Υποχρεώσεις από τη ροή των νερών (1024 ΑΚ)
Το άρθρο 1024 ΑΚ προβλέπει ότι «Τα αγροτικά ακίνητα που βρίσκονται χαμηλότερα δέχονται τα νερά που τρέχουν φυσικά και χωρίς χειροποίητο έργο απ’ αυτά που βρίσκονται ψηλότερα. Στον κύριο του χαμηλότερου ή του ψηλότερου ακινήτου απαγορεύεται κατασκεύασμα που εμποδίζει ή μεταβάλλει τη φυσική ροή»[1].
Η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή τόσο επί αγροτικών ακινήτων, ήτοι επί ακινήτων που προορισμός τους είναι η αγροτική εκμετάλλευση, ανεξάρτητα αν σ’ αυτά είναι δυνατή η ανοικοδόμηση αστικών ακινήτων, όσο και, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, για την ταυτότητα του λόγου, και επί αστικών ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές χωρίς οργανωμένο σύστημα υπονόμων[2]. Όπως παρατηρείται, το υψηλότερο και το χαμηλότερο ακίνητο πρέπει να είναι κτήματα που προορίζονται για καλλιέργεια οιασδήποτε φύσης, βοσκότοποι, όχι όμως και χέρσα κτήματα. Τα ακίνητα πρέπει να είναι γειτονικά και όχι απομακρυσμένα μεταξύ τους αλλά ούτε και όμορα. Προσέτι, δεν έχει σημασία εάν μεταξύ των δύο ακινήτων παρεμβάλλεται δρόμος για να φθάσουν τα νερά στο χαμηλότερο ακίνητο. Η επιφανειακή στάθμη των ακινήτων πρέπει να είναι διάφορη, ανεξάρτητα από το μέγεθος του ύψους.
Εκ της διατάξεως αυτής, συνδυαζόμενης με τις διατάξεις των άρθρων 1000 και 1004 ΑΚ, συνάγεται ότι ο κύριος του χαμηλότερου ακινήτου έχει μεν υποχρέωση να δέχεται τα νερά που έρχονται από το ψηλότερο, αλλά μόνον εφόσον αυτά ακολουθούν τη φυσική ροή. Επομένως, δεν έχει υποχρέωση να δέχεται τα νερά που φέρονται λόγω χειροποίητου έργου (λ.χ. προχώματος, τοίχου κ.ά.) που έγινε στο ψηλότερο ακίνητο. Εάν με τέτοιο έργο που έγινε έστω και για λόγους καλλιέργειας του ψηλότερου ακινήτου η ροή έγινε ορμητικότερη ή η εκβολή του από το ψηλότερο συγκεντρώθηκε σε ορισμένο αυλάκι σ’ αυτό, ή ακόμη αν από απλή ισοπέδωση του εδάφους του ψηλότερου η ροή έγινε επαχθέστερη για το χαμηλότερο, υπάρχει παράνομη επενέργεια ή επέμβαση στην ιδιοκτησία του χαμηλότερου εκ μέρους του ψηλότερου ακινήτου[3] και ο ιδιοκτήτης του έχει εκτός από την αγωγή του άρθρου 1024 του ΑΚ και την αρνητική αγωγή (άρθρο 1108 ΑΚ), με την οποία δικαιούται να ζητήσει την άρση της προσβολής (δηλ. του κατασκευάσματος) και την παράλειψή της στο μέλλον, ως και αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της[4].
Δε δικαιούται, όμως, να εγείρει αγωγή στην περίπτωση κατά την οποία από το ψηλότερο ακίνητο εισέρχονται στο ακίνητό του τα νερά της φυσικής ροής δηλαδή τα χωρίς χειροποίητο έργο, ήτοι εκείνα που πέφτουν από τον ουρανό έστω και αν αναμειγνύονται με άλλα και αν κατεβαίνουν ορμητικότερα από φυσικούς λόγους[5]. Έτσι, η ρύθμιση της εν θέματι διάταξης αφορά το νερό με φυσική ροή, όχι το ελκόμενο ή διοχετευόμενο νερό. Τέτοιο είναι βασικά το βρόχινο, ακόμη και αν στην πορεία ανακατεύεται με νερά στάσιμα ή ρέοντα, όπως από πηγές, λίμνες κ.λπ.. Συνεπώς, η ανοχή του κυρίου του χαμηλότερου ακινήτου εκτείνεται και στα υλικά που παρασύρουν τα νερά, όπως π.χ. άμμο, χαλίκια κ.λπ., όχι όμως και σ’ αυτά που ρίχνονται από τον κύριο του ακινήτου ή άλλο.
Η περί ης ο λόγος διάταξη καθιερώνει, όπως εκτέθηκε, υποχρέωση του κυρίου του χαμηλότερου ακινήτου να δέχεται τα όμβρια ύδατα, που πέφτουν στο ακίνητό του με φυσική ροή. Αυτή η υποχρέωση δε συνιστά στο πρόσωπο του κυρίου του ψηλότερου ακινήτου δουλεία διοχέτευσης των ομβρίων υδάτων του ακινήτου του μέσω του χαμηλότερου γειτονικού ακινήτου του, διότι ο ίδιος ουδέν έπραξε για τη διοχέτευση αυτή, η οποία συντελείται με φυσικό τρόπο[6]. Εάν, όμως, η διοχέτευση των ομβρίων υδάτων γίνεται με χειροποίητο έργο, τότε είναι δυνατόν να συσταθεί πραγματική δουλεία διοχέτευσης αυτών μέσω του γειτονικού ακινήτου, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου για τη σύσταση αυτή (άρθρο 1121 ΑΚ, ήτοι με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία). Στην περίπτωση που έχει συσταθεί νομίμως μια τέτοια δουλεία, ο γείτονας δεν έχει δικαίωμα να εμποδίσει τη διοχέτευση των ομβρίων υδάτων στο ακίνητό του, εκτός αν η δουλεία αντίκειται σε διατάξεις δημόσιας τάξης (άρθρο 3 ΑΚ), όπως είναι και οι διατάξεις της Πολεοδομικής νομοθεσίας[7]. Εφόσον, λοιπόν, τα όμβρια ύδατα προκαλούν ή είναι δυνατόν να προκαλέσουν ενόχληση ή κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των γειτονικών ακινήτων με την κατάκλυσή τους με αυτά, τότε ο κύριος της επιφάνειας απορροής τους πρέπει να διαθέτει εγκατάσταση αποχέτευσης ομβρίων και δε δικαιούται να τα διοχετεύσει στα γειτονικά ακίνητα και αντίστοιχα ο κύριος του ενοχλούμενου γειτονικού ακινήτου δεν υποχρεούται να τα δέχεται[8]. Όταν ο κύριος του γειτονικού ακινήτου επικαλείται και αποδεικνύει ενόχληση από την κατάκλυσή αυτού με τα όμβρια ύδατα, τότε η υπάρχουσα τυχόν δουλεία, εάν αντίκειται σε διάταξη δημοσίας τάξεως, είναι αυτοδικαίως άκυρη[9]. Εφόσον η σύσταση μιας τέτοιας δουλείας απαγορεύεται, αποκλείεται και η προστασία της αντίστοιχης οιονεί νομής[10]. Η ακυρότητα, εφόσον αφορά τη δημόσια τάξη, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.
Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος
[1] Βλ. Β. Α. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Δ΄, Ημίτομος Α΄, Εμπράγματο Δίκαιο, Άρθρα 947-1141, Αθήνα 2007, σελ. 382 επ. (υπό άρθρο 1024).
[2] Βλ. ΠολΠρΘεσσ 22635/2012, ΑΠ 1534/2009, ΕιρΝεμ 36/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Αντίθετος ο Β. Α. Βαθρακοκοίλης, όπ.π., σελ. 382.
[3] Βλ. ΕιρΠαρ 18/1991, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[4] Βλ. ΑΠ 1534/2009, ΕφΠατρ 1211/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1668/1988, ΕλλΔνη 1991, σελ. 88. Πρβλ. και ΑΠ 623/2001, ΕλλΔνη 2001, σελ. 927.
[5] Βλ. ΕφΠειρ 121/1966, ΕΕΝ 34, σελ. 456, Μπαλή, Εμπραγμ. Δίκαιο, παρ. 34, αρ. 1 και παρ. 46, αρ. 4, Παπαδόπουλο, Η Αρνητική Αγωγή.
[6] Βλ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τ. V, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1003 – 1032 ΑΚ, παρ. 111 αριθ. 18, 19.
[7] Βλ. άρθρο 369 του ΠΔ/τος 14-7/27-7-1999 (ΦΕΚ Δ΄, 580/27-7-1999) Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), ΟλΑΠ 274/1971, ΝοΒ 19, σελ. 863.
[8] Βλ. ΑΠ 453/1991, ΕΕΝ 1992, σελ. 275.
[9] Βλ. ΕφΘεσσ 1144/1978, Αρμεν. 1979, σελ. 285.
[10] Βλ. ΠρωτΜυτ 991/1954, Αρμεν. 8, σελ. 67, ΠρωτΚορ 415/1996, αδημ..