Ανυπόστατο απόφασης Γενικής Συνέλευσης Ανώνυμης Εταιρείας: Σύγκριση Ν.2190/1920 (πριν το 2007), Ν.3604/2007 και Ν. 4548/2018
Όπως κάθε δικαιοπραξία, έτσι και η απόφαση της ΓΣ α.ε. μπορεί να λογίζεται για το δίκαιο ως ανυπόστατη, το δε, ανυπόστατο αποτελεί μία από τις τρεις κατηγορίες παθολογίας της δικαιοπραξίας, στις οποίες περιλαμβάνονται ακόμη η ακυρότητα και η ακυρωσία. Ανυπόστατη δικαιοπραξία είναι το περιστατικό που εν όλω ή εν μέρει δεν αντιστοιχεί στη μορφή της δικαιοττραξίας. Το περιστατικό από το οποίο λείπει ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία που συνθέτουν την ολότητα -ή το «πραγματικό»- της δικαιοπραξίας. Εάν μία απόφαση συλλογικού οργάνου ενώσεως προσώπων, όπως είναι και η απόφαση των πολυπρόσωπων οργάνων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ως είδος ιδιόρρυθμης πολυμερούς δικαιοπραξίας, δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα από το νόμο στοιχεία της νομοτυπικής της μορφής, είναι ανυπόστατη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Σύμφωνα με αυτά, ανυπόστατη είναι η απόφαση, που δεν φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα της απόφασης (βλ. ΑΠ 1489/1999, ΕλλΔνη 2000/127) ή έχει ληφθεί μόνον κατά φαινόμενο (βλ. ΕφΘεσ 549/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΠειρ 5010/2017 ΤΝΠ Νόμος και Αλικάκο, Η απόφαση στις ενώσεις προσώπων και στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, έκδ. 2004, σελ. 274, 275).
Αντιθέτως, άκυρη ή ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι το περιστατικό το οποίο πληροί εξ ολοκλήρου τη μορφή της δικαιοπραξίας, το οποίο όμως, εξαιτίας κάποιου ελαττώματος, είτε δεν παράγει το αποτέλεσμα της δικαιοπραξίας (ακυρότητα), είτε το παράγει αλλά αυτό μπορεί να ανατραπεί με δικαστική απόφαση (ακυρωσία). Και ναι μεν το ανυπόστατο και η ακυρότητα συμπίπτουν κατ’ αποτέλεσμα, αφού και τα δύο δεν επιτρέπουν στο «πραγματικό» της δικαιοπραξίας, που πάσχει από ατέλεια ή ελάττωμα, να παραγάγει τις έννομες συνέπειες στις οποίες κατευθύνεται, όμως ορισμένα γεγονότα καλύπτουν -με την έννοια ότι θεραπεύουν- την ακυρότητα (άρθρο 35β παρ. 3, 4 και 5 Ν. 2190/1920), ενώ το ανυπόστατο δεν επιδέχεται θεραπεία (επιχείρημα από άρθρο 35γ παρ. 1 Ν.2190/1920) (βλ. Κ. Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της γεν. συνέλευσης, ΕπισκΕμπΔ Β/2008, σελ. 473 – 475). Άλλως, οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες δεν είναι δεκτικές επικυρώσεως (βλ Μ. Μαρίνο, Ανυπόστατες αποφάσεις Γ.Σ., ΧρΙΔ 2013, σελ. 244 με περαιτέρω παραπομπές).
Η ανυπόστατη απόφαση γενικής συνέλευσης δεν φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα απόφασης της γενικής συνέλευσης. Είναι, δηλαδή, νομικά ανύπαρκτη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεραπευθεί και δεν απαιτείται για το σκοπό αυτό η έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης, όπως συμβαίνει με τις άκυρες και τις ακυρώσιμες αποφάσεις, οι οποίες είναι υποστατές (βλ. ΑΠ 547/2019, ΑΠ 1259/2018 ΤΝΠ Νόμος).
Εξάλλου, ο προϊσχύων Ν.2190/1920, πριν το 2007, δεν περιείχε ειδική ρύθμιση για το ανυπόστατο των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης. Η νομολογία, όμως, κατά τη μακρόχρονη εφαρμογή του, είχε διαπλάσει τη μορφή του ανυποστάτου στον χώρο των εταιρικών οργάνων της ΑΕ. Έτσι είχαν κριθεί νομολογιακά ως ανυπόστατες οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, αλλά και των λοιπών σωματειακών μορφωμάτων, οι οποίες δεν έφεραν τα εξωτερικά γνωρίσματα της απόφασης (βλ. ΟλΑΠ 410/1963 ΕΕΝ 1963.872, ΑΠ 569/1991 ΝοΒ 1962.206), που είχαν ληφθεί χωρίς πραγματική συγκέντρωση μετοχών, ή χωρίς να έχουν όλοι οι μέτοχοι δυνατότητα συμμετοχής σε αυτήν, ή όταν στη συγκέντρωση δεν έλαβαν μέρος μόνον οι μέτοχοι, αλλά και πρόσωπα που δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα, ή όταν δεν υφίστατο animus decidendi των συγκεντρωθέντων, ή όταν λήφθηκε κατά τη διάρκεια συνάθροισης των μετόχων για άλλο σκοπό, ή όταν δεν είχε διενεργηθεί ψηφοφορία (βλ. ΕφΠατρ 130/1997 ΔΕΕ 1997.712, ΠΠρΛαρ 83/2004 ΔΕΕ 2004.7668, ΠΠρΡοδ 29/1995 ΔΕΕ 1997.722, Ρ.Γιοβαννόπουλο σε Ευ.Περάκη Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, έκδ. 2010, τομ.1, άρθρο 35γ, αρ.1, σελ.1380, Απ.Καραγκουνίδη, Η ατελέσφορη ρύθμιση των ανυπόστατων αποφάσεων της ΓΣ στην Ανώνυμη Εταιρία, Αρμ 2017.1875, Θ. Κατσά, Η ανυπόστατη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, ΝοΒ 2016.783), ή όταν επρόκειτο για ψευδεπίγραφη αυτόκλητη καθολική συνέλευση χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της (βλ. ΠΠρΡοδ 29/1995 ΕΕμπΔ 1997.722). Η κοινή συνισταμένη της προρρηθείσας περιπτωσιολογίας εντοπιζόταν στην πεποίθηση ότι η απόφαση της γενικής συνέλευσης θα έπρεπε να λαμβάνεται από όλους τους μετόχους που το επιθυμούν και μόνον από αυτούς, ώστε δεν γινόταν ανεκτή η νόθευση, αφενός, της βούλησης των μετόχων, αφετέρου, της βούλησης του νομικού προσώπου (βλ. ΟλΑΠ 497/1978 ΝοΒ 1978.668, ΕφΑΘ 8646/2005 ΕλλΔνη 2007.890). Η προσέγγιση αυτή έβρισκε πρωταρχική νομοθετική έκφραση στις διατάξεις των άρθρων 28, 30 και 35α Ν.2190/1920, κατά τις οποίες η γενική συνέλευση συγκροτείτο μόνο από πρόσωπα, τα οποία είχαν την ιδιότητα του μετόχου κατά το χρόνο της σύγκλησής της (βλ. ΠΠρΗρακλ 314/2001 ΕΕμπΔ 2001.504).
Υπό τη φόρτιση της νομολογιακής αυτής εμπειρίας, θεσπίστηκε νομοθετικά το ανυπόστατο των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης με τον Ν.3604/2007 (ΦΕΚ Α` 189/08-08-2007), στην αιτιολογική έκθεση του οποίου τονιζόταν ότι το ανυπόστατο συντρέχει μόνον αν η απόφαση της γενικής συνέλευσης ελήφθη με τις ψήφους προσώπων που δεν είναι μέτοχοι (βλ. σελ.8, 67 Αιτιολογικής Έκθεσης Ν.3604/2007). Προς τούτο εισήχθη στον Ν.2190/1920 το άρθρο 35γ παρ.2, κατά το οποίο ανυπόστατες ήταν οι αποφάσεις που λήφθηκαν με τις ψήφους προσώπων τα οποία είτε α) δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα, είτε β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα. Το γράμμα της διάταξης αυτής υπαινίσσεται τους ακόλουθους δύο κανόνες : πρώτον, ότι η ρύθμισή της αναφέρεται σε αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν με ψηφοφορία σε συνέλευση και δεύτερον ότι εφαρμόζεται όταν στην ψηφοφορία έλαβαν μέρος και πρόσωπα που δεν ήταν μέτοχοι ή δεν αντιπροσώπευαν μετόχους και, παραλλήλως, με τις ψήφους τους σχημάτισαν την απαιτούμενη πλειοψηφία. Ο δεύτερος κανόνας, όμως αναιρείται από την διάταξη του άρθρου 35α παρ. 5 στοιχ. α`, σύμφωνα με την οποία είναι ακυρώσιμη η απόφαση της γ.σ. λόγω «συμμετοχής σε αυτή προσώπων που δεν είχαν το δικαίωμα αυτό», εφόσον «η ψήφος τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη πλειοψηφίας». Εν όψει τούτου, λοιπόν, η διάταξη του άρθρου 35γ παρ. 2 αναφέρεται στην εντελώς υποθετική περίπτωση, στην οποία η απόφαση ελήφθη με ψηφοφορία σε συνέλευση που δεν συγκροτήθηκε από μετόχους ή αντιπροσώπους μετόχων (βλ. Κ. Παμπούκης, ό.π. σελ. 478).
Εξάλλου, ετίθετο το ζήτημα αν η απαρίθμηση των λόγων του ανυπόστατου του άρθρου 35γ παρ. 2 είναι εξαντλητική, με την έννοια ότι σε καμία άλλη περίπτωση δεν μπορεί μια απόφαση γ.σ. να χαρακτηριστεί ως ανυπόστατη, παρά μόνο στις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 35γ. Ωστόσο, έτεινε ήδη να παγιωθεί η άποψη ότι η υπογραφή πρακτικού του άρθρου 32 παρ. 3 από πρόσωπο που δεν είναι μέτοχος, επισύρει το ανυπόστατο της λογιζόμενης ως καθολικής γενικής συνέλευσης (βλ. Ρ. Γιοβαννόπουλο σε Ευ.Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, έκδ. 2010, τομ.1, άρθρο 35γ, αρ.8, σελ. 1384, με παραπομπές σε Κ. Παμπούκη, ο,π., σελ. 479. Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, έκδ.2012, σελ. 484). Στο ίδιο πλαίσιο, υποστηριζόταν ότι το ανυπόστατο επέρχεται, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή τρίτου μη νομιμοποιούμενου προσώπου, όταν στη συνεδρίαση υποτιθέμενης αυτόκλητης καθολικής γενικής συνέλευσης δεν παρίστανται όλοι οι μέτοχοι ή, όταν, στο πλαίσιο του άρθρου 32 παρ. 3, το σχετικό πρακτικό δεν υπογράφεται από όλους τους μετόχους (βλ. Ρ. Γιοβαννόπουλο, ό.π., άρθρο 35γ, αρ. 8 με παραπομπές σε Κ.Παμπούκη, ο.π., άποψη που αναφέρθηκε ανωτέρω, Α. Μπεχλιβάνη σε Β.Γ. Αντωνόπουλου – Σπ.Μούζουλα, Ανώνυμες Εταιρίες, έκδ.2013, τομ.ΙΙ, άρθ.35γ, αριθ.9, σελ.753, Α.Μπεχλιβάνη ΕττισκΕμπΔ 2008, 856, και Μ. Μαρίνο, Ανυπόστατες αποφάσεις γ.σ.. ΧρΙΔ 2013, σελ. 248). Ειδικά για την περίπτωση του άρθρου 32 παρ. 3, που αποβλέπει αποκλειστικά στις περιπτώσεις που δεν πραγματοποιείται καθόλου συνεδρίαση, η ίδια εν λόγω διάταξη ορίζει την υπογραφή του πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ως προϋπόθεση της ισοδυναμίας του υπογεγραμμένου πρακτικού με απόφαση της γενικής συνέλευσης. Αναμφίβολα, λοιπόν, η μη πλήρωση αυτής της sine qua non προϋπόθεσης, δηλ. η μη υπογραφή του πρακτικού από όλους τους μετόχους, επιφέρει το ανυπόστατο της απόφασης που περιλαμβάνεται στο ατελές πρακτικό, αφού δεν έχει λάβει χώρα συνέλευση των μετόχων, στην οποία θα μπορούσε να καταλογισθεί, έστω και ως ελαττωματική, η εν λόγω απόφαση (βλ. Ρ. Γιοβαννόπουλος, ό.π., άρθρο 35γ. αρ. 8 και ο ίδιος, Ελαπωματικές αποφάσεις γενικής συνέλευσης, τόμος I, σελ. 187 -188,327).
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 139 του Ν.4858/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α` 104/13-06-2018) μία απόφαση της γενικής συνέλευσης της ανώνυμης εταιρίας είναι ανυπόστατη όταν στην ψηφοφορία συμμετέχουν πρόσωπα, τα οποία στο σύνολό τους : α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης διατηρεί τη διαμορφωθείσα μετά τον Ν.3604/2007 κατηγοριοποίηση των «ελαττωματικών» αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σε ανυπόστατες, άκυρες και ακυρώσιμες. Η τελευταία ως άνω διάταξη (139) διαφοροποιείται από την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 35γ παρ.2, ως προς τον αριθμό των ψηφισάντων που δεν έχουν τη μετοχική ιδιότητα ή έχουν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από μη μετόχους. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 139 παρ.2 θέτει ως προϋπόθεση για την επέλευση της ανυποστασίας, να έχουν ψηφίσει για τη λήψη της απόφασης μόνον πρόσωπα που δεν είχαν τη μετοχική ιδιότητα ή είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από μη μετόχους. Στη διάταξη του άρθρου 139 παρ.2 ο νόμος ορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις ανυποστάτου αποφάσεων ΓΣ (αντίθετοι Μάρκου, βλ. Σωτηρόπουλος σελ.1921).
Το δικαίωμα ψήφου απορρέει από τη μετοχική ιδιότητα. Επομένως, δεν νοείται άσκηση του δικαιώματος ψήφου χωρίς να υπάρχει μετοχική ιδιότητα. Προκειμένου περί ανυπόστατης απόφασης ΓΣ, κρίσιμος χρόνος για τη συνδρομή της μετοχικής ιδιότητας είναι ο χρόνος της ψηφοφορίας και συναφώς, για την κατάφαση του ανυποστάτου, κρίσιμο είναι, όσοι συμμετέχουν στην ψηφοφορία να μην είναι οι ίδιοι μέτοχοι ή να μην αντλούν το δικαίωμα να ψηφίζουν από πρόσωπα, που είναι μέτοχοι. Οι αντιπρόσωποι μετόχων ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, διότι δεν ασκούν ίδιο δικαίωμα, αλλά ασκούν το δικαίωμα των αντιπροσωπευομένων μετόχων. Μετοχική ιδιότητα δεν έχει εκείνος, που δεν έχει αποκτήσει έγκυρα μετοχές της εταιρίας, με τις οποίες ψηφίζει στην ΓΣ, διότι πάσχει ελάττωμα η πρωτότυπη (σύμβαση ανάληψης) ή η παράγωγη κτήση των μετοχών (ΑΠ 1392/2014 ΧρΙΔ 2015.537) ή διότι έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο να είναι μέτοχος. Επιπλέον, στο άρθρο 139 ο νομοθέτης έλαβε θέση υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας του προϊσχύσαντος άρθ.35γ Κ.Ν. 2190/1920, κατά την οποία για να θεμελιωθεί το ανυπόστατο της απόφασης ΓΣ απαιτείτο οι μη έχοντες μετοχική ιδιότητα να αποτελούν το σύνολο. Κατ’ άλλη άποψη αυτό δεν ήταν απαραίτητο. Κατά την άποψη αυτή, η διάταξη του άρθ/35γ Ν.2190/1920 έπρεπε να ερμηνεύεται διασταλτικά. Έτσι, αρκούσε η παράνομη συμμετοχή να ήταν κρίσιμη για το σχηματισμό πλειοψηφίας στη ΓΣ (βλ. ΑΠ 1340/2017 ΕΕμπΔ 2017.556, Δ. Χριστοδούλου, σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, ό.