Απόψεις υπέρ της εναλασσόμενης κατοικίας του τέκνου σε περίπτωση διάστασης ή διαζυγίου των γονέων του
Στον διεθνή χώρο, υποστηρίζεται σθεναρά ότι με την εναλλασσόμενη κατοικία κατοχυρώνεται μία καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γονείς, στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στον ανήλικο τη δυνατότητα να διαβιεί στην καθημερινή του ζωή, τόσο με τον πατέρα όσο και με την μητέρα. Το παιδί έχει δύο (2) λειτουργικά σπίτια, την πατρική και μητρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται, έτσι, η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δύο γονείς. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η γυναίκα, λόγω της επαγγελματικής της απασχόλησης, βρίσκεται, πλέον, σε δυσκολία να φροντίσει μόνη της τα τέκνα, ενώ η σχέση των πατέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτήν που επικρατούσε παλαιότερα.
Έχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι δύο (2) Σαββατοκύριακα, εναλλάξ, τον μήνα, δεν επιτρέπουν στον γονέα, που δεν διαμένει με το τέκνο, να ασκήσει μία πραγματική επιρροή στην ανατροφή των τέκνων του. Η θεματική δεν πρέπει να περιορισθεί μόνο σε νομικό επίπεδο, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και τις επιστημονικές ανακαλύψεις στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας. Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες, δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή, που μοιράζεται ίσομερώς μεταξύ δύο (2) σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικίας Θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστασία της ισόρροπης ανάπτυξης του παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δύο (2) γονείς, με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από την ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σε άλλη ρύθμιση, για χωρισμένες οικογένειες (2002), Child adjustment in joint custody versus soie-custody arrangements: a meta analytic reviewjournal of Family Psychology, 16, σελ. 91-102]. Την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared residence) και μετά την διάσταση εισηγείται και το Συμβούλιο της Ευρώπης, με το υπ’ αριθ. 2079/2- 10-2015 ψήφισμά του, με το οποίο προσκαλεί τα κράτη – μέλη να την εισαγάγουν στην νομοθεσία τους, αποκλείοντας την εφαρμογή της σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης του παιδιού και αδιαφορίας, που δημιουργούν κινδύνους,’ για την σωματική και ψυχική υγεία του τέκνου. Αυτό το ψήφισμα στηρίχθηκε σε μετά – ανάλυση πολυάριθμων διεθνών μελετών [Nielsen (2014), Shared physical custody: Summary of 40 studies on outcomes for children, Journal of Divorce & Remarriage, 55. 613- 635], που κατέδειξαν τα οφέλη από την εναλλασσόμενη κατοικία και τις αρνητικές επιπτώσεις, που προέρχονται από την αποκλειστική επιμέλεια, στην οποία ο χρόνος συναναστροφής του παιδιού με τον λιγότερο ευνοημένο γονέα είναι κάτω του 33%.
Περαιτέρω, ο χωρισμός δεν είναι καθεαυτός δείκτης της έλλειψης γονικής ικανότητας και η υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου γονέα για το διαζύγιο· ή την διακοπή της συμβίωσης, δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση της γονικής μέριμνας. Η καταλληλότητα του ενός γονέα να αναλάβει την άσκηση της επιμέλειας δεν αποτελεί, ταυτόχρονα, και ένδειξη ακαταλληλότητας του άλλου (Μιχαλακάκου, Η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, κατά την νομολογία, 2015, σελ. 40). Αμφότεροι, κατά τεκμήριο, είναι ικανοί στον γονεϊκό ρόλο και το ανήλικο έχει το δικαίωμα να διατηρεί μια ισορροπημένη σχέση και με τους δύο γονείς. Ιδανική λύση είναι η διατήρηση της συμμετοχής και η ενεργητική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, γιατί το τελευταίο δεν χρειάζεται μόνο τον καλύτερο από αυτούς [Δεμερτζής, Η ουσιαστική και δικονομική αναγκαία μεταρρύθμιση της επιμέλειας, Δ.2003 140 επ„ ΕφΠειρ 298/2021 (ΜΟΝ) ΕφΑΘ 504/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, 34/2004 ΜΠΑ αδημ.].
Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr