Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Γνωμοδότηση πραγματογνωμόνων. Έχει δεσμευτική αποδεικτική ισχύ ή όχι;

Σύμφωνα με το άρθρο 387 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων». Το δικαστήριο, κατά το άρθρο 387 του ίδιου Κώδικα, εκτιμά ελευθέρως τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως έχει την εξουσία να μην της προσδώσει βαρύτητα και επί πλέον έχει το δικαίωμα, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει, είτε με αίτηση των διαδίκων είτε και αυτεπαγγέλτως, νέα πραγματογνωμοσύνη ή επανάληψη ή συμπλήρωσή της από τους ιδίους ή άλλους πραγματογνώμονες (Α.Π. 297/2011,1326/2003, 433/2016)

Όπως έχει κριθεί από τη νομολογία η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, ακόμη και αν διατάχθηκε υποχρεωτικά, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, δεν έχει αυξημένη δύναμη σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει ενώ το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση αντίθετη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων (1020/2014 ΑΠ).

Παρακάτω παρατίθενται αποφάσεις του Αρείου Πάγου που αποφαίνονται ότι το δικάσαν δικαστήριο νομίμως και παραδεκτώς προέβη σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης αντίθετη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης με το σκεπτικό ότι η γνωμοδότηση εκτιμάται ελεύθερα:

Η υπ’ αριθ. 87/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι ο επικαλούμενος λόγος αναίρεσης ότι δεν λήφθηκε υπόψη η έκθεση πραγματογνωμοσύνης και δεν έγινε δεκτό το πόρισμά της είναι αβάσιμος αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολΔικ, η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατ` άρθρο 386 και δεν έχει αυξημένη δύναμη, σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης που να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 ΚΠολΔικ, ως αναγομένη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009). 

Η υπ’ αριθ. 394/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 387 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως η κρίση του δικαστηρίου για την εκτίμηση της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Κατά συνέπεια ο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως για το λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, και σε κάθε περίπτωση παρέβλεψε, εντελώς το περιεχόμενο τόσο της αρχικής, όσο και της μεταγενέστερης (συμπληρωματικής) εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν καθιερώνεται από το ως άνω άρθρο 387 του ΚΠολΔ δεσμευτική αποδεικτική δύναμη της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, υπό την επίκληση δε της φερομένης ως υπαγομένης, στους αριθ. 11, και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ .

Η υπ’ αριθ. 552/2209 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η με τη διάταξη του άρθρου 387 του ΚΠολΔ, καθιερούμενη ως προς την αποδεικτική δύναμη της πραγματογνωμοσύνης αρχή της ελεύθερης εκτίμησης της από το Δικαστήριο, ισχύει και όταν διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο η εξέταση από ειδικούς επιστήμονες του αίματος εκείνου ο οποίος φέρεται στη δίκη της αναγνώρισης της πατρότητας τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ως πατέρας αυτού, εις τρόπον ώστε το πόρισμα της εξέτασης αυτής, όχι ευθέως για την πατρότητα του εναγομένου, αλλά για την ύπαρξη στο αίμα του τελευταίου στοιχείων, τα οποία καθιστούν κατά την επιστήμη πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητά του, που θα εκτιμηθεί ελεύθερα, σε συνδυασμό και με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως οι μάρτυρες, να οδηγήσει το δικαστήριο στο σχηματισμό της πλήρους δικανικής πεποίθησής του για την αμφισβητούμενη πατρότητα, που μπορεί να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της αιματολογικής εξέτασης, εάν αυτή (δικανική πεποίθηση) προκύπτει από τη συνεκτίμηση και όλων των άλλων αποδεικτικών στοιχείων. (Ολ.ΑΠ 32/1990).

Η υπ’ αριθ. 897/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 387 του αυτού ΚΠολΔ, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως η κρίση του δικαστηρίου για την εκτίμηση της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Στην προκειμένη περίπτωση με λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο στηρίχθηκε μόνο στην κατάθεση της μάρτυρος του αναιρεσιβλήτου, αγνοώντας περαιτέρω την έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, και έτσι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ο παραπάνω όμως λόγος αναιρέσεως, από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί οι προβαλλόμενες μ` αυτόν πιο πάνω αιτιάσεις, δεν μπορούν να θεμελιώσουν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, επί πλέον δε. δεν καθιερώνεται από το ως άνω άρθρο 387 του ΚΠολΔ δεσμευτική αποδεικτική δύναμη της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων. 

Η υπ’ αριθ. 759/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 387 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως η κρίση του δικαστηρίου για την εκτίμηση της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικώς (Α.Π.382/2006, ΑΠ 1971/1990, Α.Π 867/1989). Κατά συνέπεια ο λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε, κατ` ορθή εκτίμηση, στην από το άρθρο 559 αριθ. 19 πλημμέλεια, διότι απέρριψε “εντελώς ανεξήγητα και αναιτιολόγητα την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ως άνω πραγματογνώμονα”, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού δεν καθιερώνεται από το ως άνω άρθρο 387 του ΚΠολΔ δεσμευτική αποδεικτική δύναμη της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων.

Η υπ’ αριθ. 2/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται ως αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο 368 ΚΠολΔ, είτε όταν το δικαστήριο κρίνει ότι τα αποδεικτέα θέματα απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, τη γνώμη προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, είτε υποχρεωτικά, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, όταν κατά την κρίση του δικαστηρίου, για την απόδειξη ορισμένου θέματος, χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 387 ΚΠολΔ ελεύθερα και δεν έχει, έναντι των άλλων αποδεικτικών μέσων, αυξημένη δύναμη, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχτεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτήν. Το δικαστήριο, όταν κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 ΚΠολΔ), δύναται, εκτιμώντας και τις λοιπές αποδείξεις, να δεχτεί ως βάσιμη ακόμα και αντίθετη άποψη από εκείνη υπέρ της οποίας γνωμοδότησε ο πραγματογνώμονας.

Λένα Πολύζου, δικηγόρος

Email: info@efotopoulou.gr

 

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί