον φυσικό θάνατό τους (βλ. Κονιδάρη Ι., «Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου», σελ. 182).
Οι μοναχοί, όμως, διατηρούν και μετά την κουρά τους την ικανότητα δικαίου και την ικανότητα προς δικαιοπραξία και εγκύρως μπορούν να αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία. Οι περιερχόμενες στο μοναχό μετά την είσοδο του στη Μονή κληροδοσίες, δωρεές, καθώς και κληρονομιές ανήκουν στη Μονή και ο μοναχός διατηρεί μόνο το δικαίωμα της επικαρπίας στο ήμισυ της περιερχόμενης στη Μονή περιουσίας, ενώ αντίθετα η περιουσία που αποκτά ο μοναχός μετά την κουρά, με χαριστική αιτία, περιέχεται στον ίδιο προσωπικώς, ο οποίος μπορεί να τη διαθέσει αλλά όχι με χαριστικές δικαιοπραξίες.
Εάν δεν τη διαθέσει, η περιουσία αυτή μετά το θάνατο του περιέρχεται κατά το ήμισυ στη Μονή και κατά το άλλο ήμισυ στον ΟΔΕΠ, ήδη δε μετά την κατάργηση του τελευταίου στην Εκκλησία της Ελλάδος, που τον διαδέχθηκε. Όλες οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν εφόσον ο μοναχός φέρει νόμιμα τη μοναχική ιδιότητα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ως άνω ρυθμίσεις αφορούν τους μοναχούς που εγκαταβιούν σε νομίμως και κανονικώς συνεστημένες Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος και των εκκλησιαστικών επαρχιών της Δωδεκανήσου. Δεν εφαρμόζονται δηλαδή στους μοναχούς των ησυχαστηρίων και στους παλαιοημερολογίτες, ούτε σε όσους εγκαταβιώνουν στο Άγιον Όρος και στην Εκκλησία της Κρήτης για τους οποίους ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις.
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr