Το Δικαίωμα Καταγγελίας στις Διαρκείς Ενοχικές Σχέσεις
Η καταγγελία αποτελεί συνήθη λόγο τερματισμού και λύσεως των διαρκών συμβάσεων, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, είναι δε δυνατόν να προβλέπεται, είτε ευθέως από τον νόμο, είτε από την ίδια τη σύμβαση. Η καταγγελία ασκείται με (κατ’ αρχήν άτυπη – άρθρο 158 ΑΚ) απευθυντέα προς τον έτερο συμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως (άρθρο 167 ΑΚ - ΑΠ 964/2015, ΑΠ 1665/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εάν οι συμβαλλόμενοι είναι πλείονες από αμφότερες τις πλευρές, το δικαίωμα καταγγελίας απαιτείται κατ’ αρχήν να ασκηθεί από πάντες κατά πάντων (άρθρο 396 παρ. 1 ΑΚ, αναλόγως εφαρμοζόμενο – ΑΠ 911/1990 ΕΕΝ 1991,296, Εφ. Πατρ. 95/2004 ΑχΝομ 2005,430). Η καταγγελία, ως διαπλαστική δικαιοπραξία, πρέπει να περιέχει σαφή (έστω και συμπερασματικώς συναγομένη – ΑΠ 246/2013, ΑΠ 583/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) βούληση του καταγγέλλοντος να προβεί σε μονομερή λύση της συμβάσεως, ώστε να μην καταλείπεται στον αντισυμβαλλόμενο οιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη λύση ή μη αυτής. Είναι δυνατή η θέση στην καταγγελία, προθεσμίας (εν είδει προμηνύσεως), διότι αυτή, ως εκ της φύσεώς της, απλώς μεταθέτει το χρονικό σημείο επενέργειας της καταγγελίας, χωρίς να δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της (ΑΠ 2276/2009 ΧρΙδΔ 2011,104). Το εάν ο καταγγέλλων ένεκα σπουδαίου λόγου πρέπει να τάξει κάποια εύλογη προθεσμία ή, ενδεχομένως, προθεσμία μικρότερη από την προβλεπομένη από τη σύμβαση ή εάν, αντιθέτως, ο σπουδαίος λόγος είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να δικαιολογείται η καταγγελία άνευ τηρήσεως προθεσμίας, κρίνεται κατά τις επιταγές της καλής πίστεως (άρθρα 288 και 281 ΑΚ). Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη (ΑΠ 984/2019, ΑΠ 964/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ο καταγγέλλων δεν υποχρεούται να εκθέτει στη σχετική δήλωσή του ρητώς τον σπουδαίο λόγο, ένεκα του οποίου καταγγέλλει τη σύμβαση. Ευθύς, μόλις περιέλθει η δήλωση της καταγγελίας στον αντισυμβαλλόμενο, η σύμβαση λύεται για το μέλλον (ex nunc – ΑΠ 964/2015, ΑΠ 541/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και εισέρχεται πλέον σε στάδιο εκκαθαρίσεως, με επακόλουθο την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 904 επ. ΑΚ, ως προς τυχόν προκαταβληθείσες παροχές, οι οποίες αφορούν σε χρόνο μετά την καταγγελία (αιτία λήξασα), εννοείται δε ότι η σύμβαση παραμένει ισχυρή για το προ της καταγγελίας διάστημα (ΑΠ 877/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) .
Περαιτέρω, στις διαρκείς ενοχικές συμβάσεις, έκαστος συμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να προβεί σε μονομερή λύση της συμβάσεως, είτε χωρίς τη συνδρομή συγκεκριμένου λόγου (οπότε γίνεται λόγος περί «τακτικής» ή «αναιτιολόγητης» καταγγελίας), είτε με τη συνδρομή συγκεκριμένου «σπουδαίου» λόγου (οπότε γίνεται λόγος περί «έκτακτης» καταγγελίας). «Σπουδαίο λόγο» για την (έκτακτη) καταγγελία μιας διαρκούς συμβάσεως αποτελούν περιστατικά, τα οποία, ενόψει των δεδομένων της εκάστοτε συγκεκριμένης περιπτώσεως και κατόπιν σταθμίσεως των εκατέρωθεν συμφερόντων των μερών, καθιστούν κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη μη ανεκτή τη διατήρηση της συμβάσεως για τον επικαλούμενο αυτά συμβαλλόμενο (ΑΠ 778/2019 ΕΕμπΔ 2020,54, ΑΠ 1317/2018, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τα περιστατικά αυτά συνήθως αφορούν στον αποδέκτη της καταγγελίας (λ.χ. παραβίαση συμβατικών όρων), δεν αποκλείεται ωστόσο να εμπίπτουν στη σφαίρα επιρροής του ιδίου του καταγγέλλοντος (λ.χ. ουσιώδης απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών, διαφοροποίηση των αναγκών της επιχειρήσεως αυτού κ.λπ.). Η συνδρομή σπουδαίου λόγου καταφάσκεται, ιδίως όταν ο δεσμευόμενος δεν ηδύνατο, καθ’ ο χρόνο αναλάμβανε τη δέσμευση, να σταθμίσει όλους τους σχετικούς με τη δέσμευσή του μελλοντικούς παράγοντες (κινδύνους) ή όταν, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες συνθήκες, θεμελιώνεται αντικειμενική πρόγνωση ότι είναι αδύνατη η ομαλή λειτουργία της συμβάσεως στο μέλλον. Κρίσιμη κατά τούτο, είναι η αναζήτηση του συμβατικού σκοπού, των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και ευρύτερα του κανονιστικού (συμβατικού και νομοθετικού) πλαισίου της συμβάσεως. Πάντως, η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δεν προϋποθέτει ζημία του καταγγέλλοντος, αλλά ούτε και πταίσμα του αποδέκτη της καταγγελίας (I. Καρακατσάνης, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τ. II, Γενικό Ενοχικό, 1979, υπό τις Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 416 – 454, αριθ. 23) .
Η συνδρομή ή μη σπουδαίου λόγου έχει περιορισμένη έννομη σημασία καθόσον αφορά στην τακτική (ή αναιτιολόγητη) καταγγελία των διαρκών ενοχικών συμβάσεων αόριστου χρόνου, η οποία αποτελεί τον βασικό τρόπο λήξης αυτών και άρσης της χρονικής αοριστίας τους, υπό την προϋπόθεση, όμως (καταρχήν), της θέσης μίας εύλογης προθεσμίας προμήνυσης (ΑΠ 1448/2014 ΕπισκΕμπΔικ 2014. 345) . Τούτο σημαίνει ότι η άκαιρη και χωρίς σπουδαίο λόγο γενόμενη τακτική καταγγελία, η οποία προκαλεί αιτιωδώς ζημία στον αποδέκτη αυτής αντισυμβαλλόμενο, στοιχειοθετεί αδικοπρακτική ευθύνη του καταγγέλλοντος (κατά τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 281 και 914 ΑΚ), ενώ αντιθέτως τέτοια ευθύνη δεν στοιχειοθετείται εάν ο καταγγέλλων επικαλεστεί και αποδείξει τη συνδρομή σπουδαίου λόγου (ΑΠ 224/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1496/2011 ΝοΒ 60. 684). Το δικαίωμα (έκτακτης) καταγγελίας για σπουδαίο λόγο υφίσταται – βάσει της αρχής της καλής πίστεως (άρθρο 288 ΑΚ) και κατ’ αναλογία δικαίου από τις επιμέρους διατάξεις των άρθρων 585, 588, 594, 672 και 766 ΑΚ - σε κάθε διαρκή ενοχική σχέση, ρυθμιζομένη ή μη από τον Αστικό Κώδικα. Κατά συνέπεια, συμφωνίες, οι οποίες αποκλείουν a priori ή περιορίζουν υπερμέτρως το δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, τυγχάνουν απολύτως άκυρες, ως προδήλως αντιβαίνουσες στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ περί καλής πίστεως (ΑΠ 806/2012 ΝοΒ 61,137). Άλλωστε, άνευ ετέρου άκυρες τυγχάνουν οι παντός είδους δικαιοπραξίες, με τις οποίες αναλαμβάνεται δέσμευση με μακρόχρονη ή απεριόριστη διάρκεια (π.χ. εφ’ όρου ζωής ενός προσώπου), χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα παύσεως της δεσμεύσεως αυτής με τακτική καταγγελία, διότι η έννομη τάξη γενικώς δεν ευνοεί τις δεσμεύσεις μακρόχρονης ή απεριόριστης διάρκειας (ίδ. ενδεικτικώς άρθρα 610, 768, 1923 παρ. 2 ΑΚ - Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, δ` έκδ. , 2016, παρ. 36, υπό τον αριθ. 13) . Περαιτέρω, η ορισμένου χρόνου σύμβαση λύεται ή με την πάροδο του ορισμένου χρόνου ή δια καταγγελίας, αλλά μόνο αν συντρέχει σπουδαίος προς τούτο λόγος (έκτακτη καταγγελία). Στην ορισμένου δηλαδή χρόνου σύμβαση, ο σπουδαίος λόγος είναι προϋπόθεση για να επέλθουν οι έννομες συνέπειες της καταγγελίας. Αν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες αυτής (έκτακτης καταγγελίας) .Πάντως τόσο η σύμβαση ορισμένου χρόνου, όσο και η σύμβαση αόριστου χρόνου δύναται να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των τυχόν τεθεισών προθεσμιών, σε περίπτωση κατά την οποία ένα από τα μέρη παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρους των συμβατικών του υποχρεώσεων, όπως και στην περίπτωση έκτακτων περιστάσεων. Αν δηλαδή συντρέχει σπουδαίος λόγος ή έκτακτες περιστάσεις επιτρέπεται η καταγγελία της σύμβασης και χωρίς την τήρηση προθεσμιών. Τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία, οφείλει να την επικαλεσθεί και να την αποδείξει εκείνος που κατήγγειλε τη σύμβαση.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, τα οποία επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από δημιουργηθείσα πραγματική κατάσταση ή από τις μεσολαβήσασες περιστάσεις ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, καθ’ όσον, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Καθ’ όσον αφορά στα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ κριτήρια ελέγχου της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, τα οποία τίθενται διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι αρκεί η πλήρωση έστω ενός, προκειμένου να διαγνωσθεί η κατάχρηση, ως «καλή πίστη» νοείται η ευθύτητα, εμπιστοσύνη και εντιμότητα, οι οποίες πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, δηλαδή η συμπεριφορά η επιβαλλομένη στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοουμένη αντικειμενικώς, ώστε να μην βλάπτει ο δικαιούχος κάποιον άλλον, δυσαναλόγως προς την ωφέλεια, την οποία αποκομίζει από την άσκηση του δικαιώματος του, αλλά να προτιμά ηπιότερο τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος. Ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύει το περί ηθικής συναίσθημα του κατά τη γενική αντίληψη χρηστού, έμφρονος και υγιώς σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου. Ο «κοινωνικός» και «οικονομικός» σκοπός του δικαιώματος συναρτάται προς την επιτελούμενη με το δικαίωμα λειτουργία, πέραν της εξυπηρετήσεως των ατομικών συμφερόντων του φορέα του, στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως. Τέλος, «προφανής» είναι η υπέρβαση των ορίων ασκήσεως του δικαιώματος, όταν είναι έκδηλη, καταφανής. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει, όταν ο ασκών το δικαίωμα, δεν προσδοκά κάποιο συμφέρον ή, κατ’ άλλη έκφραση, όταν η υπέρβαση προκαλεί έντονη εντύπωση αδικίας. Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας μιας συμβάσεως υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε έλεγχο καταχρηστικότητας βάσει των προαναφερομένων κριτηρίων (ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 114/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), στο πλαίσιο δε αυτό, έχει κριθεί ότι τυγχάνει καταχρηστική η καταγγελία συμβάσεως, η οποία πραγματοποιείται για λόγους εχθρότητας, εμπάθειας ή εκδικήσεως ή με προσχηματική επίκληση οικονομοτεχνικών λόγων (ΑΠ 719/2019, ΑΠ 419/2017, ΑΠ 809/2014, ΑΠ 346/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, δεν πρέπει να κρίνεται καταχρηστική η καταγγελία, όταν η λύση της συμβάσεως, στην οποία αυτή οδηγεί, εντάσσεται στις αντικειμενικέ ς προβλέψιμες δυνατότητες του καταγγέλλοντος και δεν είναι άσχετη προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχειρήσεώς του, τυχόν δε επωφελής για τα συμφέροντά του ενέργεια του άλλου μέρους, ομοίως δεν καθιστά την καταγγελία του καταχρηστική, διότι η συμπεριφορά αυτή του αντισυμβαλλομένου εντάσσεται στο πλαίσιο της επιβαλλομένης από τον νόμο (άρθρο 288 ΑΚ) καλόπιστης εκπληρώσεως της παροχής του (ΟλΑΠ 12/2004 ΧρΙδΔ 2004,789, ΑΠ 1370/2019, ΑΠ 533/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, καθ’ όσον αφορά στην κύρωση της διαγνώσεως της καταχρηστικότητας της καταγγελίας, ισχύουν τα εξής: η καταχρηστική καταγγελία τυγχάνει κατ’ αρχήν άκυρη (άρθρα 174 και 180 ΑΚ - ΑΠ 1368/2019, ΑΠ 642/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), εκτός εάν πρόκειται περί διαρκούς συμβάσεως με προέχον το στοιχείο της εμπιστοσύνης, οπότε, παρά την καταχρηστικότητά της, παραμένει έγκυρη, επιφέρουσα την λύση της συμβάσεως, και απλώς γεννάται αξίωση αποκαταστάσεως πάσης θετικής και αποθετικής ζημίας του θιγομένου από αυτήν αντισυμβαλλομένου του καταγγέλλοντος (150/2025 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ελένη Μακροδημήτρη, ασκ. δικηγόρος
info@efotopoulou.gr