Δικαίωμα του διαθέτη να επιλέγει το εφαρμοστέο δίκαιο στα σχετικά με την κληρονομική διαδοχή του ζητήματα (Κανονισμός 650/2012)
Το άρθρο 28 του Αστικού Κώδικα προβλέπει ότι «Οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε». Ωστόσο, ο Κανονισμός 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ρώμη IV), σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, αντικατέστησε το ως άνω άρθρο 28 ΑΚ ως προς τις κληρονομικές σχέσεις των προσώπων που αποβιώνουν από τη 17η/8/2015 και εξής (άρθρο 83 παρ. 1 του Κανονισμού)[1].
Ο γενικός κανόνας για το εφαρμοστέο δίκαιο σε ζητήματα κληρονομικής διαδοχής τίθεται με το άρθρο 21 του ανωτέρω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι «1. Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης διάταξης του παρόντος κανονισμού, για το σύνολο της κληρονομίας είναι εφαρμοστέο το δίκαιο του κράτους στο οποίο ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο του θανάτου. 2. Αν, κατ’ εξαίρεση, προκύπτει σαφώς από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ότι, κατά το χρόνο του θανάτου, ο θανών είχε προδήλως στενότερους δεσμούς με κράτος άλλο από εκείνο του οποίου το δίκαιο θα εφαρμοζόταν δυνάμει της παραγράφου 1, το εφαρμοστέο κληρονομικό δίκαιο είναι το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους». Ως συνάγεται από την παράγραφο 1 του προρρηθέντος άρθρου, προτιμήθηκε η εφαρμογή του δικαίου της χώρας της τελευταίας συνήθους διαμονής του κληρονομούμενου έναντι εκείνου της τελευταίας ιθαγένειάς του (πρβλ. άρθρο 28 ΑΚ). Σύμφωνα με την παρ. 23 του Προοιμίου του υπό κρίσιν Κανονισμού, «Λαμβανομένης υπόψη της αυξανόμενης κινητικότητας των πολιτών και προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση και η ύπαρξη ουσιαστικού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της εκάστοτε κληρονομικής διαδοχής και του κράτους μέλους όπου ασκείται η διεθνής δικαιοδοσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει ως γενικό συνδετικό παράγοντα για τον προσδιορισμό τόσο της διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και του εφαρμοστέου δικαίου τη συνήθη διαμονή του κληρονομουμένου κατά το χρόνο του θανάτου. Για να προσδιορίσει τη συνήθη διαμονή, η αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής θα πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση των περιστάσεων του βίου του κληρονομουμένου κατά τη διάρκεια των ετών που προηγούνται του θανάτου και κατά το χρόνο του θανάτου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, ιδίως τη διάρκεια και την κανονικότητα της παρουσίας του κληρονομουμένου στο συγκεκριμένο κράτος καθώς και τις συνθήκες και τους λόγους της παρουσίας αυτής. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη συνήθης διαμονή θα πρέπει να μαρτυρεί στενό και σταθερό δεσμό με το συγκεκριμένο κράτος, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού». Πάντως, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο μπορεί, ενεργοποιώντας τη ρήτρα διαφυγής της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, να κρίνει ότι άλλο δίκαιο συνδέεται προδήλως στενότερα με την επίδικη διαφορά.
Μία εκ των βασικότερων καινοτομιών του περί ου ο λόγος Κανονισμού είναι η χορήγηση στο διαθέτη του δικαιώματος να επιλέγει το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί στα σχετικά με την κληρονομική διαδοχή του ζητήματα (“professio juris”). Έτσι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ. 1 του Κανονισμού, «Ένα πρόσωπο δύναται να επιλέξει ως δίκαιο που θα διέπει το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής του το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια κατά το χρόνο πραγματοποίησης της επιλογής του ή κατά το χρόνο του θανάτου. Ένα πρόσωπο που έχει ιθαγένειες περισσότερων κρατών, μπορεί να επιλέξει το δίκαιο οποιουδήποτε εξ αυτών κατά τη στιγμή που κάνει την επιλογή ή κατά το χρόνο του θανάτου». Όπως παρατηρείται επί της ανωτέρω διατάξεως[2], η παρεχόμενη στο διαθέτη ελευθερία επιλογής περιορίζεται στο δίκαιο της ιθαγένειάς του, χωρίς να επιτρέπεται η υπαγωγή τμημάτων της κληρονομίας σε διαφορετικά δίκαια, περιορισμός αναγόμενος στην υιοθέτηση από τους συντάκτες του Κανονισμού της αρχής της ενότητας της κληρονομίας. Άλλωστε, το άρθρο 22 παρ. 1 δε διακρίνει μεταξύ ιθαγένειας κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιθαγένειας τρίτου κράτους (βλ. και άρθρο 20 του Κανονισμού), με αποτέλεσμα να είναι επιτρεπτή η επιλογή από το διαθέτη ως εφαρμοστέου του δικαίου της ιθαγένειάς του, ακόμη και όταν αυτή είναι τρίτης χώρας, μη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμη, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα επιλογής από το διαθέτη (εφόσον επιλέξει να ασκήσει το τυποποιούμενο στο άρθρο 22 παρ. 1 δικαίωμά του) ως lex hereditatis μόνο της lex patriae, ήτοι του δικαίου της ιθαγένειάς του, λειτουργεί προστατευτικά για τους μεριδούχους, μιας και, καθ’ ο μέτρο παρέχεται στον κληρονομούμενο το δικαίωμα να υπαγάγει τη ρύθμιση των κληρονομικών σχέσεών του μόνο στο δίκαιο της χώρας της οποίας την ιθαγένεια έχει, περιορίζεται κατ’ αρχήν η περίπτωση να επιλεγεί δίκαιο χώρας, με την οποία ο κληρονομούμενος θα είχε χαλαρή ή ανύπαρκτη σύνδεση, με κριτήριο τη ρύθμιση που το δίκαιο αυτό θα επέτρεπε (και συγκεκριμένα σε βάρος των δικαιωμάτων που ορισμένα πρόσωπα αντλούν με βάση το κανονικά υποδεικνυόμενο δίκαιο)[3]. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην παρ. 38 του Προοιμίου του Κανονισμού, «Η επιλογή αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στο δίκαιο κράτους του οποίου έχουν την ιθαγένεια ώστε να εξασφαλίζεται σύνδεσμος μεταξύ του κληρονομουμένου και του επιλεγέντος δικαίου και να αποφεύγεται η επιλογή δικαίου με σκοπό να παρακαμφθούν οι θεμιτές προσδοκίες των δικαιούχων νόμιμης μοίρας».
Όσον αφορά, δε, στον τύπο με τον οποίο γίνεται η επιλογή της lex hereditatis, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 του Κανονισμού «Η επιλογή του δικαίου γίνεται ρητώς με δήλωση υπό μορφή διάταξης τελευταίας βούλησης ή συνάγεται από τους όρους της εν λόγω διάταξης». Για τα ζητήματα τυπικού κύρους εφαρμόζεται το άρθρο 27 του Κανονισμού, που προβλέπει την εφαρμογή ενός από τα διαζευκτικώς υποδεικνυόμενα δίκαια. Ειδικότερα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 του Κανονισμού, «1. Μια διάταξη τελευταίας βούλησης που συντάσσεται εγγράφως είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν συνάδει με το δίκαιο: α) του κράτους στο οποίο συντάχθηκε η διάταξη ή συνήφθη η κληρονομική σύμβαση· β) του κράτους, την ιθαγένεια του οποίου είχε ο διαθέτης ή τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα, την κληρονομική διαδοχή του οποίου αφορά η κληρονομική σύμβαση, είτε κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης είτε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης είτε κατά το χρόνο του θανάτου· γ) του κράτους, στο οποίο είχε την κατοικία του ο διαθέτης ή τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα, την κληρονομική διαδοχή του οποίου αφορά η κληρονομική σύμβαση, είτε κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης είτε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης είτε κατά το χρόνο του θανάτου· δ) του κράτους, στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή του ο διαθέτης ή τουλάχιστον ένα από τα πρόσωπα, την κληρονομική διαδοχή του οποίου αφορά η κληρονομική σύμβαση, είτε κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης είτε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης είτε κατά το χρόνο του θανάτου· ή ε) όσον αφορά την ακίνητη περιουσία, του κράτους στο οποίο βρίσκεται η ακίνητη περιουσία. Η διαπίστωση για το αν ο διαθέτης ή τα πρόσωπα, των οποίων την κληρονομική διαδοχή αφορά η κληρονομική σύμβαση είχαν ή όχι την κατοικία τους σε ένα συγκεκριμένο κράτος διέπεται από το δίκαιο αυτού του κράτους. 2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης σε διατάξεις τελευταίας βούλησης που τροποποιούν ή ανακαλούν προηγούμενη διάταξη τελευταίας βούλησης. Η τροποποίηση ή ανάκληση θα είναι επίσης έγκυρη όσον αφορά τον τύπο, αν συνάδει με οιοδήποτε από τα δίκαια, σύμφωνα με τα οποία, υπό τους όρους της παραγράφου 1, ήταν έγκυρη η διάταξη τελευταίας βούλησης που τροποποιήθηκε ή ανακλήθηκε. 3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε διάταξη δικαίου που περιορίζει τους επιτρεπόμενους τύπους διατάξεων τελευταίας βούλησης σε συνάρτηση με την ηλικία, την ιθαγένεια ή άλλες πτυχές της προσωπικής κατάστασης του διαθέτη, ή των προσώπων, των οποίων την κληρονομική διαδοχή αφορά η κληρονομική σύμβαση, θεωρείται ότι αφορά ζητήματα τύπου. Ο ίδιος κανόνας εφαρμόζεται για τις ιδιότητες τις οποίες πρέπει να διαθέτουν οι μάρτυρες που είναι απαραίτητοι για το κύρος μιας διάταξης τελευταίας βούλησης». Αρκεί, επομένως, να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ένα από τα ανωτέρω μνημονευόμενα δίκαια απαιτεί ως προς την τυπική εγκυρότητα, για να είναι έγκυρη η διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Όπως παρατηρείται[4], πρόκειται για λύση που προάγει την αρχή της favor validitatis, δηλαδή την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διάσωση του τυπικού κύρους των δικαιοπραξιών. Η επιλογή της lex hereditatis μπορεί να γίνει και με κληρονομική σύμβαση ή με συνδιαθήκη, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 3 και 24 παρ. 2. Εξ ετέρου, το ουσιαστικό κύρος της πράξης με την οποία πραγματοποιήθηκε η επιλογή δικαίου από το διαθέτη, διέπεται από το δίκαιο που επελέγη (άρθρο 22 παρ. 3 του Κανονισμού). Έτσι, βάσει των προβλέψεων του δικαίου αυτού, θα κριθεί «κατά πόσον … μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο που προβαίνει στην επιλογή είχε συναίσθηση των συνεπειών της επιλογής του και συμφωνούσε με αυτές» (παρ. 40 του Προοιμίου του Κανονισμού).
Αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής του εφαρμοστέου δικαίου, κατά το άρθρο 23 του Κανονισμού το δίκαιο που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 21 ή το άρθρο 22 διέπει το σύνολο της κληρονομικής διαδοχής. 2. Το δίκαιο αυτό διέπει, ενδεικτικά, τα ακόλουθα: α) τα αίτια, τον χρόνο και τον τόπο έναρξης της κληρονομικής διαδοχής· β) τον καθορισμό των δικαιούχων, της κληρονομικής μερίδας που τους αναλογεί και των υποχρεώσεων που πιθανώς τους έχει επιβάλει ο θανών, καθώς και τον καθορισμό των υπόλοιπων κληρονομικών δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων των κληρονομικών δικαιωμάτων του επιζώντος συζύγου ή συντρόφου· γ) την κληρονομική ικανότητα· δ) την αποκλήρωση και την κληρονομική αναξιότητα· ε) τη μεταβίβαση προς τους κληρονόμους και, κατά περίπτωση, τους κληροδόχους των περιουσιακών στοιχείων, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απαρτίζουν την κληρονομία, περιλαμβανομένων των όρων και των αποτελεσμάτων της αποδοχής ή της αποποίησης κληρονομιάς ή κληροδοσίας· στ) τις εξουσίες των κληρονόμων, των εκτελεστών διαθηκών και των λοιπών διαχειριστών της περιουσίας, ιδίως όσον αφορά την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και την εξόφληση πιστωτών, με την επιφύλαξη των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 και 3· ζ) την ευθύνη που απορρέει από τα χρέη της κληρονομίας· η) τη διαθέσιμη μερίδα της κληρονομίας, τα δικαιώματα νόμιμης μοίρας και τους λοιπούς περιορισμούς επί της διάθεσης αιτία θανάτου καθώς και αξιώσεις που μπορεί να έχουν πρόσωπα οικεία του θανόντος έναντι της περιουσίας ή των κληρονόμων· θ) οποιαδήποτε υποχρέωση επιστροφής ή υπολογισμού δωρεών, γονικών παροχών ή κληροδοτημάτων, κατά τον καθορισμό των μερίδων των διαφόρων δικαιούχων· και ι) τη διανομή της κληρονομίας. Έτσι, εγκαθιδρύεται η αρχή της ενότητας της κληρονομίας, αφού το άρθρο 23 υπάγει τη ρύθμιση του συνόλου της κληρονομικής διαδοχής σε ένα δίκαιο, ακόμη και όταν τα κληρονομιαία αντικείμενα βρίσκονται εγκατεσπαρμένα σε περισσότερες χώρες.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο άρθρο 35 του Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι «Η εφαρμογή διάταξης του δικαίου οποιουδήποτε κράτους που ορίζεται από τον παρόντα κανονισμό μπορεί να αποκλεισθεί μόνον εάν η εν λόγω εφαρμογή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη (ordre public) του κράτους μέλους του δικάζοντος δικαστηρίου». Όπως επισημαίνεται από τον Βασιλακάκη[5], ένα από τα βασικότερα θέματα, στα οποία ανακύπτει το ερώτημα εάν υπάρχει αντίθεση προς τη δημόσια τάξη, είναι αυτό της νόμιμης μοίρας. Οι μεριδούχοι, των οποίων το δικαίωμα θίγεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στις κληρονομικές σχέσεις (είτε αυτό επελέγη από τον κληρονομούμενο, είτε όχι), θα στηριχθούν για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους στο άρθρο 35. Από την κρίση ως προς το αν αντίκειται ή όχι στη δημόσια τάξη η αλλοδαπή διάταξη, που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα νόμιμης μοίρας, εξαρτάται κατά πόσο θα παρασχεθεί από την εν λόγω διάταξη επαρκής προστασία των μεριδούχων. Κατά περίπτωση διερευνητέα είναι και η αντίθεση προς τη δημόσια τάξη του επιλεγομένου δικαίου σε άλλα ζητήματα, όπως λ.χ. όταν προσβάλλονται τα δικαιώματα των πιστωτών της κληρονομίας. Προσέτι, καίτοι ο Κανονισμός δεν περιέχει ειδική διάταξη για την καταστρατήγηση, σύμφωνα με την παράγραφο 26 του Προοιμίου του Κανονισμού «Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα δικαστήρια να εφαρμόζουν μηχανισμούς για την καταπολέμηση της καταστρατήγησης του νόμου, όπως π.χ. fraude à la loi στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου». Έτσι, κατά τον Βασιλακάκη[6], ένα δικαστήριο θα μπορούσε ιδίως να προσφύγει στο μηχανισμό της καταστρατηγήσεως, προκειμένου να κρίνει αν θα λάβει υπόψη του την απόκτηση ιθαγένειας που έγινε από το διαθέτη αποκλειστικά με το σκοπό να υπαγάγει την κληρονομική διαδοχή του κατά το άρθρο 22 στο δίκαιο της χώρας της οποίας έγινε υπήκοος. Αν κριθεί ότι υπήρξε πρόθεση να παρακαμφθούν οι διατάξεις του κανονικά εφαρμοστέου δικαίου (και ότι αυτό αποκλειστικά εξυπηρετούσε η κτήση της νέας ιθαγένειας), τότε παρέπεται ότι η κτήση της νέας ιθαγένειας δε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για το λόγο ότι έγινε με καταστρατηγική πρόθεση.
Τέλος, αξιομνημόνευτες είναι και ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις του Προοιμίου του Κανονισμού για το πεδίο εφαρμογής αυτού. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 9 του Προοιμίου, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει όλα τα θέματα αστικού δικαίου που άπτονται μιας κληρονομικής διαδοχής, δηλαδή όλες τις περιπτώσεις μεταβίβασης κυριότητας αιτία θανάτου, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είτε μέσω ηθελημένης πράξης μεταβίβασης, δυνάμει διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, είτε μέσω μεταβίβασης με εξ αδιαθέτου διαδοχή. Κατά την παρ. 10 του Προοιμίου, ο υπό κρίσιν Κανονισμός δε θα πρέπει να εφαρμόζεται σε φορολογικά ζητήματα ή σε διοικητικές υποθέσεις που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο. Συνεπώς το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να ορίζει, επί παραδείγματι, με ποιο τρόπο θα πρέπει να υπολογίζονται και να καταβάλλονται οι φόροι ή οι λοιπές υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου, είτε πρόκειται για καταβλητέους από τον θανόντα φόρους κατά το χρόνο του θανάτου είτε για φόρο κληρονομίας, ο οποίος θα πρέπει να καταβληθεί από την κληρονομιαία περιουσία είτε από τους κληρονόμους. Το εθνικό δίκαιο θα πρέπει επίσης να ορίζει, εάν η μεταβίβαση της κληρονομιαίας περιουσίας στους κληρονόμους σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό ή η καταχώριση της κληρονομιαίας περιουσίας σε ένα μητρώο θα πρέπει να υπόκειται στην καταβολή τελών. Ακόμη, κατά τις παρ. 11 και 12 του Προοιμίου, ο παρών Κανονισμός δε θα πρέπει να εφαρμόζεται σε άλλες πτυχές του αστικού δικαίου, πέραν της κληρονομικής διαδοχής. Επομένως, ο υπό κρίσιν Κανονισμός δε θα πρέπει να εφαρμόζεται σε θέματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, συμπεριλαμβανομένων των γαμικών συμβάσεων, όπως είναι γνωστές σε ορισμένα συστήματα δικαίου, στο βαθμό που οι εν λόγω συμβάσεις δεν αφορούν κληρονομικά θέματα, καθώς και το περιουσιακό καθεστώς σχέσεων οι οποίες θεωρείται ότι παράγουν αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα του γάμου. Οι αρχές που επιλαμβάνονται συγκεκριμένης κληρονομικής διαδοχής στο πλαίσιο του παρόντος Κανονισμού θα πρέπει ωστόσο, αναλόγως της καταστάσεως, να λαμβάνουν υπόψη την εκκαθάριση περιουσιακών σχέσεων συζύγων ή παρόμοιων περιουσιακών καθεστώτων του κληρονομουμένου κατά τον προσδιορισμό της περιουσίας του και των μερίδων των δικαιούχων. Τέλος, κατά την παρ. 14 του Προοιμίου, θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού τα περιουσιακά δικαιώματα, συμφέροντα και περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούνται ή μεταβιβάζονται με άλλους τρόπους πλην της κληρονομικής διαδοχής, φερ’ ειπείν με πράξεις εκ χαριστικής αιτίας. Ωστόσο, το δίκαιο που προβλέπεται από τον παρόντα Κανονισμό ως το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή θα πρέπει να καθορίζει κατά πόσον οι εκάστοτε δωρεές ή άλλου είδους διάθεση μεταξύ ζώντων (inter vivos) που παράγει εμπράγματο δικαίωμα πριν το θάνατο θα πρέπει να επιστρέφονται στην κληρονομιαία περιουσία ή να συνυπολογίζονται για τους σκοπούς του καθορισμού των μερίδων των δικαιούχων σύμφωνα με το εφαρμοστέο στην κληρονομική διαδοχή δίκαιο.
Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος
[1] Για τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο, βλ. Ε. Βασιλακάκη, Η επιλογή από τον διαθέτη του εφαρμοστέου δικαίου στην κληρονομική διαδοχή κατά τον Κανονισμό 650/2012 (Ρώμη IV), NoB 2015, σελ. 1417 επ., με παραπομπές σε περαιτέρω εκτενή ελληνική και αλλοδαπή βιβλιογραφία και αρθρογραφία.
[2] Βλ. όπ.π. (υποσημ. 1), σελ. 1421 επ..
[3] Βλ. όπ.π. (υποσημ. 1), σελ. 1422.
[4] Βλ. όπ.π. (υποσημ. 1), σελ. 1423 επ..
[5] Βλ. όπ.π. (υποσημ. 1), σελ. 1427 επ., με παράθεση αλλοδαπής νομολογίας επί του θέματος.
[6] Βλ. όπ.π. (υποσημ. 1), σελ. 1428 επ..