Η παραπεμπτική απόφαση παύει την εκκρεμοδικία;
Σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή». Κατά μία άποψη (3989/2019 ΠΠΠειρ), από τη διάταξη του εδαφίου β’ του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι η δέσμευση του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής. Επομένως, το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή και εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση μπορεί να αποφανθεί για τη δική του αρμοδιότητα και, ακόμη, όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την αναπέμψει στο δικαστήριο που την παρέπεμψε καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε άλλο δικαστήριο (Βλ. ΕΠ 59/2016, ΕΘ 168/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS).
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 και 222 ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της αγωγής, η κατάθεσή της συνεπάγεται εκκρεμοδικία, λόγω της οποίας αναστέλλεται η εκδίκαση άλλης αγωγής, για την ίδια επίδικη διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα. Η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την άσκηση της αγωγής παύει με την έκδοση οριστικής απόφασης, με την οποία περατώνεται η δίκη. Όμως, σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής λόγω αρμοδιότητας απόφασης η εκκρεμοδικία δεν παύει, αλλά αντίθετα διατηρείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι, παρόλο που η περί παραπομπής απόφαση είναι οριστική, η διαφορά εξακολουθεί να είναι εκκρεμής στο δικαστήριο της παραπομπής, δηλαδή η εκκρεμοδικία μετατίθεται αυτοδικαίως από το αναρμόδιο στο αρμόδιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να διατηρούνται και μετά την παραπομπή οι συνέπειες από την άσκηση της αγωγής (Βλ. ΕΠ 157/2009, ΕΠατρ 43/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΘ 575/1990 ΕλλΔνη 31.1331). Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 46 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 513 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική και υπόκειται σε έφεση, πλην όμως τόσο η προθεσμία, όσο και η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν μόνο τη δεσμευτικότητα της διαπλαστικής ενέργειας της περί παραπομπής απόφασης και όχι τη μετάθεση της εκκρεμοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η οποία γίνεται αυτομάτως με την έκδοση της απόφασης (άρθρο 46 εδ. γ’ ΚΠολΔ). Γι’ αυτό η κλήση προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης δεν είναι απαράδεκτη, αλλά, απλώς το δικαστήριο δεν δεσμεύεται ακόμη να δεχθεί την ύπαρξη αρμοδιότητάς του (Βλ. ΕΚρ 502/1991 Αρμ 1992.743). Τέλος, η έλλειψη τελεσιδικίας της περί παραπομπής απόφασης προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από τον εναγόμενο, όταν το δικαστήριο διέταξε την παραπομπή κατά παραδοχή σχετικής ένστασής του [Βλ. ΕΑ 4322/1995 Δ 1996.1186, 1187, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία Ι, αριθ. 9, σελ. 147, Απαλαγάκη Χ. (-Μπαλογιάννη Ε./Πετροπούλου Π), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 46, αριθ. περιθ. 6, σελ. 163].
Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr