Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Διόρθωση δικαστικής απόφασης (ΕιρΛαρ 93/2017)

Κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 315 ΚΠολΔ, «Αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του»[1].

Με την υπό κρίσιν διάταξη θεσπίζεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να διορθώσει την απόφασή του, αν υπάρχει διάσταση μεταξύ εκείνου που θέλησε προς εκείνο που διατυπώθηκε στην απόφαση, εξαιτίας γραφικού ή λογιστικού λάθους, ή ανακριβούς διατυπώσεως του διατακτικού της και αυτά προκύπτουν από το κείμενο της ιδίας αποφάσεως είτε από άλλα διαδικαστικά έγγραφα[2]. Σκοπός της διαδικασίας της διόρθωσης απόφασης είναι η αποσαφήνιση της διατύπωσης και η αποτύπωση του αληθινού περιεχομένου της απόφασης χωρίς να προσβάλλεται το δεδικασμένο[3]. Αντικείμενο της διαδικασίας διόρθωσης μπορούν να αποτελέσουν μόνον ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρέουν κατά τη σύνταξη και την καθαρογραφή της απόφασης και προκαλούν προφανή ασυμφωνία μεταξύ δηλωθέντος και βουληθέντος[4], και όχι διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης και την εκτίμηση των αποδείξεων, τα οποία, εφόσον αποδειχθούν, διορθώνονται μόνο με την προσβολή της απόφασης με ένδικα μέσα[5]. Τα περί ων ο λόγος σφάλματα πρέπει να είναι πρόδηλα, ήτοι να προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και των στοιχείων που ορίζουν το περιεχόμενο αυτής ή από τα πρακτικά ή από τις προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία ή με την επανεκτίμηση των αποδείξεων[6]. Είναι αδιάφορο εάν η αιτία της παραδρομής ανάγεται ή όχι σε αμέλεια του δικαστηρίου, των διαδίκων ή των δικαστικών πληρεξουσίων τους[7].

Οι παραδρομές είναι συνήθως λάθη γραφικά ή λογιστικά. Λογιστικά είναι τα σφάλματα που αναφέρονται στους μαθηματικούς υπολογισμούς και όχι στην ερμηνεία του νόμου ή εκείνα που αλλοιώνουν την ουσία της απόφασης. Γραφικά είναι τα λάθη που παρεισέφρησαν κατά τη γραφή λέξεων, όπως στα ονόματα και στα στοιχεία της ταυτότητας των διαδίκων, στα ονόματα των δικαστών που συγκρότησαν το δικαστήριο, ή των πληρεξουσίων δικηγόρων, στην αντίστροφη γραφή των δικονομικών τους ιδιοτήτων ή στην εκδίκαση της απόφασης κατ’ αντιμωλία ή ερήμην[8]. Ακόμη, υπάρχει ελλιπής διατύπωση του διατακτικού, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να περιλάβει διάταξη ως προς ορισμένο αίτημα του διαδίκου με το οποίο ασχολήθηκε στο αιτιολογικό, όπως λ.χ. όταν το δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει προσωπική κράτηση αν και στο αιτιολογικό είχε κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί[9]. Διόρθωση στο διατακτικό μπορεί να χωρήσει και ως προς τη διάταξη σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, αν λ.χ. υπάρχει διαφορά μεταξύ του ολογράφως και του αριθμητικώς αναγραφόμενου ποσού, ή αν παραλείφθηκε εντελώς η αναγραφή του ποσού της δικαστικής δαπάνης. Διαφορετική είναι, ωστόσο, η περίπτωση που το δικαστήριο άφησε αδίκαστο αίτημα του διαδίκου, δηλαδή παρέλειψε να ασχοληθεί με αυτό τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, δε χωρεί διόρθωση, αλλά προσβολή της απόφασης με έφεση ή και με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ. Ανακριβής διατύπωση του διατακτικού συντρέχει όταν προκύπτει αντίφαση είτε από άλλες διατάξεις του διατακτικού είτε από το αιτιολογικό της απόφασης, με συνέπεια να καθίσταται αυτό ακατάληπτο ή ασαφές, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για παραδρομή και όχι για σφάλμα της δικανικής κρίσης[10].

