Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για παροχή δικαστικής προστασίας, όταν με το ένδικο βοήθημα που υποβάλλεται δεν επιλύεται η έριδα, απλά, με την έκδοση της απόφασης, δημιουργείται τεκμήριο χρήσιμο να προβληθεί σε διαφορά που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον μεταξύ των διαδίκων

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.

Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αυθεντική βεβαίωση της ύπαρξης (θετική αναγνωριστική αγωγή) ή ανυπαρξίας (αρνητική αναγνωριστική αγωγή) έννομης σχέσης, δηλαδή συνήθως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων υπό στενή έννοια (ΑΠ 1272/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά και έννομων σχέσεων ως τέτοιων, χωρίς, ωστόσο, να μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής μεμονωμένα στοιχεία έννομης σχέσης ή προδικαστικά ζητήματα αυτής (ΑΠ 941/1997, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως, επίσης, και τα γυμνά πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 5967/1993, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έστω και αν μνημονεύεται ο νομικός κανόνας ή η νομική αρχή, στην οποία υπάγονται, ή έχουν νομική σημασία για τις έννομες σχέσεις των προσώπων (ΕφΘΕς 478/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμος Ι, άρθρο 70, αριθμ. 1 και εκεί νομολογιακής παραπομπές).

Ωστόσο, ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αναγνωριστικής αγωγής, όπως, με σαφήνεια, συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, είναι η συνδρομή εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, το οποίο ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, πρέπει δε, κατ’ αρχήν, να εκτίθεται, ενώ σε διαφορετική περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 155/2002, ΑΠ 886/2001, ΕφΑθ 6379/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι το ειδικό αυτό έννομο συμφέρον για άσκηση αναγνωριστικής αγωγής υπάρχει, όταν, εξαιτίας της αμφισβήτησης, δημιουργείται αβεβαιότητα για τις έννομες σχέσεις του ενάγοντος, από την οποία απειλείται σ’ αυτόν βλάβη, που δεν μπορεί να ανατραπεί διαφορετικά, παρά μόνο με την αναγνώριση από το Δικαστήριο της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος ή της υποχρέωσης, αιρόμενης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, της νομικής αβεβαιότητας και του από αυτήν προερχόμενου κινδύνου (ΕφΘες 1914/2003, ΠΠρΘες 22639/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως, το έννομο συμφέρον θα πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη σχέση θα πρέπει να υπάρχει, κατά τη συζήτηση της αγωγής, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, πρέπει να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας (ΑΠ 640/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρόσφορο δε μέσο για την άρση της αβεβαιότητας ή της έριδας νοείται ότι υπάρχει, όταν με τη χρήση του δεδικασμένου, που δημιουργείται μεταξύ των διαδίκων από την τελεσιδικία της απόφασης, με την επέμβαση της δικαιοδοτούσας πολιτείας, πραγματώνεται το δίκαιο και επανέρχεται η κοινωνική ειρήνη που διαταράχθηκε. Αντίθετα, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για παροχή δικαστικής προστασίας, όταν με το ένδικο βοήθημα που υποβάλλεται (αγωγή, ένδικο μέσο κλπ) δεν επιλύεται η έριδα, απλά, με την έκδοση της απόφασης, δημιουργείται τεκμήριο χρήσιμο να προβληθεί σε διαφορά που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον μεταξύ των διαδίκων (ΕφΑθ 10592/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1313/1989, ΕΕΝ 1990, 547). Επίσης, το έννομο συμφέρον πρέπει να αναφέρεται σε υπαρκτές και όχι σε υποθετικές έννομες σχέσεις. Έτσι, η ανάγκη δικαστικής προστασίας πρέπει να είναι ενεστώσα, να αφορά, δηλαδή, έννομες σχέσεις του παρόντος και όχι απλά μέλλουσες ή ενδεχόμενες (ΕφΘες 600/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) καθώς μία τέτοια περίπτωση ενέχει το στοιχείο της αβεβαιότητας και της αοριστίας, κατά την άσκηση της αγωγής.

Συνακόλουθα, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το έννομο συμφέρον, δεν υφίσταται, όταν άγεται προς αναγνώριση ενώπιον του Δικαστηρίου έννομη σχέση, της οποίας τα δικαιοπαραγωγικά περιστατικά έχουν συντελεστεί, κατά τον παρελθόντα χρόνο, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, χωρίς να αναδύουν έννομες συνέπειες για τον ενάγοντα. Τέλος, το έννομο συμφέρον υπαγορεύεται πρωταρχικά από το ιδιωτικό συμφέρον, για το λόγο αυτό πρέπει να είναι ατομικό (προσωπικό), να αφορά, δηλαδή, ουσιαστικά δικαιώματα του διαδίκου, ενώ με την εκάστοτε συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη πρέπει να επιδιώκει ο προσφεύγων στα Δικαστήρια κάποιο αναγνωριζόμενο από το νόμο προσωπικό όφελος, οικονομικό ή υλικό, άλλου περιεχομένου, ή απλά και ηθικό (ΜονΠρΑθ 1108/2017 αδημ.).

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί