Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Υποβολή έγκλησης και άσκηση ποινικής δίωξης κατά αγνώστου δράστη

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117 παρ. 1, 118 παρ. 1 του ΠΚ και 36, 41, 46 του ΚΠοινΔ, χωρίς ενδοιασμό προκύπτει, ότι η έγκληση είναι ιδιωτική δήλωση βουλήσεως του δικαιουμένου, κατά το νόμο, σε υποβολή αυτής για την τιμωρία κάποιου ως ενεχομένου στην αξιόποινο πράξη. Για το έγκυρο δε αυτής δεν απαιτούνται, ούτε πανηγυρικές εκφράσεις προς διατύπωση της σχετικής βουλήσεως του εγκαλούντα προς δίωξη του εγκλήματος (ΑΠ 7/1979, 993/1978 ΝοΒ 26.249 και 1408, αντίστοιχα), ούτε ακόμη και ακριβής αναγραφή των ονομάτων των προσώπων που τέλεσαν την αξιόποινη πράξη, αφού αυτή, είτε μπορεί να απευθύνεται και κατά αγνώστων στον εγκαλούντα δραστών, οπότε είναι έργο της ανακρίσεως η ανακάλυψη αυτών, είτε ακόμη, από προφανή παραδρομή, να αναγράφει άλλο αντ` άλλου όνομα δράστου (AΠ 212/1961).

Συγκεκριμένα από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 27, 43, 46,243, 245 και 310 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η από τον Εισαγγελέα άσκηση της ποινικής διώξεως, που δεν αποτελεί ενέργεια διοικητικής φύσεως, αλλ` έχει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα (Βλ. Μπουρόπουλου, Ερμ. Κώδ. Ποιν. Δικον., Τόμ. Α`, σελ. 2 σημ. 1, Καρρά, Μαθήματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου Α` Μέρος, 1980, σελ. 83 επ., Δ Σπινέλλη, “Η ποινική αγωγή” ΠοινΧρ ΙΔ`, σελ. 549, ΟλΑΠ 794/1976 ΠοινΧρ ΚΖ`, σελ. 308, Ανώτ. Ειδ. Δικ. 2/1977 Δ. 8. 143, υπ` αριθμ. 1/1979 πρακτικό της Ολομ. ΣτΕ Το. Δ. 6i93, Αναφ. Εισ. Πλημ. Κοζ. 2624/1983, Αρμ. 1983 σελ. 892, Αντίθετα, Ζησιάδης, Ποιν. Δικον., έκδ. Β` Τόμ. Α`, σελ. 268, Π. Γαλάνης στο ΝοΒ 26, 107 επ.), μπορεί να λάβει χώρα και κατ` αγνώστου προσώπου (βλ. Ζησιάδη Ποιν. Δικον., έκδ. Γ Τόμ. Α` σελ. 305, Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιαι, Τεύχος 2ο σελ. 146, Σταμάτη, Η προκαταρκτική εξέταση, σελ. 241, ΠλημΑθ 5350/1985 ΠοινΧρ ΛΕ` σελ. 828), με παραγγελία για κύρια ανάκριση ή προανάκριση (βλ. Τούση/Σιφναίου, Πανδ. υπ` αριθμ. 206 αριθμ. 18 σελ. 73, Στάϊκου, Ποιν. Δικον. 31, Τσουκαλά, Ποιν. Δικον. παρ. 173, σημ. 4, Γνωμ. Εισ. Πλημ. Σύρου 1122/1968 ΠοινΧρ ΙΗ` σελ. 250), διότι στην ουσία των ποινικών κανόνων, που αποτελούν το αντικειμενικό δίκαιο, περιέχεται το δικαίωμα, η ποινική αξίωση του κράτους, μόλις σημειωθεί η παράβαση κάποιου ποινικού κανόνα, να χωρήσει κολασμός του παραβάτη (βλ. Χωραφά, Γεν. Αρχαί Ποιν. Δικ. 1964 σελ. 27, Ζησιάδη ότι. παρ. σελ. 291, Π. Καίσαρη, Κωδ. Ποιν. Δικον. Τόμ. Α` σελ. 184, ΑΠ 480/1971 ΠοινΧρ KB` σελ. 46). Στην περίπτωση όμως αυτή, εάν από την διενεργηθείσα προανάκριση δεν γίνει δυνατή η ανακάλυψη του δράστη, η δικογραφία πρέπει να τεθεί από τον Εισαγγελέα στο αρχείο (βλ. Ζησιάδη, ότι παρ. Τόμ. Β` σελ. 188, Μπουρόπουλου ότι. παρ. Τόμ. Α`, σελ. 323, 407, Βουλ. Διαρ. Στρ. Αθ. 2908/1955, ΠοινΧρ Ε` σελ. 529, πρότ. Εισ. υπό Βούλ. Πλημ. Θεσ. 783/1982, Αρμ. 1982 σελ. 834). Αυτή η ενέργεια δεν έχει την έννοια της διευθέτησης της ποινικής διώξεως, διότι ο Εισαγγελέας δεν δικαιούται στην ελεύθερη διάθεση αυτής (βλ. Π. Καίσαρη, ότι. παρ., σελ. 186, Ζησιάδη, ότι παρ. τόμ. Α` παρ. 188 αριθμ. 4, σελ. 267, Στάϊκου, Ερμ. Ποιν. Δικον. Τόμ. Α` 1951 παρ. 44 σελ. 85, πρότ. Εισ. υπό Πλημ. Λευκ. 97/1959 ΠοινΧρ Θ` σελ. 580, ΠλημΑθ 1514/1968 ΠοινΧρ ΙΗ` σελ. 368), αλλά της τηρήσεως της δικογραφίας σε εκκρεμότητα με την προοπτική εξιχνιάσεως του διωχθέντος εγκλήματος, ο δε Εισαγγελέας δεν μπορεί να απευθυνθεί στο Δικαστικό Συμβούλιο προτείνοντας να μη γίνει κατηγορία κατ` αγνώστου (βλ. Μπουρόπουλου, ότι. παρ. Τόμ. Α` έκδ. Β` άρθ. 75 και 308, σελ. 126, 407 επ., Ζησιάδου, ότι. παρ. τόμ. Α` σελ. 273 επ., Στάϊκου ότι. παρ. υπ` άρ. 308, σχόλιο στο υπ` αριθμ. 371/1923 Βουλ. Πλημ. Κεφ Θέμ. ΛΔ` σελ. 602). Τούτο δε διότι η ποινική δίωξη ενώπιον των Δικαστικών Συμβουλίων και των Δικαστηρίων ασκείται μόνον in personam, δηλαδή μετά τον προσδιορισμό ορισμένου προσώπου ως δράστου. Κατ` εξαίρεση, η ενώπιον του Δικαστικών Συμβουλίων ποινική δίωξη ασκείται in rem, όταν, αφού ο δράστης παρέμεινε άγνωστος, εξαλείφθηκε το αξιόποινο της πράξεως λόγω παραγραφής κατ` άρ. 111 ΠΚ (βλ. ΠλημΑθ 249/1974 ΠοινΧρ ΚΑ` σελ. 624, ΠλημΚω 34/1479, ΠοινΧρ ΚΘ`, σελ. 906, ΠλημΘεσ 783/1982 Αρμ 1982 σελ. 834, ΠλημΘεσπρ 23/1983 ΠοινΧρ ΛΓ σελ. 647, ΠλημΧαλκίδ 319/1985, Ελλ.Δικ. 27, 1455), οπότε αφ` ενός μεν δεν ερευνάται η ουσία της κατηγορίας (βλ. Ζαγκαρόλα, ΠοινΧρ ΙΓ σελ. 582, Β. Σακελλαρίου στη Θέμ. ΜΗ`, σελ. 502, ΑΠ 466/1967, ΠοινΧρ ΙΗ` σελ. 20, ΑΠ 812/1978, ΠοινΧρ ΚΘ` σελ. 41, ΑΠ 831/1982, ΠοινΧρ ΛΓ σελ. 182), αφ` ετέρου δε ατονεί η ποινική αξίωση της Πολιτείας για την τιμωρία του δράστη, με αποτέλεσμα την παύση της ποινικής διώξεως (άρ. 309 παρ. 1 στοιχ. β`, 310 παρ. 1 εδ. β` ΚΠΔ, Χωραφά, Ποιν. Δίκ., παρ. 66, σελ. 235-236, ΑΠ 750/1980, ΠοινΧρ Λ` σελ. 847, ΑΠ 901/1981, ΠοινΧρ ΛΒ` σελ. 157, ΑΠ 798/1982, ΠοινΧρ ΛΓ σελ. 176, ΣυμβΠλημ Δράμας 143/1996, ΠοινΧρ ΜΖ/130).

Αμυγδαλιά Τσιάρα, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί