Αναδρομική παύση ισχύος της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων διατροφής, εάν η κύρια αγωγή απορριφθεί κατ’ ουσίαν τελεσίδικα – Επί μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη
Στο άρθρο 730 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι παύει αυτοδικαίως η ισχύς της απόφασης που επιδίκασε προσωρινά απαίτηση, αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι αν απορριφθεί τελεσίδικα κατ’ ουσίαν η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το Δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το Δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί.
Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι μετά τη δημοσίευση οριστικής απόφασης για την ουσία της κύριας υπόθεσης η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος, ακόμη και για οφειλόμενες δόσεις του χρονικού διαστήματος που αυτή ίσχυε, οι μέχρι τότε, όμως, καταβολές δεν ανατρέπονται πριν από την τελεσίδικη επιδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος, ενώ ποσά που καταβλήθηκαν, ενώ η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων έχει ήδη αποδυναμωθεί, αναζητούνται αμέσως κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 730 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Μετά την τελεσίδικη απόρριψη της κύριας αγωγής, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αποβάλλει αυτοδικαίως και αναδρομικώς την ισχύ της κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 730 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1497/2000 – ΕλλΔνη 2001, σελ. 681). Σκοπός της ρύθμισης του άρθρου 730 ΚΠολΔ είναι η διασφάλιση κατά τρόπο αποτελεσματικό του προσωρινού χαρακτήρα της προσωρινής επιδίκασης της απαίτησης. Η φύση της περιουσιακής μεταβολής που συντελείται με την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως ή την προσωρινή μεταρρύθμιση αποφάσεως περιοδικών παροχών, επιτρέπει την ανατροπή της χωρίς κίνδυνο να θιγούν τρίτοι ή η ασφάλεια των συναλλαγών, γι’ αυτό και ο νομοθέτης δεν δίστασε να προβλέψει ρητά την αποκαταστατική λειτουργία μετά την έκδοση τελεσίδικης απορριπτικής αποφάσεως αναφορικά με την ουσία της κύριας υπόθεσης.
Το ρυθμιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 730 παρ. 2 ΚΠολΔ δικαίωμα επαναφοράς είναι γνήσιο δικαίωμα πλήρους επαναφοράς που ανατρέπει αναδρομικά τις συνέπειες της προσωρινής επιδίκασης, διακρινόμενο από την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού αυτό (δικαίωμα επαναφοράς) υφίσταται ακόμη και αν δεν σώζεται ο πλουτισμός. Για την επιδίκαση της αξίωσης αυτής δεν απαιτείται η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής, αλλά αίτηση, η οποία υποβάλλεται είτε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και με τις προτάσεις είτε στο Δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση. Αποτελεί διαφορά περί την εκτέλεση και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, η, δε, επίδοση της σχετικής αίτησης στον αντίδικο προκαλεί υπερημερία αυτού και έκτοτε οφείλονται τόκοι (ΜονΠρΑθ 604/1997 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, να σημειωθεί ότι κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής αποτελεί και η απόρριψη αυτής λόγω παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 181/2013, ΑΠ 1337/2011 ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΠειρ 1984/1983) – (ΜΠρΣερ 122/2014 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr