Εφαρμογή άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ στην εκούσια δικαιοδοσία
Σύμφωνα με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί, η διάταξη του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, εφαρμόζεται τόσο στη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας κατ’ άρθρο 741 ΚΠολΔ, όσο και στην Ειδική Διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση. Στο πλαίσιο του ισχύοντος δικαίου η εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ παρίσταται ευχερής όταν το δικόγραφο εισήχθη κατά τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών και υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής άλλης ειδικής διαδικασίας από εκείνη κατά την οποία προσδιορίστηκε. Στην τελευταία περίπτωση, το Δικαστήριο είτε θα εφαρμόσει απευθείας την προσήκουσα διαδικασία είτε -αν δεν έχει τηρηθεί η αναγκαία προδικασία- θα αναβάλει την έκδοση απόφασης, ώστε να τηρηθεί αυτή. Τα παραπάνω είναι δεκτικά εφαρμογής και στην περίπτωση που η υπόθεση εισήχθη κατά τις διατάξεις ειδικής διαδικασίας ενώ υπαγόταν στην εκούσια δικαιοδοσία αλλά και αντίστροφα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την πλειοψηφία των αποφάσεων, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν τηρήθηκαν οι όροι των άρθρων 215 επ. ΚΠολΔ, δηλαδή αν αναγράφεται στο δικόγραφο της αίτησης ο αντίδικος και επιδόθηκε σε τούτον αυτή (αίτηση) εμπρόθεσμα, οπότε θα εκδικαστεί η υπόθεση κατά την τακτική ή την προσήκουσα ειδική (διαγνωστική) διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (βλ. για την παράθεση των απόψεων αυτών Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, Εισαγ. στα άρ. 739 – 833, παρ. 5-6, ΕφΑθ 3537/1992, NOMOS)ή το αντίστροφο. Η άποψη αυτή προάγει την οικονομία της δίκης και συνάδει με τον ενιαίο χαρακτήρα της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως, στην περίπτωση που υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας έχει εισαχθεί στην αμφισβητούμενη διαδικασία, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια είτε να εφαρμόσει αμέσως τις διατάξεις της διαδικασίας αυτής και να εκδώσει, χάριν οικονομίας της δίκης, μία ενιαία απόφαση, η οποία θα περιλαμβάνει τόσο την κατά τα ανωτέρω σχετική διάταξη, όσο και την επί της ουσίας κρίση, είτε να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίασή του, προκειμένου να εφαρμοσθεί η προσήκουσα διαδικασία. Το τελευταίο θα συμβεί κυρίως όταν, ενόψει των αποκλινουσών ρυθμίσεων της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθίσταται ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρμογή της λόγω ελλείψεως κατάλληλης προπαρασκευής. Το δικαστήριο, επομένως, προκειμένου να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, πρέπει να ερευνήσει το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο για να κρίνει αν η διαδικασία, στην οποία έχει εισαχθεί, καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοσθεί και δεν πρέπει, σύμφωνα με τη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, να διαταχθεί η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για προπαρασκευή των διαδίκων (Ποδηματά σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, υπό άρ. 591, παρ. 10ΕφΑθ 1199/2008 ΕλλΔνη 2009.245, 6033/1995 ΕλλΔνη 1996.1145, 3537/1992 ΝοΒ1992.891, ΠΠρΘεσ 17264/2015 αδημ., Π. Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, Εισαγωγικές παρατηρήσεις άρθρων 739-866, αρ. 5, Κ. Βαρσάνης σε Ν. Λεοντή, Εκούσια Δικαιοδοσία, σελ. 192).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος