Είδη δικαστικής συμπαράστασης
Δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ένα πρόσωπο, λόγω πνευματικών, σωματικών ή χαρακτηρολογικών ανωμαλιών, και κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό είτε είναι ανίκανο για όλες ή ορισμένες δικαιοπραξίες είτε, για να επιχειρήσει έγκυρα όλες ή ορισμένες δικαιοπραξίες, χρειάζεται τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του (Σπυριδάκης, Η δικαστική συμπαράσταση, 1998, σελ. 7).
Διακρίνονται τα ακόλουθα είδη δικαστικής συμπαράστασης:
α) Πλήρης στερητική δικαστική συμπαράσταση,
β) Μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση,
γ) Πλήρης επικουρική δικαστική συμπαράσταση,
δ) Μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση,
ε) Συνδυασμός στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης.
Πλήρης στερητική δικαστική συμπαράσταση υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο για όλες τις δικαιοπραξίες και περιέρχεται σε κατάσταση πλήρους δικαιοπρακτικής ανικανότητας. Ο ευρισκόμενος σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης δικαιοπρακτεί μέσω του νομίμου αντιπροσώπου του, του δικαστικού του συμπαραστάτη.
Μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο για ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες και περιέρχεται σε κατάσταση περιορισμένης δικαιοπρακτικής ανικανότητας (ή ικανότητας). Ο ευρισκόμενος σε καθεστώς μερικής στερητικής δικαστικής συμπαράστασης καταρτίζει τις δικαιοπραξίες για τις οποίες είναι ανίκανος μέσω του δικαστικού αντιπροσώπου του, του δικαστικού συμπαραστάτη του.
Πλήρης επικουρική δικαστική συμπαράσταση υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το πρόσωπο, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, για να επιχειρήσει οποιαδήποτε δικαιοπραξία, χρειάζεται τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη και περιέρχεται έτσι σε κατάσταση ολικής περιορισμένης δικαιοπρακτικής ανικανότητας (ή ικανότητας).
Μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, για να επιχειρήσει ορισμένες δικαιοπραξίες, χρειάζεται τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη και περιέρχεται έτσι σε κατάσταση μερικής περιορισμένης δικαιοπρακτικής ανικανότητας (ή ικανότητας) (Σπυριδάκης, Η δικαστική συμπαράσταση, 1998, σελ. 13-14).
Η επιλογή του είδους της δικαστικής συμπαράστασης στο οποίο θα υπαχθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο, απόκειται στο δικαστήριο, πλην των εξής δύο εξαιρέσεων:
α) Όταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, οπότε το δικαστήριο δεσμεύεται από την αίτηση του προσώπου αυτού και δεν μπορεί να επιβάλει περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται (ΑΚ 1667 παρ. 2, 1676 εδ. γ΄)- με συνέπεια το δικαστήριο να είναι υποχρεωμένο να επιλέξει το είδος (και την έκταση) της δικαστικής συμπαράστασης που ανταποκρίνεται στην αίτηση (ή είδος και έκταση συμπαράστασης λιγότερο επιβαρυντικά για τον συμπαραστατούμενο).
β) Όταν τη δικαστική συμπαράσταση ζητεί πρόσωπο που εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δύο ετών, οπότε κατά το άρθρο 1688 ΑΚ, η δικαστική συμπαράσταση είναι επικουρική και μόνο για τις πράξεις που το πρόσωπο αυτό όρισε στην αίτησή του (ή ορισμένες από αυτές, Σπυριδάκης, Η δικαστική συμπαράσταση, 1998, σελ. 15-16).
Ευγενία Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr