Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δυνατότητες δικαστηρίου κατά τη δίκη της διανομής (λύση κοινωνίας)

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798, 799, 800 και 801 ΑΚ και 480, 480Α, 481 και 484 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1113 ΑΚ, εφαρμόζονται και επί διανομής κοινού πράγματος, συνάγεται ότι: α) Αν δε συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει τη δικαστική διανομή, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), β) αίτημα της αγωγής διανομής κοινού πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας που υπάρχει επ’ αυτού, ο δε, τρόπος λύσης της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση αυτής θα γίνει με αυτούσια διανομή (ή, αν πρόκειται για οικόπεδο στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή για οικόπεδο ακάλυπτο και οικοδομήσιμο, με αυτούσια διανομή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας) ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλ’ ανήκει στις εξουσίες του αρμόδιου δικαστηρίου (βλ. σχ. ΑΠ 106/2013, ΧρΙΔ 2013/584, ΑΠ 735/2013, ΧρΙΔ 2013/683, ΑΠ 913/2011, ΕΠολΔ 2012/171, ΑΠ 1895/2009, ΕλλΔ/νη 2010/678, ΑΠ 1309/2005, ΑΠ 763/2002, δημ. σε τ.ν.π. «ΝΟΜΟΣ», Λ. Πίψου, Δικαστική Διανομή, σελ. 96). Κατά τις δε διατάξεις των άρθρων 800 ΑΚ και 480 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ αυτούσια διανομή κοινού πράγματος είναι η φυσική (in nature) διαίρεση του κοινού αντικειμένου σε περισσότερα ίσα κατ’ αξία μέρη, ώστε ο κάθε κοινωνός ή ομάδα κοινωνών να λάβει ανάλογα με τη μερίδα του μέρη με κλήρωση ή με σε ορισμένες περιπτώσεις, που προβλέπονται από τον νόμο, με επιδίκαση.

Προϋποθέσεις της αυτούσιας διανομής είναι σωρευτικά: α) το εφικτό της διανομής, δηλαδή της φυσικής διαιρέσεως του πράγματος σύμφωνα με τον προορισμό του χωρίς μείωση της αξίας του και β) η διανομή να είναι συμφέρουσα, δηλαδή να μην επέρχεται με αυτή μείωση της αξίας των μερίδων (ΟλΑΠ 101/1975 ΝοΒ 23. 651, ΕφΑθ 6168/1990 ΕλλΔνη 33. 584). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 479, 480 παρ. 1481 και 484 του ΚΠολΔ, όταν η διαίρεση του διανεμητέου ακινήτου είναι πρόδηλα δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις (ΑΠ 975/2007 Νόμος, ΑΠ 1361/1996 ΕλλΔνη 38.1793). Σε αντίθετη περίπτωση, διατάσσει τη διεξαγωγή αποδείξεων με κάθε αποδεικτικό μέσο, ιδίως με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εφόσον για την αντίληψη αυτών των θεμάτων απαιτούνται, κατά την κρίση του, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (άρθρο 368 ΚΠολΔ) και μόνο αν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη διατάσσει τη δια πλειστηριασμού πώληση (ΑΠ 1053/93 ΕλλΔνη 199.577, ΕφΘεσ 299/2012 Αρμ. 2013. 276).

Επομένως, το Δικαστήριο αποφασίζει ανέλεγκτα σχετικά με το αν η διανομή του κοινού πράγματος είναι προδήλως ανέφικτη ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη τις μερίδες των κοινωνών, το τυχόν αίτημά τους για δημιουργία ενιαίων κοινών μερίδων κατά το άρθρο 480 παρ. 1 ΚΠολΔ, το είδος, τις διαστάσεις και το εμβαδόν του διανεμητέου αν αυτό είναι ακίνητο, καθώς και σχετικά με το αν είναι ανάγκη να διαταχθεί για αυτό απόδειξη (ΑΠ 303/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 765/1993 ΕλλΔνη 36(1995). 147). Εξάλλου, βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα των διαδίκων στο διανεμητέο πράγμα (ΑΠ 1061/1974 ΝοΒ 29.630).

Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 480 παρ. 1, 3 και 480 A παρ. 1,3 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειώνεται η αξία του. Περαιτέρω, στο άρθρο 481 περ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών. Στο δε άρθρο 486 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 14 του ν. 1562/1985, ορίζεται ότι αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480 Α’ είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση. Αν όμως η διανομή με κλήρωση μπορεί να οδηγήσει σε τεμαχισμό της ιδιοκτησίας κάποιου από τους κοινωνούς ή είναι προδήλως αντίθετη προς το συμφέρον του, το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από σχετική αίτηση, να επιδικάσει σε κάθε κοινωνό ή στις ομάδες των κοινωνών που ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα, ό,τι τους αναλογεί, χωρίς κλήρωση. Με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 480 και 486 ΚΠολΔ επιτράπηκε, υπό τις διαλαμβανόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, η αυτούσια διανομή με απονέμηση, δηλαδή χωρίς κλήρωση, με απευθείας επιδίκαση στους συγκυρίους άνισων, ομοειδών ή μη, μερών, κατά τον λόγο των μερίδων τους (ΑΠ 170/2017 ΝΟΜΟΣ).

Το δικαστήριο, κατά τη δίκη της διανομής δύναται να ζητήσει με απόφασή του πραγματογνωμοσύνη επί του τρόπου της διανομής. Στην περίπτωση αυτή, συχνά, προς τον σκοπό οικονομίας της δίκης, δεν εκδίδεται διάταξη ως προς τη διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη, δοθέντος ότι σύμφωνα με το άρθρο 107 ΚΠολΔ το δικαστήριο διατάσσει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή απόδειξης με οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπει ο νόμος, ακόμη και αν δεν τα έχουν επικαλεστεί οι διάδικοι, ώστε να αποκαθίσταται η ισότητα μεταξύ των διαδίκων και η απόφαση να εκδίδεται τελικά με βάση όλα τα αποδεικτικά μέσα, που κρίνονται κατάλληλα να συμβάλουν στην αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας (Ν. Κλαμαρή/Σ. Κουσούλη/Σ. Πανταζόπουλο, ό.π., σελ. 645, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τόμ. 1, εκδ., 2020, σελ. 576). Εφόσον δε οι αποδεικτικές ανάγκες της υπόθεσης δεν επιτρέπουν την έκδοση οριστικής απόφασης μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, τίθεται ζήτημα ενδιάμεσου σταδίου και ειδικότερα διαδικαστικής πράξης του δικαστηρίου με την οποία θα προωθείται η δίκη στο πεδίο της διεξαγωγής αποδείξεων με πρωτοβουλία του δικαστηρίου. Μετά την κατάργηση της προδικαστικής περί αποδείξεων αποφάσεως από τον ν. 2915/2001 και τις τροποποιήσεις του ν.4335/2015, η συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με διαταγή αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης γινόταν μέσω του μηχανισμού της επανάληψης της συζητήσεως κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ. Με το άρθρο 15 του Ν. 4842/2021 καταργήθηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να εκδίδει μη οριστική απόφαση για επανάληψη της διαδικασίας κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ προκειμένου να διεξαχθούν αποδείξεις και αντί για μια τέτοια (μη οριστική) απόφαση, το δικαστήριο θα εκδίδει απλή διάταξη απαλλαγμένη από οριστικές διατάξεις και αιτιολογίες. Ειδικότερα σύμφωνα με το 237 § 8 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν.4842/2021, προβλέπεται ότι το δικαστήριο δύναται να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με απλή διάταξη, που θα αναφέρει τον τόπο, το χρόνο, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης και την προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 237 § 8 ΚΠολΔ δεν μπορεί να περιέχει οριστική ή μη οριστική διάταξη που ρυθμίζει την ένδική έννομη σχέση, διότι τούτη δεν αποτελεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστό τίτλο εκδιδόμενο από δικαστή με την οποία ο τελευταίος δικαιοδοτεί. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι τι θα συμβεί αν από τη μελέτη του φακέλου μετά τη συζήτηση διαπιστώνεται άλλο αποδεικτικό έλλειμα, όπως η αναγκαιότητα προσκομιδής εγγράφου ή τι θα συμβεί αν το δικαστήριο κρίνει ότι θέλει να αποφανθεί οριστικά ή προσωρινά για ορισμένα ζητήματα της ένδικης ενώπιον του υπόθεσης. Κατά μια άποψη, δεν μπορεί να αποκλειστεί η προσφυγή στη ρύθμιση του άρθρου 254 ΚΠολΔ για την επανάληψη της συζήτησης, εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι απαιτείται η προσκομιδή εγγράφων, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με την πραγματογνωμοσύνη (ΕφΘεσ 415/2022, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3809/2022 σε ΤΝΠ Sakkoulas) προκειμένου να περιλάβει η απόφαση και άλλες διατάξεις (οριστικές ή μη οριστικές), εφόσον δεν υφίσταται ρητά ρυθμισμένη διαδικαστική οδός για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων. Αυτή η συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού και η συμπερίληψη οριστικών ή μη οριστικών διατάξεων στην απόφαση που διατάσσει περαιτέρω αποδείξεις εντάσσεται τόσο στο γράμμα του 254 ΚΠολΔ, που κάνει λόγο για «κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγησή» όσο και στην τελεολογία του άρθρου 254 ΚΠολΔ, που προτάσσει την ορθή έκδοση απόφασης παρά τη σχετική καθυστέρηση στη διαδικασία. Η θέση περί γενικής και απόλυτης κατάργησης της δυνατότητας έκδοσης μη οριστικής απόφασης δεν είναι αναντίρρητη ούτε με βάση την ιστορική διαδρομή ούτε με βάση το γράμμα και τον σκοπό του νόμου. Η διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά το ν. 4842/2021, επανέρχεται στην γραμματική διατύπωση που είχε πριν το ν.2915/2001. Πλην όμως, ακόμη και τότε που συνυπήρχε στην τακτική διαδικασία με την προδικαστική απόφαση περί αποδείξεων γινόταν δεκτό σε νομολογία και θεωρία ότι είναι δυνατό να διαταχθεί περαιτέρω απόδειξη είτε μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασής στην τακτική, είτε στις ειδικές διαδικασίες. Εν προκειμένω, σκοπός του νομοθέτη με το ν. 4842/2021 ήταν να παύσει να λειτουργεί η κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ απόφαση επανάληψης διαδικασίας ως λειτουργικό υποκατάστατο της διάταξης του άρθρου 237 § 8 για την εν γένει διαταγή διεξαγωγής αποδείξεων, όταν τούτη συνιστά το μοναδικό αντικείμενο της μετ’ επανάληψη δίκης και όχι για να αποκλειστεί η συνδυαστική εφαρμογή του με το 308§2 ΚΠολΔ ή με τη λήψη άλλων προσφορών μέτρων (βλ. ΜΠρΘεσ/νικης 3245/2023, τνπ ΝΟΜΟΣ). Εκ της υπ’ αρ. 1134/2025 απόφαση του ΜονΠρΑθ

Ευγενία Α. Φωτοπούλου, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί