Αναπροσαρμογή συμβατικής παροχής βάσει του 288 ΑΚ
Το άρθρο 288 ΑΚ ορίζει ότι «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη»[1]. Ως καλή πίστη θεωρείται η ενδεδειγμένη συμπεριφορά σε σχέση με τις συναλλακτικές συνθήκες σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Η καλή πίστη πρέπει να συνδυάζεται με τα συναλλακτικά ήθη, δηλαδή με τη συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τις συναλλαγές και συνάδει με όσα έχουν επικρατήσει κατά τη μακραίωνη εξέλιξη, έχουν δε παγιωθεί ως αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των συναλλασσομένων[2]. Με την υπόψη διάταξη θεσμοθετείται μία θεμελιακή αρχή του όλου δικαίου, ιδιωτικού και δημοσίου, η αρχή της αντικειμενικής καλής πίστης, η οποία πρέπει να νοηθεί ως το ελάχιστο μέτρο αμφιμερούς σεβασμού, χρηστότητας και ευθύτητας, το οποίο πρέπει να ρυθμίζει την έννομη σχέση κατά την εκπλήρωσή της. Σκοπός της ανωτέρω αρχής (η οποία συνιστά αναγκαστικό δίκαιο – ius cogens) είναι η επαναφορά της ισορροπίας των παροχών που διαταράχθηκε από διάφορα περιστατικά, και συνακόλουθα η εξισορρόπηση των συμφερόντων των μερών, ώστε να διατηρείται η ομαλή πορεία της έννομης σχέσης και γενικά της κοινωνικής ζωής[3].
Παρά το γεγονός ότι η 388 ΑΚ αποτελεί την κύρια και πρωταρχική sedes materiae για την υπό κρίσιν προβληματική, από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ’80 η διάταξη αυτή αρχίζει να παραμερίζεται από το νομολογιακό προσκήνιο και τη θέση της καταλαμβάνει η γενική ρήτρα της 288 ΑΚ. Αφετήριος σταθμός της παγιωθείσας αυτής πλέον νομολογίας στάθηκε η υπ’ αριθμ. 927/1982 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[4], όπου ετέθησαν τα θεμέλια για την εγκαθίδρυση της 288 ΑΚ ως του κατ’ εξοχήν αρμόδιου για την αντιμετώπιση του πραγματικού της δυσχέρειας εκπληρώσεως κανόνα δικαίου. Σύμφωνα με τα όσα διέλαβε η ανωτέρω απόφαση, η αρχή που διατυπώνεται στην 288 ΑΚ λειτουργεί όχι μόνον ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, αλλά και ως διορθωτική αυτών. Το τελευταίο συμβαίνει σ’ εκείνες ιδίως τις περιπτώσεις όπου, ένεκα συνδρομής ειδικών συνθηκών (όπως είναι λ.χ. οι νομισματικές εκπτώσεις, υποτιμήσεις ή διακυμάνσεις), μεταβλήθηκαν οι αρχικώς καθορισθέντες όροι εκπληρώσεως της σύμβασης, οπότε η 288 ΑΚ παρέχει στο δικαστή τη δυνατότητα, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις κρατούσες συναλλακτικές αντιλήψεις, να τροποποιήσει την εκπληρωτέα παροχή, περιστέλλοντας ή επεκτείνοντας το μέγεθός της, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως κατά το χρόνο εκπληρώσεώς της. Στο πλαίσιο δε της διορθωτικής αυτής λειτουργίας κρίνεται ότι η αρχή της 288 ΑΚ «εφαρμόζεται και επί προβλεφθείσης έτι μεταβολής των συνθηκών επί των οποίων τα μέρη εστήριξαν την συμφωνίαν των, όταν η μετά την επέλευσίν της εκπλήρωσις της παροχής τινός εξ αυτών, ως συνεφωνήθη, συνεπάγεται υπέρβασιν του, βάσει της γενομένης προβλέψεως, αναληφθέντος υπό τούτου κινδύνου ζημίας, καθιστώσαν την εμμονήν εις την συμφωνηθείσαν εκπλήρωσιν αντίθετον προς την εις τας συναλλαγάς απαιτουμένην ευθύτητα και εντιμότητα. Συνεπώς και δη κατά μείζονα λόγον, εφαρμόζεται και όταν δεν προεβλέφθη τοιαύτη μεταβολή, η μη πρόβλεψίς της όμως δεν είναι ανυπαίτιος». Με βάση τις παραδοχές αυτές, λοιπόν, εφαρμογή της 288 ΑΚ επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων χωρεί όταν δεν συντρέχουν βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής της ειδικής διατάξεως του άρθρου 388 ΑΚ, «ήτοι το μη προβλεπτόν της μεταβολής και το ανυπαίτιον της μη προβλέψεώς της»[5]. Όπως έχει επισημανθεί[6], η θέση αυτή φαίνεται εμμέσως να ιεραρχεί τα κριτήρια και τις αξιολογήσεις της 388 ΑΚ, αναδεικνύοντας ως σπουδαιότερη επιδίωξη τη διάσωση του οφειλέτη από μη επανορθώσιμες καταστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η καλή πίστη επιβάλλει την αποτροπή του πράγματι σοβαρότερου κινδύνου οικονομικής καταστροφής του οφειλέτη, ανεχόμενη τη μη συνδρομή των επιμέρους προϋποθέσεων, ιδίως του απρόβλεπτου και μη υπαίτιου της μεταβολής των συνθηκών.
Ενόψει των ανωτέρω, για την αναπροσαρμογή της παροχής κατ’ άρθρο 288 ΑΚ απαιτείται: α) μόνιμη (σε αντιδιαστολή με την παροδική) μεταβολή των συνθηκών κατά το διάστημα από τη σύναψη της σύμβασης και τον αρχικό συμβατικό προσδιορισμό της παροχής ή από το χρόνο της μεταγενέστερης (συμβατικής ή νόμιμης) αναπροσαρμογής μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και το απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή, β) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή μείωση) κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανάμεσα στην από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενη αφενός και στην αρχικά συνομολογημένη ή τη μετ’ αναπροσαρμογή καταβαλλόμενη παροχή αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση αυτής να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο, με τον αρχικό ή μετά από αναπροσαρμογή ορισμό της παροχής κίνδυνο και γ) αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) ανάμεσα στη μεταβολή των συνθηκών και την ουσιώδη απόκλιση της παροχής, ώστε η αναπροσαρμογή να αποκλείεται αν η απόκλιση θα επερχόταν και χωρίς μεταβολή των συνθηκών[7]. Γίνεται, δε, δεκτό ότι το άρθρο 288 ΑΚ είναι εφαρμοστέο επί της εκπλήρωσης της παροχής τόσο του δανειστή όσο και του οφειλέτη από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, ασχέτως αν απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή πηγάζει από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ειδική προστασία ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 388 ΑΚ.
Ως ήδη ελέχθη, η διάταξη αυτή παρέχει στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, ώστε να επιτευχθεί η αναπροσαρμογή της παροχής στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Μάλιστα, έχει κριθεί ότι ενώ το άρθρο 388 ΑΚ εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που η μεταβολή των συνθηκών έχει καταστήσει την παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, υπέρμετρα επαχθή (απαιτείται δηλαδή για την υπαγωγή συγκεκριμένου πραγματικού στη διάταξη του ως άνω άρθρου η πλήρωση του όρου της υπέρμετρης επάχθειας, άλλως της υφιστάμενης υπέρμετρης δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής), το άρθρο 288 ΑΚ, αντιθέτως, απαιτεί μόνο προφανή δυσαναλογία ή ακόμη και απλή επάχθεια[8].
Ειδικότερα, δε, το έργο του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση των δύο σκελών της αναπροσαρμογής. Αν μεταξύ των δύο αυτών σκελών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει περαιτέρω να κρίνει το Δικαστήριο αν αυτή είναι τέτοια, ώστε, κατά τις αρχές της καλής πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη αναπροσαρμογής υφίσταται όταν επέρχεται ζημία στον οφειλέτη η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη σύμβαση, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη μείωση της συμβατικής παροχής. Εν συνεχεία και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δε θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δε θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα αναπροσαρμοσθεί η παροχή στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη[9].
Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί[10], τη συνδρομή των ειδικών συνθηκών που επιβάλλουν την εφαρμογή της περί ης ο λόγος διάταξης οφείλει, για την πληρότητα της αγωγής, να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει ο ενάγων. Ειδικότερα, όταν κατ’ εφαρμογή της 288 ΑΚ, ζητείται η μείωση της συμφωνηθείσας παροχής, ο ενάγων οφείλει να περιλάβει στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, πλην άλλων, και πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία, από την εκτίμηση των οποίων να μπορεί να σχηματισθεί ασφαλής δικανική πεποίθηση ότι το προτεινόμενο από αυτόν χρηματικό αντάλλαγμα είναι εκείνο, που αντισταθμίζει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, την αξία της αντιπαροχής, άλλως η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και κατά τούτο ανεπίδεκτη δικανικής εκτίμησης[11].
Τέλος, σημειούται ότι, το δικαίωμα αναπροσαρμογής κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, καθ’ όμοιο τρόπο προς τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, είναι διαπλαστικής φύσης, παρέχει δηλαδή τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσης, η οποία μεταβάλλεται ως προς το ύψος της συμβατικής παροχής από την άσκηση της αγωγής, και, κατά συνέπεια, τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Τούτο σημαίνει ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικά, χωρίς αναδρομικότητα[12]. Στη θεωρία έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί ότι το δικαστήριο μπορεί να προσδώσει αναδρομική ενέργεια στη διάπλαση, τούτο όμως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κυρίως δε όταν τη νέα αναδρομική ρύθμιση έπρεπε να αναμένουν, κατά την καλή πίστη, οι συμβαλλόμενοι[13].
Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. ενδεικτικά Α. Γ. Καραμπατζό, Απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, Σειρά: Πραγματείες Αστικού Δικαίου (Διεύθυνση: καθηγητής Παν. Παπανικολάου), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2006, σελ. 361 επ., Α. Γ. Καραμπατζό, Παρατηρήσεις επί της ΜονΠρΚαλ 34/2011 – Οικονομική κρίση και αναπροσαρμογή των συμβατικών παροχών, ΝοΒ 2011, σελ. 2319 επ., Β. Α. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Β΄, Γενικό Ενοχικό, Άρθρα 287-495, Αθήνα 2003, σελ. 30 επ. (υπό άρθρο 288), Δ. Κ. Ρούσση, Απρόοπτη μεταβολή συνθηκών και διάπλαση ουσιωδών όρων πιστωτικών συμβάσεων, ΧρΙΔ ΙΓ΄, 2013, σελ. 494-504 (500 επ.), Δ. Λιάππη, Η οικονομική κρίση και το δίκαιο των συμβάσεων, ΔΕΕ 1/2011, σελ. 11-22 (15 επ.), άπαντες με περαιτέρω εκτενείς παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία. Εκ της νομολογίας, βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 3/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 9/1997, ΝοΒ 1997, σελ. 762, ΟλΑΠ 927/1982, ΝοΒ 1983, σελ. 214, ΑΠ 763/2016, ΜΠΑ 5880/2015, ΕφΛαρ 172/2014, ΑΠ 1325/2013, ΑΠ 988/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 736/2012, ΧρΙΔ 2012, σελ. 430 με παρατ. Καραμπατζού, ΑΠ 893/2010, ΝοΒ 2011, σελ. 933 = ΕφΑΔ 2011, σελ. 516, ΑΠ 850/2010, ΑΠ 508/2010, ΑΠ 633/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 103/2001, ΕλλΔνη 2002, σελ. 715, ΑΠ 588/1995, ΕΔΠ 1996, σελ. 114.
[2] Βλ. ΑΠ 1171/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[3] Σημειωτέον ότι η περιεχόμενη στην ΑΚ 288 αρχή εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις τροποποιήσεως του περιεχομένου αμφοτεροβαρούς συμβάσεως. Βλ. ΕφΘεσσ 2452/1996, Αρμ 1996, σελ. 1321, ΕφΘεσσ 301/1994, Αρμ 1994, σελ. 268, ΑΠ 1064/1972, ΝοΒ 1973, σελ. 629, καθώς και Α. Γ. Καραμπατζό, όπ.π. Παρατηρήσεις (υποσημ. 1), σελ. 2320 (υποσημ. 14) με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία.
[4] Βλ. ΟλΑΠ 927/1982, ΝοΒ 1983, σελ. 214 = ΕλλΔνη 1983, σελ. 45, με σύμφωνο σχόλιο Κρουσταλάκη.
[5] Πρβλ. ΜονΠρΒολ 49/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ είναι γενική και ειδικότερη εφαρμογή της είναι εκείνη του άρθρου 388 ΑΚ. Επομένως η τελευταία, ως ειδικότερη, υπερισχύει της γενικής, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία, μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, η οποία όμως δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ». Η θέση αυτή περί της διορθωτικής λειτουργίας της 288 ΑΚ συνιστά πάγια και σταθερή νομολογία, εξυπηρετεί δε, ως επί το πλείστον, την αναπροσαρμογή (αύξηση ή μείωση) μισθώματος επί εμπορικής μισθώσεως. Βλ. εκτενή νομολογία σε Α. Γ. Καραμπατζό, όπ.π. Απρόβλεπτη (υποσημ. 1), σελ. 363 (υποσημ. 53) και Α. Γ. Καραμπατζό, όπ.π. Παρατηρήσεις (υποσημ. 1), σελ. 2320 (υποσημ. 15).
[6] Βλ. Δ. Κ. Ρούσση, όπ.π. (υποσημ. 1), σελ. 500.
[7] Βλ. ΟλΑΠ 9/1997, ΕλλΔνη 1997, σελ. 757, ΠολΠρΙωανν 161/2015, ΕφΛαρ 172/2014, AΠ 850/2010, ΑΠ 508/2010, ΑΠ 2166/2009, ΑΠ 1464/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7172/2008, ΕλλΔνη 2009, σελ. 1254, ΑΠ 1487/2005, ΕλλΔνη 2006, σελ. 170, ΑΠ 328/2004, ΕλλΔνη 2005, σελ. 1461.
[8] Βλ. ΑΠ 756/2003, ΝοΒ 2004, σελ. 242, ΜονΠρΘεσσ 28039/2001, Αρμ 2002, σελ. 1771, ΕφΑθ 6054/1994, ΕΔΠ 1995, σελ. 131. Βλ. και ΑΠ 716/1992, ΕΕΝ 1993, σελ. 542, η οποία αφορμάται από τη θέση ότι για την εφαρμογή της 288 ΑΚ αρκεί και η «απώλεια μέρους του προσδοκώμενου κέρδους».
[9] Βλ. ΟλΑΠ 3/2014, ΑΠ 763/2016, ΠΠΑ 1637/2016, ΑΠ 762/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[10] Βλ. ενδεικτικά ΠολΠρΛαμ 7/2017, ΠολΠρΙωανν 161/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1824/2009, ΝοΒ 2009, σελ. 1363, ΕφΑθ 9994/1989, ΕΔΠ 1992, σελ. 134.
[11] Βλ. εκτενή νομολογία σε Α. Γ. Καραμπατζό, όπ.π. Παρατηρήσεις (υποσημ. 1), σελ. 2324 (υποσημ. 29) και Α. Γ. Καραμπατζό, όπ.π. Απρόβλεπτη (υποσημ. 1), σελ. 381-382. Για το ορισμένο αγωγής αναπροσαρμογής μισθώματος, βλ. ΜΠΑ 219/2014, ΑΠ 508/2010, ΑΠ 850/2010, ΑΠ 893/2010, ΑΠ 423/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Δεν είναι απαραίτητη η παράθεση της μισθωτικής αξίας ομόρων ακινήτων (ΕφΛαρ 172/2014, ΑΠ 893/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρΣπαρτ 619/12, Δνη 2013, σελ. 840, ΑΠ 103/2001, Δνη 42, σελ. 1). Πρέπει, επίσης, ο ενάγων της σχετικής αγωγής να διαλαμβάνει στο αγωγικό δικόγραφο και τους προσδιοριστικούς εκείνους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό του μισθώματος, όπως είναι η μισθωτική αξία του μισθίου ακινήτου, ακριβής αύξηση της μισθωτικής αυτής αξίας, η μεγάλη ή μικρή προσφορά καταστημάτων στην ίδια περιοχή της αυτής περίπου έκτασης, θέσεως και χρήσεως. Ακόμη, προσδιοριστικά στοιχεία συνιστούν η ουσιώδης μεταβολή των ειδικών οικονομικών συνθηκών που υπήρχαν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως και, ειδικότερα, η σημαντική αύξηση του τιμαρίθμου και του ατομικού εισοδήματος, η στενότητα της επαγγελματικής στέγης και η ζημία του αιτούντος την αναπροσαρμογή συμβαλλόμενου μέρους η οποία υπερβαίνει τον κίνδυνο που ανέλαβε με τη σύμβαση (ΕφΠειρ 48/2010, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜονΠρΒολ 49/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2166/2009, ΕΔΠ 2010, ΑΠ 503/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία αυτά, πρόσφορα και συγκεκριμένα, και όχι με απλή επανάληψη της διατυπώσεως του νόμου, πρέπει να περιέχονται στην αγωγή, διαφορετικά η παράλειψή τους δημιουργεί αοριστία και ακυρότητα του δικογράφου της (ΑΠ 1487/2005, ΕλλΔνη 47, σελ. 170, ΕφΘεσσ 391/2005, Αρμ 59, σελ. 1025).
[12] Βλ. ΟλΑΠ 3/2014, ΠΠΑ 1637/2016, ΑΠ 2022/2014, ΕφΛαρ 172/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[13] Βλ. Α. Γ. Καραμπατζό, όπ.π. Παρατηρήσεις (υποσημ. 1), σελ. 2325 με περαιτέρω παραπομπές.