Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Απαγόρευση συμψηφισμού μισθού – Έννοια μισθού – Ο αποκλεισμός αυτός αφορά στο σύνολο του μισθού και μόνο στο ποσό του μισθού που είναι αναγκαίο για τη διατροφή του μισθωτού και της οικογένειάς του.  (ΕφΑθ 2752/2005, δημ. ΔΕΕ 2006, 673)

Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή που καταβάλλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη συμφωνία στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της εργασίας (άρθρα 648, 649, 653 ΑΚ και άρθρο 1 της 95 ΔΣΕ που κυρώθηκε με το Ν 3248/1955) ή γενικά ως αμοιβή που δίνει σ’ αυτόν για τη σχέση εργασίας του (άρθρο 119 παρ. 2 ΣυνθΕΟΚ). Παροχή του εργοδότη στον εργαζόμενο, για την οποία δεν υπάρχει από το νόμο υποχρέωση ή από την εργασιακή σύμβαση και η οποία δεν περιλαμβάνεται στην αμοιβή για την παρεχόμενη εργασία, είναι οικειοθελής. Μια τέτοια οικειοθελής παροχή μπορεί να μετατραπεί σε μισθό, αν καταβάλλεται τακτικά όλο το χρόνο, επί σειρά ετών σε διευρυμένο κύκλο δικαιούχων εργαζομένων (ΕφΑθ 6145/1996 ΕΕργΔ 56,227).

Το άρθρο 451 ΑΚ ορίζει ότι δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης. Το δε άρθρο 982 παρ. 2 του ΚΠολΔ ορίζει ότι εξαιρούνται από την κατάσχεση α) …, β) …, γ) …, δ) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών… Τέλος, το άρθρο 664 παρ. 1 ΑΚ ορίζει ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του.

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι ο εργοδότης δεν δικαιούται να συμψηφίσει τον μισθό του μισθωτού (υπαλλήλου ή εργάτη) με απαιτήσεις που έχει έναντι του μισθωτού. Ο αποκλεισμός αυτός αφορά στο σύνολο του μισθού και όχι μόνον στο ποσόν του μισθού που είναι αναγκαίο για την διατροφή του μισθωτού και της οικογένειάς του. Το απόλυτα αναγκαίο μέρος του μισθού προς διατροφή του μισθωτού και της οικογένειάς του κρίνεται από το δικαστήριο με βάση την αρχή της καλής πίστης και τις ειδικές περιστάσεις (μέλη οικογένειας, τυχόν άλλα εισοδήματα του μισθωτού, κοινωνική θέση κ.λπ.) (βλ. Ι. Δεληγιάννη, Ι. Κουκιάδη, ΕργΔ Α΄, σελ. 294 επ.). Κατ’ εξαίρεση, ο εργοδότης δικαιούται να συμψηφίσει τον μισθό με απαίτησή του που γεννήθηκε κατά την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας ένεκα λόγου ο οποίος δικαιολογεί τον συμψηφισμό βάσει της αρχής της καλής πίστεως (ΑΚ 281, 288) (βλ. Καρακατσάνη, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 207-208, Χ. Αγαλλόπουλο, Εργατικό Δίκαιο, σελ. 173-174, ΕφΑθ 1644/1977 ΕΕΔ 36,525, ΕφΑθ 3688/1970 ΕΕΔ 30,1142, βλ. επίσης ΔΕΝ, τόμ. 59/2003, τεύχος 1398, σελ. 231, όπου οι παραπομπές).

Περαιτέρω, το ως άνω ακατάσχετο αναφέρεται στον συμφωνηθέντα ή ειθισμένο μισθό υπό την έννοια του άρθρου 653 ΑΚ (πρβλ. Καποδίστρια, Ερμ ΑΚ άρθρα 664-665 αρ. 5) και περιλαμβάνει οιανδήποτε αντιπαροχή (σε είδος ή χρήμα), την οποία λαμβάνει ο εργαζόμενος ως αντάλλαγμα της παροχής ή της υποχρεώσεώς του προς παροχή εργασίας, ήτοι οι τακτικές αποδοχές υπό την γνωστήν του όρου έννοια, οι οποίες παρέχονται κατά συμβατική ή νόμιμο υποχρέωση (βλ. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεση, υπ’ άρθρο 982, σελ. 1312).

                Στην προκείμενη υπόθεση η εναγομένη πρωτοδίκως αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλε ένσταση συμψηφισμού της επιδικασθησομένης απαίτησης του ενάγοντα με δική της ανταπαίτηση ύψους 9.655,54 Ευρώ, ποσόν το οποίο κατέβαλε στον ενάγοντα αχρεωστήτως και ειδικότερα διότι εκ παραδρομής και λόγω εσφαλμένου υπολογισμού του κατέβαλε ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας την αποζημίωση του ιδιωτικού υπαλλήλου εκ ποσού 14.310,42 Ευρώ αντί αυτής του εργατοτεχνίτη εκ ποσού 4.654,88 Ευρώ. Το δικάσαν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός της ως άνω απαίτησης της εναγομένης με την επιδικασθείσα από την εκκαλουμένη απαίτηση του ενάγοντα εκ ποσού (9.713,50) Ευρώ, η οποία αφορά μισθό (μισθολογικές διαφορές) κατά την έννοια του άρθρου 653 ΑΚ και ως εκ τούτου ακατάσχετη. Πρέπει, επομένως, η ως άνω ένσταση να απορριφθεί προέχοντως ως μη νόμιμη. Επιπροσθέτως, υπό την παραδοχή ότι είναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός των ως άνω απαιτήσεων, κατ’ εξαίρεση ένεκα λόγου ο οποίος δικαιολογεί τον συμψηφισμό βάσει της αρχής της καλής πίστεως, πρέπει η εν λόγω ένσταση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 664 παρ. 1 ΑΚ, κατά παραδοχή της σχετικής αντενστάσεως του ενάγοντα.

Πλέον ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος τυγχάνει άνεργος […], ο ίδιος συντηρεί τα μέλη της οικογένειάς του, η οποία αποτελείται από την σύζυγο και τα δύο τέκνα του, εκ των οποίων το ένα, ο υιός του, υπηρετεί την στρατιωτική θητεία του, το δε ετήσιο εισόδημα του ίδιου (ενάγοντα) και της συζύγου του δεν υπερβαίνει το ποσόν των 6.000 Ευρώ […]. Κρίθηκε, επομένως, ότι σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως, οι ως άνω επιδικασθείσες με την εκκαλουμένη μισθολογικές διαφορές αποτελούν μισθό αναγκαίο για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη η οποία απέρριψε την ως άνω ένσταση, έστω και με διαφορετική εν μέρει δικαιολογία, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος και τελευταίος λόγος της έφεσης. Συνεπώς, πρέπει να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης με αυτές της παρούσας και να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. […]

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί