Έλλειψη ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης: πότε η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και πότε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν
Η νομιμοποίηση αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση και πρέπει να υπάρχει γενικώς κατά την έναρξη της δίκης και καθ’ όλη τη διάρκειά της, προκειμένου να είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως από το Δικαστήριο, η έλλειψη δε αυτής συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 42/2021, ΑΠ 55/2020, ΑΠ 82/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 994/2007 ΧρΙδΔ 2008, 140, ΑΠ 45/2007 Δ. 2007 583, ΑΠ 1016/2005 ΕλλΔνη 46 1088, ΕφΑΘ 2832/2013 ΕΕμπΔ 2013 669). Για τη στοιχειοθέτηση της νομιμοποιήσεως (ενεργητικής και παθητικής) αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του ισχυρισμού αυτού κατ’ ουσίαν (ΑΠ 2102/2007 Δ. 2007 428, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 43 1679, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27 1427, ΕφΑΘ 33/2019 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 1834/2013 Αρμ. 2017 103, ΕφΑΘ 1854/2009 ΕλλΔνη 50 1427, ΕφΑΘ 8511/2005 ΕλλΔνη 47 533, ΕφΑΘ 8107/2001 ΕλλΔνη 44 225, Μ. Μαργαρίτης – Ά. Μαργαρίτη, όπ. π., Τ. I, έκδ. 2% 2018, υπό το άρθρο 68, αριθ. 7 – 8, Κ. Μπέης, ΠολΔ, υπό το άρθρο 68 παρ. III 3 α` σ. 360, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Α’, 1996, υπό το άρθρο 68, αριθ. 3), αφού στην τελευταία περίπτωση η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος και όχι ως απαράδεκτη ελλείψει της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως (ΕφΑθ 1369/2000 αδημ., Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Τ. II, έκδ. 1986, παρ. 55, σελ. 108). Δηλαδή, εάν δεν εκτίθενται στην αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως των διαδίκων, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ εάν εκτίθενται μεν, αλλά εν τέλει δεν αποδεικνύονται θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν (ΕφΔωδ 134/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), εντεύθεν δε η αμφισβήτηση των προτεινομένων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποιήσεως περιστατικών εκ μέρους του εναγομένου συνιστά όχι ένσταση ελλείψεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής, οπότε ο ενάγων φέρει το σχετικό βάρος της αποδείξεως (ΕφΑθ 8107/2001 όπ. π.).
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να είναι σαφή και επακριβώς προσδιορισμένα τα πρόσωπα του δικαιούχου ενάγοντος και του υποχρέου εναγομένου και να συνάπτονται προς συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν την ιδιότητα αυτών ως ενάγοντος ή εναγομένου και, συνακολούθως, ως υποκειμένων της επίδικης έννομης σχέσεως (ΑΠ 1607/2000 ΕλλΔνη 42 669, ΕφΠατρ 251/2009 ΑχΝομ 2010 317). Κατά μια άποψη (Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Α`, 1996, υπό το άρθρο 68, αριθ. 10, όπου και παράθεση των διαφορετικών απόψεων της θεωρίας), η παράλειψη αναφοράς ή η ελλιπής αναφορά των στοιχείων της ενεργητικής ή της παθητικής νομιμοποιήσεως δεν επάγεται ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής λόγω αοριστίας, αλλά ευθέως το απαράδεκτο της αγωγής ελλείψει διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης. Ωστόσο, ουσιαστική διαφορά κατ’ αποτέλεσμα δεν υφίσταται, καθ’ όσον σε αμφότερες τις περιπτώσεις (ήτοι της ακυρότητας του δικογράφου λόγω αοριστίας, όπως δέχεται η ΑΠ 1278/2017 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», και του ευθέος απαραδέκτου λόγω ελλείψεως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης) η απόρριψη της αγωγής χωρεί για τυπικούς λόγους (ΕφΑΘ 7/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr