Δήλωση αυτοεξαίρεσης Δικαστή
Από τις διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 1 περ. στ΄ και 55 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που υπηρετούν πρωτίστως την αμεροληψία της δικαιοσύνης, προκύπτει ότι οι δικαστές (είτε των πολυμελών, είτε των μονομελών δικαστηρίων), μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους (δήλωση αυτοεξαίρεσης) ή να εξαιρεθούν από οποιονδήποτε διάδικο, αν συντρέχει στο πρόσωπό τους κάποιος από τους αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 ΚΠολΔ λόγους, μεταξύ των οποίων και αυτός της πρόκλησης υπόνοιας μεροληψίας, διότι δεν είναι επιτρεπτό να δικάζουν υπό τη σκιά και απλής έστω υπόνοιας ως προς την αντικειμενικότητά τους. Στην περίπτωση αυτή οφείλουν να το δηλώσουν στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, αρμόδιο δε να αποφασίσει επί της εξαιρέσεως είναι το Δικαστήριο, στο οποίο υπηρετούν, το οποίο και αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση και χωρίς συζήτηση στο ακροατήριο, για τον σχηματισμό δε της κρίσης του αρκεί, κατά το άρθρο 60 του ίδιου κώδικα, απλή πιθανολόγηση των λόγων εξαιρέσεως. Η κατά τα ανωτέρω δήλωση αυτοεξαίρεσης, μη υποκείμενη σε χρονικό περιορισμό, μπορεί να γίνει και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, αν ο λόγος της προκύψει κατά τη μελέτη ή τη διάσκεψη της υπόθεσης προς έκδοση της σχετικής απόφασης, οπότε, αν αποφασιστεί η έξοδος του εξαιρετέου δικαστή από τη σύνθεση του Δικαστηρίου, οφείλει αυτό στη συνέχεια να απόσχει απο την εκδίκαση της υπόθεσης και διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης (πρβλ. ΑΠ 611/2023, ΑΠ 1128/2020, ΑΠ 190/2018, ΑΠ 1029/2011, ΑΠ 1736/2010, ΑΠ 714/2010, ΑΠ 1760/2008 ΝΟΜΟΣ).
Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr