Δικαιώματα υπερθεματιστή σε περίπτωση καθυστέρησης της εκτέλεσης- Αξίωση υπερθεματιστή για απόδοση ωφελημάτων
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1017 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. ο υπερθεματιστής από της κατακυρώσεως λαμβάνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος. Συνδυάζεται ούτως ο κίνδυνος με τα ωφελήματα και βάρη, ως ακριβώς συμβαίνει και με τα αρθρ. 522 και 525 Α.Κ., τα οποία αφορούν στην πώληση. Η κατανομή των ωφελημάτων και βαρών ρυθμίζεται με βάση την κατακύρωση και ανεξαρτήτως της καταβολής του πλειστηριάσματος ή της εκδόσεως ή μεταγραφής της περιλήψεως της εκθέσεως κατακυρώσεως. Από της κατακυρώσεως και μόνον ο υπερθεματιστής λαμβάνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πλειστηριασθέντος πράγματος, δεδομένου ότι έκτοτε δικαιούται και υποχρεούται να καταβάλει το πλειστηρίασμα και να παραλάβει το πράγμα. Η έννοια των ωφελημάτων δίδεται υπό του αρθρ. 962 Α.Κ., κατά το οποίο ωφέλημα είναι όχι μόνον οι καρποί του πράγματος (φυσικοί καρποί συμφώνως προς τον προορισμό του ή πολιτικοί καρποί, ήτοι οι πρόσοδοι βάσει έννομης σχέσεως), ή του δικαιώματος (οι πρόσοδοι δηλαδή που παρέχει το δικαίωμα συμφώνως προς τον προορισμό του), όπως η έννοια των καρπών, προσδιορίζεται από την Α.Κ. 961, αλλά και παν όφελος, το οποίον η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος παρέχει. Ακόμη, ο υπερθεματιστής λαμβάνει τους από της κατακυρώσεως φυσικούς καρπούς. Επί δε των πολιτικών καρπών λαμβάνει ανάλογο μέρος των αντιστοιχούντων στο από της κατακυρώσεως και μετέπειτα χρονικό διάστημα, πλην αν πρόκειται περί προκαταβληθέντων ή εκχωρηθέντων ή κατασχεθέντων μισθωμάτων. Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές η προκαταβολή, εκχώρηση ή κατάσχεση είναι ανίσχυρη έναντι του υπερθεματιστού δια το πέραν των τριών μηνών χρονικό διάστημα από της γνωστοποιήσεως στον υπόχρεο προς καταβολή της λαβούσης χώρα μεταβιβάσεως. Περαιτέρω η ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 4 του αρθρ. 1017 Κ.Πολ.Δ. έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ του υπερθεματιστού και καθ’ου η εκτέλεση ή των δανειστών του. Δεν έχουν όμως εφαρμογή στις σχέσεις έναντι των τρίτων υπόχρεων (π.χ. μισθωτών) ή δικαιούχων (λ.χ. Δημόσιον). Έναντι τούτων o υπερθεματιστής νομιμοποιείται ως δικαιούχος των ωφελημάτων ή υπόχρεος των βαρών, αφότου κατ` αλλάς διατάξεις υπεισέλθει στις σχετικές έννομες σχέσεις. Περαιτέρω, κατά την διάταξη της Α.Κ. 1096 ο νομέας ενέχεται να αποδώσει τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από το πράγμα μετά την επίδοση της αγωγής. Επιπλέον ευθύνεται και για τα ωφελήματα το οποία πράγματι απεκόμισε (έστω και κατά παράβαση των κανόνων της τακτικής διαχειρίσεως), ως και δια τα ωφελήματα που δεν εισέπραξε από δική του υπαιτιότητα μετά την επίδοση της αγωγής, ενώ μπορούσε να τα εισπράξει συμφώνως προς τους κανόνες της τακτικής διαχειρίσεως. Επίσης, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 1098 Α.