π., άρθ.139, αριθ.4, σελ.1922). Στο άρθρο 139 ο νομοθέτης έλαβε θέση υπέρ της πρώτης άποψης διευκρινίζοντας μάλιστα στην Αιτ.Έκθ. επί του άρθρου 139 και το προϊσχυσαν άρθρο 35γ Κ.Ν.2190/1920. Έτσι, ανυπόστατη είναι η απόφαση του ΓΣ μόνο στην περίπτωση, που το σύνολο όσων συμμετέχουν στην ψηφοφορία δεν έχουν την μετοχική ιδιότητα. Αν έστω και ένας από τους συμμετέχοντες στην ψηφοφορία είναι μέτοχος, με μία έστω μετοχή, ή αντλεί το δικαίωμα να ψηφίζει από μέτοχο, έστω και μίας μόνο μετοχής, δεν πρόκειται για ανυπόστατη, αλλά για υποστατή απόφαση, η οποία υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 137 παρ.5 περ.α` είναι ακυρώσιμη και, η οποία, επομένως, μέχρι να ακυρωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 137, παράγει πλήρη αποτελέσματα (βλ. Δ. Χριστοδούλου, σε Γ. Σωτηρόπουλος, Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρίας, ό.π., άρθ.139, αριθ.4, σελ.1922).
Στις ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθ.137 και 138. Τούτο δε, διότι η εφαρμογή των άρθρων αυτών προϋποθέτει υποστατές αποφάσεις ΓΣ. Οι ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ δεν είναι δυνατό να θεραπευτούν με οποιονδήποτε τρόπο, διότι η θεραπεία προϋποθέτει την ύπαρξη αποφάσεως, τυχόν δε θεραπεία της ανυπόστατης απόφασης θα ισοδυναμούσε με δημιουργία μιας απόφασης εκ του μηδενός (βλ. ΠΠρΑΘ 1074/1016 ΝοΒ 2016.2242, ΠΠρΘες 11678/2015 Αρμ 2015.1319). Ως προς τις έννομες συνέπειες η ανυπόστατη απόφαση ΓΣ ομοιάζει με την άκυρη, διότι ούτε στη μια περίπτωση ούτε στην άλλη η απόφαση της ΓΣ παράγει αποτελέσματα. Επίσης, τόσο η ανυπόστατη όσο και η άκυρη απόφαση ΓΣ δεν προϋποθέτουν την έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης. Τυχόν δικαστική απόφαση για το ζήτημα του ανυποστάτου είναι απλώς αναγνωριστική (βλ. ΑΠ 1392/2014 ΧρΙΔ 2015.98). Σε αντιδιαστολή προς την άκυρη απόφαση, η οποία, επειδή ελήφθη από μετόχους, κατ’ αρχάς πληροί το πραγματικό της απόφασης ΓΣ, η ανυπόστατη απόφαση δεν πληροί το πραγματικό, ή κατ` άλλη διατύπωση, δεν έχει τα νομοτυπικά γνωρίσματα της απόφασης. Η τυχόν καταχώριση της ανυπόστατης απόφασης στο Γ.Ε.ΜΗ. δεν θεραπεύει το ανυπόστατο, αλλά απλώς υπόκειται σε διαγραφή δια της δικαστικής ή διοικητικής οδού (βλ. ΕφΘεσ 549/2016 ΧρΙΔ 2017.213). Η αγωγή που επιδιώκει την αναγνώριση του ανυποστάτου, μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε χωρίς χρονικό περιορισμό, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εξωδίκως ή δικαστικώς (βλ. ΕφΘεσ 549/2016 ΧρΙΔ 2017.213) [14866/2022 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος
email: info@efotopoulou.gr