Άσκηση αναίρεσης – Έννομο συμφέρον – Είναι δυνατό να εκλείψει μεταξύ της άσκησης της αναίρεσης και του χρόνου της συζήτησής της – Απαράδεκτο αναίρεσης
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 68 και 556 ΚΠολΔ προκύπτει, αφενός μεν, ότι το έννομο συμφέρον του διαδίκου που νικήθηκε ή νίκησε για την άσκηση αναίρεσης πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο της άσκησης, όσο και κατά το χρόνο της συζήτησης του έκτακτου αυτού ένδικου μέσου, αφετέρου δε, ότι η συνδρομή ή μη του έννομου συμφέροντος είναι δυνατό να κρίνεται in concreto και με βάση γεγονότα, τα οποία επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία εν όλω ή εν μέρει είτε αναιρούν την ύπαρξη της βλάβης, είτε αποκλείουν την επέλευσή της. Το έννομο συμφέρον που υφίσταται κατά τον χρόνο της άσκησης της αναίρεσης είναι δυνατό να εκλείψει στη συνέχεια και μέχρι το χρόνο της συζήτησής της (δικονομική υπερκέραση), εξαιτίας της μεσολάβησης γεγονότων που επήλθαν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και τα οποία αναιρούν την ατομικότητα και την αμεσότητα του έννομου συμφέροντος (ΑΠ 859/2023). Δηλαδή, το έννομο συμφέρον είναι δυνατό να εκλείψει είτε από λόγους που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, είτε από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση, κατά την οποία, με την παραδοχή της αναίρεσης, δεν ανατρέπονται οι επιβλαβείς γι’ αυτόν συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν επέρχεται βελτίωση της θέσης του και σε τίποτα δεν ωφελείται ο διάδικος αυτός (ΑΠ 1237/2023, ΑΠ 1329/2019, ΑΠ 1241/2008). Εξάλλου, το έννομο συμφέρον σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο να συντρέχει και να αξιολογείται ως ατομικό και άξιο δικαστικής προστασίας, να προάγει πραγματικά τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και η αιτούμενη με την αναίρεση δικαστική προστασία να είναι αναγκαία (ΑΠ 859/2023).
Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 648/2024 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) έκρινε τα εξής: «Από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών) αγωγή κατά της αναιρεσείουσας, με την οποία ζητούσαν να ρυθμιστεί με δικαστική απόφαση η άσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας τους με τον ανήλικο εγγονό τους κατά το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε από το χρόνο έκδοσης της απόφασης του δικαστηρίου για την αγωγή τους και μέχρι τη συμπλήρωση του έβδομου έτους της ηλικίας του ανηλίκου, δηλαδή μέχρι τις 2-1-2024, όπως ρητά και με σαφήνεια οριζόταν στην αγωγή. Μετά τη χρονική αυτή οριοθέτηση από τους ενάγοντες του διαπλαστικού αιτήματος της αγωγής τους και ως συνέπεια αυτής, με τη με αριθμό 11817/2022 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και ρυθμίστηκε η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας των αναιρεσιβλήτων με τον ανήλικο εγγονό τους για το αιτούμενο χρονικό διάστημα. Μετά δε την άσκηση έφεσης από την αναιρεσείουσα εναντίον της απόφασης αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 2748/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, στη συνέχεια δε, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και επήλθε η δικαστική διάπλαση της επίδικης έννομης σχέσης και ειδικότερα της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, κατά τον τρόπο, στο χρόνο και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονταν ειδικότερα στο διατακτικό της, πάντοτε για το αιτούμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι τις 2-1-2024. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας, ως διαδίκου που ηττήθηκε στο πλαίσιο της δίκης αυτής, για την άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο -έννομο συμφέρον- υφίστατο μεν κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης αυτής, πλην όμως στη συνέχεια τούτο εξέλιπε υστερογενώς και πλέον δεν υφίσταται κατά το χρόνο της συζήτησης του ένδικου αυτού μέσου που έλαβε χώρα στις 12-2-2024. Τούτο δε, διότι η ρύθμιση, με την έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης κατόπιν άσκησης αγωγής με την ίδια νομική φύση, του δικαιώματος επικοινωνίας των αναιρεσιβλήτων με τον ανήλικο εγγονό τους, εκτεινόταν χρονικά μόνο κατά το διάστημα μέχρι τις 2-1-2024, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο εκείνου της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης, προδήλως δε, όχι και πέραν του χρόνου αυτού (2-1-2024), μετά την οριοθέτηση από τους ενάγοντες του διαπλαστικού αιτήματος της αγωγής για τη δικαστική ρύθμιση του δικαιώματός τους μέχρι τη συμπλήρωση του έβδομου έτους της ηλικίας του ανήλικου εγγονού τους, με αποτέλεσμα έκτοτε και στη συνέχεια, οπωσδήποτε δε μέχρι και τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, η ρύθμιση του δικαιώματος αυτού να κείται εκτός της διαπλαστικής εμβέλειας και ισχύος της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και να μην καλύπτεται πλέον από αυτήν. Συνακόλουθα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη […]».
Αγγελική Θ. Πολυδώρου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr