H έννοια του trust στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο μέσω της 5177/2010 ΠΠΡ ΑΘ
To ‘trust” είναι ιδιόρρυθμος θεσμός του κοινοδικαίου (common law), ο οποίος δεν εχει γίνει δεκτός από τα ευρωπαϊκά δίκαια και δεν είναι γνωστός στο ελληνικό δίκαιο. Ο όρος “trust” μπορεί να αποδοθεί με τον όρο «εμπίστευμα», καθώς το ρήμα “to trust” σημαίνει «εμπιστεύομαι» και η όλη σχέση βασίζεται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδρυτή και του “trustee”. To “trust” είναι η εννομη σχέση μεταξύ εκείνου που το συνιστά (settlor ή creator), του εμπιστευματοδόχου (trustee) και του ωφελούμενου (beneficiary η cestui que trust), η οποία δεν είναι απαραιτήτως τριμερής, δεδομένου ότι μπορεί να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες ιδιότητες. Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων άποψη, το “trust” είναι ιδιοκτησιακό δικαίωμα, το οποίο διαχειρίζεται ο εμπιστευματοδόχος προς όφελος του “beneficiary“. Ο εμπιστευματοδόχος είναι κατ` όνομα κύριος του εμπιστεύματος (nominal owner), δηλαδή είναι κύριος για λογαριασμό άλλου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το θεσμό αυτό, όπως ισχύει στα αγλλοαμερικανικά δίκαια, το δικαίωμα της κυριότητας διχοτομείται στη νομική ή τυπική κυριότητα (legal ownership), την οποία εχει ο εμπιστευματοδόχος, που προστατεύεται από τους κανόνες του κοινοδικαίου (common law) και στην ουσιαστική κυριότητα (equitable ownership), την οποία απολαμβάνει ο ωφελούμενος, που προστατεύεται από τους κανόνες της επιείκειας (equity). (5177/2010 ΠΠΡ ΑΘ ΤΝΠ Νόμος).
Ελένη Κλουκινιώτη
info@efotopoulou.gr