Κ. αν ο νομέας ήτο κακόπιστος κατά τον χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος, την ιδία ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής. Δεν αποκλείεται περαιτέρω ευθύνη του από υπερημερία. Η δε γνώση, η οποία θεμελιώνει την κακοπιστία στην νομή έχει την έννοια, ότι περιήλθαν σε γνώση του νομέως περιστατικά, ώστε κατά αντικειμενική κρίση να υποχρεούται να πιστέψει ότι δεν δικαιούται στην νομή του πράγματος (Α.Π. 1450/80, ΝοΒ 29, 709, Α.π. 702/80, NoB 28,2024, ΕΑ 7909/80, Δ/νη 21,709). Έτι περαιτέρω προς την γνώση εξομοιούται και η βαρεία αμέλεια από πλευράς λυσιτέλειας και επαγωγής εννόμων αποτελεσμάτων (Γεωργιάδης οπ. 1097Α.Κ. αρ. 53). Ακόμη, στην έννοια των ωφελημάτων κατά τις προεκτιθέμενες διατάξεις των άρθρων 1096 και 1098 Α.Κ. εμπίπτει και κάθε όφελος που ο νομέας αποκομίζει από την ενοίκηση ή την κατ` άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, ως εκ των οποίων εξοικονομεί την δαπάνη, στην οποία θα υπέβαλλε εαυτόν από την μίσθωση άλλου ομοίου πράγματος. Εν τοιαύτη περιπτώσει η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα (ΕφΑθ 2653/2000, Δ/νη 42,216, ΕφΑθ 11205/1988 Νόμος). Προσέτι, εφόσον στο νόμο δεν γίνεται διάκριση, η ευθύνη του νομέως προς απόδοση των ωφελημάτων που προκύπτουν υπέρ αυτού από την χρήση του πράγματος, ισχύει όχι μόνον όταν ενάγεται με την διεκδικητική αγωγή, αλλά και όταν πρόκειται απλώς περί αναγνωριστικής της κυριότητος αγωγής ή άλλης ιδιαίτερης αγωγής (ΕφΑθ. 3037/1981, Αρμ. 1981/653 ). Αρκεί η αγωγή να στηρίζεται στην κυριότητα. Ως εκ τούτου δεν δημιουργεί την κατ` άρθρ. 1096-1097 Α.Κ. ευθύνη η έγερση των αγωγών της νομής (Γεωργιάδης υπ` αρθρ. 1096-1100 της Ερμ. Α.Κ.). Ωσαύτως κατά το αρθρ. 1099 Α.Κ. αν ο νομέας απέκτησε την νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Η ευθύνη του νομέως, ο οποίος απέκτησε την νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, δηλαδή με αφαίρεση εναντίον της βουλήσεως του κυρίου, προϋποθέτει υπαιτιότητα, ανεξαρτήτως του αν η προς κτήση της νομής πράξη του είναι ή όχι συνάμα και κολάσιμη. Η καλή ή κακή πίστη αυτού είναι αδιάφορη. Αρκεί και η βίαιη αφαίρεση του πράγματος. Εξάλλου η εκ της ανωτέρω πράξεως του παρανόμου νομέως ευθύνη είναι αδικοπρακτική. Συνίσταται δε στην αποκατάσταση κάθε ζημίας δια το πράγμα και τα ωφελήματα (πλήρες διαφέρον). Η αποζημιωτική ευθύνη υφίσταται απέναντι στον κύριο του πράγματος κατά τον χρόνο της παράνομης αφαιρέσεως της νομής. Δια τα ωφελήματα που ο νομέας πορίσθηκε, αλλά κύριος δεν θα ηδύνατο να πορισθεί, η ευθύνη του νομέως στηρίζεται στην ΑΚ 1098 και όχι στην ως άνω διάταξη, δότι δεν αποτελούν ζημία (ΕφΠατρ 867/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004/281, ΕΑ 2653/2000, οπ).
Χριστίνα Γεωργούλα, δικηγόρος-διαμεσολαβήτρια
info@efotopoulou.gr