Ενόψει των ανωτέρω, η πρόσφατη υπ’ αριθμ. 93/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαρίσης έκρινε τα κάτωθι σχετικά με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία διόρθωσης εκδοθείσας δικαστικής απόφασης[11]: «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά, ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή, η οποία ως εξαιρετική υπηρετεί στα πλαίσια της επιταγής για ασφάλεια δικαίου τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, συνάγεται ότι μπορεί να γίνει διόρθωση των σφαλμάτων της απόφασης, που οφείλονται σε ασυμφωνία αυτών που ήθελε το δικαστήριο και εκείνων που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση, έστω και αν από τη διόρθωση της ανακρίβειας της διατύπωσης επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η επιτρεπόμενη από το νόμο μεταβολή αυτή δεν ανατρέπει αλλά ορθώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, ώστε να μην αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου (ΑΠ 1259/2002, ΕλλΔνη 44.130, ΑΠ 1132/1980, ΝοΒ 1981.520, ΕφΛαρ 48/2000, Δικογραφία 2000.212, ΕφΑθ 5459/1993, ΕλλΔνη 1995.877). Η δε παραδρομή, στην οποία οφείλονται τα λάθη, αρκεί να προκύπτει από το ίδιο το κείμενο και την όλη διάρθρωση της απόφασης, όπως συμβαίνει όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της, ή να προκύπτει από τα δικόγραφα της δίκης (πρακτικά της συζήτησης, προτάσεις και γενικά δικόγραφα των διαδίκων) και όχι από νέα στοιχεία, (ΕφΑθ 10592/1996, Αρμ 1998.1383). Έτσι πλην άλλων, ως γίνεται δεκτό, μπορεί να διορθωθεί-συμπληρωθεί και το ελλιπές διατακτικό οριστικής απόφασης όταν η παράλειψη αυτή οφείλεται σε προφανή παραδρομή, ήτοι υφισταμένου σχετικού αιτήματος καταφάσκεται στο σκεπτικό η κήρυξη της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής πλην δεν περιλαμβάνεται αντίστοιχη διάταξη στο διατακτικό (βλ. ενδεικτικώς Νίκας, ΔικΑναγκΕκτ Ι, παρ.11, αριθμ.9 σημ.29, σελ.201, Ν. Παϊσίδου, Διόρθωση και ερμηνεία των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 114, ΜΠρΑθ 4075/2005 Αρμ 2005.919, ΜΠρΑθ 1457/2008, Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 315, 317, 318 και 118 ΚΠολΔ, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 317 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αίτηση διόρθωσης απόφασης, για το ορισμένο και το υποστατό αυτής ως δικογράφου, πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τα λάθη ή τις παραλείψεις ή τις ανακρίβειες που ζητείται να διορθωθούν, καθώς και την εντεύθεν προκύπτουσα πρόδηλη ασυμφωνία μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της, δηλαδή μεταξύ εκείνου που θέλησε το Δικαστήριο και εκείνου που διατυπώθηκε στην απόφασή του. Εκτός από τα στοιχεία αυτά πρέπει επίσης να μνημονεύονται στην αίτηση τα ονοματεπώνυμα όλων των διαδίκων που αναφέρονται στη διορθωτέα απόφαση και να απευθύνεται κατ` αυτών η αίτηση υπό τη μορφή της τυπικής αντιδικίας, εφόσον η διορθωτέα απόφαση εκδόθηκε κατά την τακτική ή άλλη ειδική διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ώστε να καταστούν οι καθ’ ων η αίτηση αυτή διάδικοι, οι οποίοι, ως διατελέσαντες αρχικοί διάδικοι στη συζήτηση που εκδόθηκε η διορθωτέα απόφαση, θεωρούνται ότι έχουν έννομο συμφέρον να παρασταθούν κατά τη συζήτηση της αίτησης διόρθωσης της απόφασης (ΕφΑθ 489/2000, ΕλλΔνη 2000.803). Για το σκοπό αυτόν, ο οποίος αποτελεί μερικότερη εκδήλωση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως (άρθρο 110 ΚΠολΔ), προβλέπεται στο άρθρο 318 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι οι διάδικοι πρέπει να κλητεύονται οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Μάλιστα, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η προθεσμία αυτή κλητεύσεως ισχύει ανεξάρτητα από το είδος της διαδικασίας με την οποία συζητείται η αίτηση διόρθωσης απόφασης (τακτική, ειδική, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων κλπ.), η οποία μάλιστα ως ειδικότερη υπερισχύει άλλων διατάξεων που ορίζουν συντομότερες ή μακρύτερες προθεσμίες (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 318, αρ. 2). Περαιτέρω, αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης δικαστήριο είναι το δικαστήριο που εξέδωσε τη διορθωτέα απόφαση (άρθρο 317 παρ. 2 ΚΠολΔ), το οποίο μάλιστα παραμένει αρμόδιο ακόμα και αν εντωμεταξύ η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου λόγω ασκήσεως ενδίκου μέσου, αρκεί να μην έχει εξαφανισθεί η διορθωτέα απόφαση (ΑΠ 143/2002, ΧρΙΔ 2002.221, ΑΠ 1007/1977, ΝοΒ 1978.909). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 318 παρ. 1 ΚΠολΔ, η συζήτηση της αίτησης διόρθωσης γίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η διορθωτέα απόφαση».

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος 1, Άρθρα 1-590, Νομική Βιβλιοθήκη, 4η έκδοση, 2016, σελ. 863 επ. (υπό άρθρο 315 ΚΠολΔ), με περαιτέρω εκτενείς παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία.

[2] Βλ. ΑΠ 1572/2012, ΕφΑΔ 2013, σελ. 351, ΕφΛαμ 121,2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[3] Βλ. ΑΠ 1703/2006, ΧρΙΔ 7 (2007), σελ. 228, ΑΠ 1259/2002, ΕλλΔνη 44 (2003), σελ. 130.

[4] Βλ. ΟλΑΠ 5/1992, ΝοΒ 1992, σελ. 708, ΑΠ 1765/2013, ΝοΒ 2014, σελ. 628, ΑΠ 1564/2012, ΕΠολΔ 2013, σελ. 257 με σημ. Κατηφόρη.

[5] Βλ. ΕφΚρητ 199/2012, ΑΠ 682/2011, ΠΠΑ 204/2010, ΕφΘεσσ 950/2008, ΑΠ 1703/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[6] Βλ. ΠΠΑ 681/2014, ΧρΙΔ 2014, σελ. 130, ΑΠ 1564/2012, όπ.π., ΕφΔωδ 162/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 251/2004, ΕλλΔνη 46, σελ. 407.

[7] Βλ. ΕφΠειρ 26/2013, ΠειρΝ 2013, σελ. 145, ΕφΘεσσ 2513/2000, Αρμ 55 (2001), σελ. 244.

[8] Βλ. ΕφΠειρ 26/2013, όπ.π., ΕφΑθ 186/2012, ΝοΒ 2012, σελ. 578, ΕφΑθ4086/2006, ΕλλΔνη 48 (2007), σελ. 233.

[9] Βλ. ΕφΑθ 3851/1998, ΕλλΔνη 41 (2000), σελ. 461.

[10] Βλ. ΕιρΧαν 35/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 870/2006, Δ 37 (2006), σελ. 1320, ΕιρΑθ 100/1995, ΑρχΝ 49 (1998), σελ. 835, ΑΠ 933/1994, ΕλλΔνη 1996, σελ. 323.

[11] Βλ. ΕιρΛαρ 93/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί