Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Κατάρτιση εικονικής σύμβασης – Υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας – Έλεγχος και ερμηνεία της πραγματικής δικαιοπρακτικής βούλησης κατ’ άρθρα 173 & 200 ΑΚ

Κατά το άρθρο 138 παρ. 1 Α.Κ. δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονικά) είναι άκυρη, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Εικονική είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αποσκοπεί δε στη δημιουργία εντυπώσεως στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφιστάμενη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσον και επί συμβάσεως, στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της συμβάσεως απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο (ΑΠ 1427/2017). Με τις παραπάνω διατάξεις γίνεται διάκριση της εικονικότητας σε απόλυτη, η οποία επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της εικονικής δικαιοπραξίας, και σε σχετική, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της φανερής δικαιοπραξίας που δεν έγινε στα σοβαρά, όχι όμως και εκείνης που κρύβεται κάτω απ’ αυτή, η οποία είναι έγκυρη, αν συντρέχουν οι όροι που ορίζει η διάταξη, δηλαδή αν την ήθελαν τα μέρη και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της (ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 429/2015). Όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτιση της υπό την εικονική καλυπτόμενης άλλης δικαιοπραξίας είναι και συστατικός τύπος, όπως το συμβολαιογραφικό έγγραφο που επιβάλλει ο νόμος πάντοτε για τη δωρεά ακινήτου (άρθρα 159 παρ.1, 369 και 498 παρ.1 ΑΚ), αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτό και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτομένης δικαιοπραξίας, αλλ’ αυτά αποδεικνύονται με τα εκάστοτε επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, από το συμβολαιογραφικό έγγραφο πωλήσεως ακινήτου, την οποία εικονικά συνήψαν τα μέρη, δεν απαιτείται να προκύπτει η δωρεά την οποία ηθέλησαν πράγματι τα μέρη και η οποία καλύπτεται υπό την εικονική πώληση (ΑΠ 291/2018, ΑΠ 917/2015, ΑΠ 429/2015).

Κατά το άρθρο 211 Α.Κ., δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνεται ρητώς στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του (ΑΠ 647/2017). Η εξουσία προς αντιπροσώπευση, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 212, 216, 217, 218, 222, 223, 229, 231 παρ.1 και 361 ΑΚ, παρέχεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, η οποία αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, που είναι, κατά κανόνα, άτυπη. Υποβάλλεται, όμως, κατ’ εξαίρεση, η πληρεξουσιότητα σε έγγραφο συστατικό τύπο, είτε διότι για την συγκεκριμένη πληρεξουσιότητα το απαιτεί ο νόμος, είτε διότι η δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα είναι τυπική, οπότε τον επιβαλλόμενο για την δικαιοπραξία αυτή τύπο πρέπει, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, να περιβληθεί και η πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 217 περ. β` Α.Κ. (ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 1305/2009). Σύμφωνα με τα παραπάνω, απόλυτη ή σχετική εικονική σύμβαση μπορεί να καταρτιστεί και από τον άμεσο αντιπρόσωπο, στην περίπτωση δε αυτή, εφόσον δηλαδή δηλών είναι ο τελευταίος, η εικονικότητα της δήλωσης βούλησης κρίνεται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 253/2018, ΑΠ 365/2015, ΑΠ 1882/2017).

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 160, 211, 216, 217 και 229 του ΑΚ, η σύμβαση που συνομολογεί κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει, γιατί η υπέρβαση αυτή ισοδυναμεί με ενέργεια χωρίς πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1600/2013, ΑΠ 484/2007). Περαιτέρω, στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται, αφενός, ότι, κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου, ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Ειδικότερα, παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 426/2010, ΑΠ 355/2007), κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του (ΑΠ 1749/2005), είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς καvόvες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 849/2017). Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ` αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους (ΑΠ 416/2018). Ιδίως αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο προβαίνει στο συσχετισμό των όρων της σύμβασης, στη λήψη στοιχείων εκτός της σύμβασης ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 849/2017, ΑΠ 447/2016) [1].

Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

[1] ίδετε την υπ’ αριθμ. 648/2019 Αρείου Πάγου, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί