Έννομο συμφέρον άσκησης αναγνωριστικής αγωγής
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1108 ΑΚ και το 70 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής περί δικαιώματος που απορρέει από την κυριότητα του πράγματος απαιτείται, πλην της ύπαρξης των στοιχείων τα οποία προσπορίζουν στον ενάγοντα το υπό αναγνώριση δικαίωμα, και ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την αναγνώριση αυτού έναντι του συγκεκριμένου εναγομένου, δηλαδή προσβολή ή αμφισβήτηση από τον τελευταίο του δικαιώματος του ενάγοντος, είτε με αποβολή του και κατάληψη του επιδίκου, είτε με άλλη πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης ενεργείας, είτε ακόμη και με απλή αμφισβήτηση, εφόσον με αυτή δημιουργείται περί του δικαιώματος σύγχυση και αμφιβολία, την οποία έχει ο ενάγων έννομο συμφέρον να αρθεί.
Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη έννομη σχέση πρέπει να υπάρχει κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση, στην αγωγή δε, πρέπει απαραιτήτως να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος. Διαφορετικά, ήτοι, στην περίπτωση έλλειψης της προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος, απορρίπτεται η αγωγή, ως απαράδεκτη. Υφιστάμενο θεωρείται το έννομο συμφέρον, όταν από τη συμπεριφορά του εναγομένου ή τρίτου δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης του ενάγοντος, η οποία δημιουργεί αμέσως ή και εμμέσως κινδύνους για τα συμφέροντα του, που δεν μπορούν να αποτραπούν παρά μόνο μέσω της (αναγνωριστικής) απόφασης (ΕφΠατρ 1/2019, ΕφΔυτΜακ 72/2015 ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, για το ορισμένο, ως προς το έννομο συμφέρον, της αναγνωριστικής αγωγής, απαιτείται, αλλά και αρκεί, να εκτίθεται στο δικόγραφό της, η άρνηση ή αμφισβήτηση από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντα, την προστασία του οποίου ζητά, με την αιτούμενη με την αγωγή αναγνώρισή του (ΑΠ 1442/2019, ΑΠ 1181/2013, ΑΠ 1420/2011). Η εν λόγω διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου και ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1021/2014)[1].
Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, πρέπει δε, να υφίσταται και κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής (Κεραμεύς/Κονδύλης/ Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔεκδ. 2000, τομ. I, σελ.152, 156 παρ. 1 και 6 με παραπομπές σε νομολογία, ΕφΑΘ. 6379/2003 δημ. Νόμος). Ελλείπει δε τούτο, κατά την περίπτωση που με την εκδοθησομένη αναγνωριστική απόφαση δεν επιλύεται διαφορά αλλά απλώς δημιουργείται με αυτήν χρήσιμο για τον ενάγοντα τεκμήριο, ικανό να προβληθεί σε διαφορά που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον μεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 941/1997 ΕλλΔ/νη 1999,588-590, ΕφΠειρ. 237/2002 δημ. Νόμος) ή να αποτελέσει «τίτλο» για την απόδειξη της κυριότητας (που δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο) ενώπιον δημοσίων αρχών.
Αν ο ενάγων εγείρει κατά του εναγομένου θετική αναγνωριστική αγωγή προς αναγνώριση της αξιούμενης και εκ του πράγματος απορρέουσας έννομης σχέσης (άλλως δικαιώματος), ελλείπει το έννομο συμφέρον του να εγείρει συγχρόνως και αρνητική αναγνωριστική αγωγή προς αναγνώριση της ανυπαρξίας του αυτού δικαιώματος στο πρόσωπο του αντιδίκου του (ΠΠΘεσ. 14356/2003 δημ. Νόμος, δημ.Νόμος, Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας, ο.α σελ. 159, παρ. 12)[2].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
email: info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. υπ’ αριθμόν 115/2022 απόφαση Αρείου Πάγου, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
[2] Βλ. υπ’ αριθμόν 2818/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