Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

ΑΚ 904 – Προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού – πότε δύναται να σωρευθεί παραδεκτά με άλλα αιτήματα στο δικόγραφο κατά την άποψη της νομολογίας;

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος”.

Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αναγκαία προϋπόθεση, για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητας της. Στην περίπτωση μη νομίμου αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή, για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφ’ όσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από την μία περιουσία στην άλλη, β) την συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 93/2014). Ως αχρεώστητη παροχή νοείται η περίπτωση πλουτισμού του λήπτη που επέρχεται χωρίς την παροχή ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση και γενικότερα βούληση του ζημιωθέντος, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Πρόκειται για παροχή που καταβάλλεται σε εκπλήρωση ανύπαρκτης, κατά το χρόνο καταβολής, παροχής ,είτε μεταγενέστερα αποσβεσθείσας. Εξάλλου ο ως άνω πλουτισμός ή ωφέλεια του υπόχρεου μπορεί να συνίσταται στην επαύξηση του ενεργητικού της περιουσίας του, η οποία επέρχεται με απόκτηση της κυριότητας ή εμπραγμάτου δικαιώματος ή και μόνο της νομής ή της κατοχής πράγματος. Ακόμη κατά την έννοια της άνω διατάξεως βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι η ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας άλλου, δηλαδή, για να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου (ΑΠ 432/2013 & ΑΠ 68/2016, δημ. Nomos). Ειδικότερα στο στοιχείο αυτό της αμεσότητας της αιτιώδους συνάφειας εμμένει περισσότερο η νομολογία απ’ ότι η θεωρία.

Σύμφωνα με την άποψη της νομολογίας (ΑΠ 170/2016, δημ. Nomos) από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 904 του Α.Κ. προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή από την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από την σύμβαση ή από την αδικοπραξία (Ολ. Α.Π. 22/2003, Α.Π. 1468/2010, Α.Π. 16/2008). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποίαν αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίον η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του Κ.Πολ.Δ.), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως αυτής από την σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, ήτοι να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α έως δ για την θεμελίωση της αντίστοιχης αξιώσεως της στηριζομένης, στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του Α.Κ., δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, (εκτός άλλων) γιατί έληξε ή δεν επακολούθησε (Α.Π. 749/2008).

Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζομένη, σε έγκυρη σύμβαση, κυρία βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ., η οποία απαιτεί την σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή.

Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον ενάγοντα του λόγου ακυρότητας της συμβάσεως, ήτοι που διαγνώσθηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (Ολ. Α.Π. 23/2003) ήτοι η επίκληση εκ μέρους του των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των, με την κυρία βάση της αγωγής, ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις), όπως η έλλειψη στοιχείων της αδικοπραξίας, θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθήσασα εξέταση της επικουρικής βάσεως από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (Ολ. Α.Π. 22/2003, Α.Π. 1468/2010).

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί