Έννοια κληροδοσίας – όρια ανάμεσα στην εγκατάσταση κληρονόμου σε δήλο και στην κληροδοσία
Σύμφωνα με το άρθρο 1714 ΑΚ ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να προσπορίσει σε κάποιον περιουσιακή ωφέλεια, χωρίς να τον εγκαταστήσει κληρονόμο (κληροδοσία). Κατά τη διάταξη αυτή όροι της κληροδοσίας είναι 1) η παροχή περιουσιακής ωφέλειας προς κάποιον, ώστε αυτός να αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή, 2) η παροχή να γίνει με τελευταία διάταξη και 3) η παροχή προς τον κληροδόχο να γίνει εις βάρος άλλου προσώπου (βεβαρημένου) (Μπαλή, ό.π., § 292). Από τη διάταξη αυτή συμπεραίνει κανείς ότι η κληροδοσία είναι η περιουσιακή ωφέλεια που προσδίνει σε κάποιον ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του, χωρίς όμως να τον εγκαθιστά κληρονόμο του. Ο κληροδόχος καθίσταται ειδικός διάδοχος του κληρονομουμένου, σε αντίθεση με τον καθολικό διάδοχο, δηλαδή τον κληρονόμο. Επίσης, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1714 ΑΚ, η διαθήκη καθιερώνεται ως ο μοναδικός τρόπος για την σύσταση της κληροδοσίας.
Ειδικότερα, αντικείμενο της κληροδοσίας είναι δυνατό να είναι κάθε περιουσιακή ωφέλεια χωρίς αντάλλαγμα ή και με αντάλλαγμα και γενικότερα κάθε παροχή αποτιμητή σε χρήμα ή και μη αποτιμητή (π.χ. κληροδοσία οικογενειακού κειμηλίου). Ως κληροδοσία, υπό την έννοια που προαναφέρθηκε, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η μεταβίβαση κυριότητας ή νομής, η σύσταση δουλείας ή ασφαλειών, η μεταβίβαση απαίτησης, η παραχώρηση χρήσης, η παροχή διατροφής, η περιοδική παροχή, η απαλλαγή από υποχρέωση (ΕφΑθ 9703/1999, ΤΝΠ ΔΣΑ, πρβλ. Παύλου Φίλιου: ΚληρΔ Ειδ. Μέρος, έκδ. 1988, § 40 και εκεί παραπομπή σε σχετική νομολογία).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1995, 1997 και 1998 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα από την κληροδοσία είναι κατά κανόνα ενοχικό. Ο κληροδόχος έχει ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον βεβαρημένο το κληροδοτούμενο, δηλαδή την παροχή που αποτελεί το περιεχόμενο της κληροδοσίας. Είναι δε το κληροδότημα απαιτητό αμέσως από την επαγωγή. Ως βεβαρημένος με την κληροδοσία είναι, κατά πρώτο λόγο, ο κληρονόμος από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, ο οποίος, για την εκπλήρωση του κληροδοτήματος που αποτελεί χρέος της κληρονομίας, ευθύνεται και με τη δική του περιουσία, εφόσον δεν αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής (ΕφΠειρ 1316/1987 Δνη 31.1474, ΠρΑθ 17173/1980 ΝοΒ 29.1575, Π. Παπανικολάου και Ν. Παπαντωνίου, Γνωμοδοτήσεις περί κληροδοσίας στο ΝοΒ 36.1 επ. και 35.1 επ., αντίστοιχα).
Επειδή τα όρια ανάμεσα στην εγκατάσταση κληρονόμου σε δήλο και και στην κληροδοσία είναι δυσδιάκριτα, ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 1800 παρ. 2 ΑΚ ορίζει ότι, αν έχουν αφεθεί μόνον ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. Έτσι, η κρίση για το αν ο διαθέτης θέλησε τον επί του δήλου εγκατάστατο ως κληρονόμο ή κληροδόχο συνάγεται με ερμηνεία της διαθήκης και αναζήτηση της πραγματικής ή και της υποθετικής βούλησης του διαθέτη (δηλαδή αυτής που θα είχε αν κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης γνώριζε τη διάκριση ανάμεσα στον κληρονόμο και τον κληροδόχο και τις συνακόλουθες επιπτώσεις του χαρακτηρισμού του εγκατάστατου ως κληρονόμου ή κληροδόχου).
Στα πλαίσια της ερμηνείας αυτής και πέρα από την ορολογία που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, όπως «κληρονόμος», «κληροδόχος», «εγκαθιστώ», αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ επιτάσσεται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, οι δε λέξεις δεν μπορούν να νοηθούν αφηρημένα χωρίς συνάρτηση με το όλο κείμενο της διαθήκης, κρίσιμα στοιχεία για τη διακρίβωση της βούλησης του διαθέτη να εγκαταστήσει κληρονόμο και όχι κληροδόχο είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιότητας του κληρονόμου και οι διαφορές του από τα αντίστοιχα στοιχεία της ιδιότητας του κληροδόχου και συγκεκριμένα: Η διαπίστωση ότι ο διαθέτης θέλησε τον εγκατάστατο ως άμεσο διάδοχο του, υπό την έννοια ότι ο τιμώμενος θα λάβει το δήλο αμέσως και απευθείας από την κληρονομία, χωρίς μεσολάβηση άλλου προσώπου ως τετιμημένου. Ότι ο διαθέτης θέλησε τον εγκατάστατο ως καθολικό διάδοχο του, δηλαδή ότι ο τιμώμενος διαδέχεται τον διαθέτη και ως προς το ενεργητικό και ως προς το παθητικό της κληρονομίας. Κυρίως όμως η διαπίστωση ότι, -κατά την έστω και εσφαλμένη αντίληψη του διαθέτη- το δήλο ή τα δήλα συνιστούν κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης το σπουδαιότερο τμήμα της κληρονομιαίας περιουσίας, ή εξαντλούν την περιουσία αυτή. Αντίθετα, η μικρή αξία του δήλου, σε σχέση με την αξία της υπόλοιπης κληρονομίας, υποδηλώνει βούληση εγκατάστασης κληροδόχου. Για την αναζήτηση της αληθινή βούλησης του διαθέτη και μάλιστα της υποκειμενικής του άποψης, η ερμηνεία θα πρέπει να βρίσκει κάποιο έστω και έμμεσο στήριγμα στο κείμενο της διαθήκης. Επιπλέον, για την άρση της ασάφειας ή του κενού της δήλωσης, η ερμηνεία μπορεί να γίνει και με προσφυγή σε στοιχεία ή γεγονότα που βρίσκονται εκτός του κειμένου της διαθήκης, όπως έγγραφα ή εκδηλώσεις ή σχέσεις του διαθέτη με ορισμένα πρόσωπα, χωρίς τα γεγονότα αυτά να χρειάζεται να αναφέρονται έστω και υπαινικτικά στο κείμενο της διαθήκης (ΑΠ 506/1993 ΕλλΔνη 34.1470, ΑΠ 164/1988 ΕΕΝ 56.120, ΑΠ 1963/1987 ΝοΒ 36.1653, ΑΠ 1912/1987 ΕΕΝ 50.147, ΑΠ 38.87 ΝοΒ 35.1390, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, τ. ΙΧ, άρθρο 1800, σελ. 349 επ., παρ. 19-23, Μπαλή Γ., Κληρονομικόν Δίκαιον, σελ. 138, παρ. 96).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr