Επίδομα αδείας στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα
Το επίδομα αδείας στον ιδιωτικό τομέα
Όλοι οι μισθωτοί (υπάλληλοι, εργατοτεχνίτες, μαθητευόμενοι κλπ), εφόσον απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη (ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσιο, ν.π.δ.δ. κλπ) μαζί με τη λήψη της κανονικής άδειας[1] τους,
δικαιούνται να λάβουν και το επίδομα άδειας, το οποίο καταρχήν είναι ίσο με τις αποδοχές της άδειας (και κατά τη διάρκεια της άδειας, ο αριθμός των ημερών της οποίας εξαρτάται ως γνωστόν από τον χρόνο απασχόλησής του εργαζομένου στον ίδιο εργοδότη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις συνήθεις αποδοχές του, που θα λάμβανε αν πραγματικά απασχολούταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του) με τον περιορισμό, όμως, ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15θημέρου για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά κλπ. Συνεπώς, για τον περιορισμό του ποσού του επιδόματος αδείας δεν ενδιαφέρει η ιδιότητα του μισθωτού ως υπαλλήλου ή εργάτη, αλλά ο τρόπος αμοιβής του αν αμείβεται δηλαδή με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο. Νοείται βέβαια ότι ο περιορισμός του επιδόματος αδείας σε 13 ημερομίσθια ή ½ του μηνιαίου μισθού αφορά απασχόληση στον ίδιο εργοδότη, με την ίδια σύμβαση εργασίας. Αντίθετα όταν πρόκειται για περισσότερες συμβάσεις μέσα στο ίδιο έτος, στον ίδιο ή σε άλλο εργοδότη, οι οποίες λύνονται με οποιοδήποτε τρόπο, το επίδομα αδείας μπορεί συνολικά να υπερβεί τα 13 ημερομίσθια. Αξίζει να σημειωθεί πως βασική προϋπόθεση για την καταβολή του επιδόματος αδείας αποτελεί η ύπαρξη των προϋποθέσεων που ορίζονται από το νόμο για τη χορήγηση κανονικής άδειας. Απαιτείται δηλαδή ο μισθωτός: α) να υπάγεται στις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 ή σε άλλες διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση κανονικής άδειας, β) να δικαιούται από τις διατάξεις αυτές άδεια με αποδοχές γ) να μη λαμβάνει ίσο τουλάχιστον επίδομα αδείας. Επομένως, δεν υποχρεούται ο εργοδότης να χορηγήσει επίδομα αδείας, όταν ο μισθωτός δε δικαιούται να λάβει κανονική άδεια.
Οι μισθωτοί που λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια δικαιούνται να πάρουν μαζί με την άδεια και μάλιστα προκαταβολικά (άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966) τις ανάλογες αποδοχές για επίδομα άδειας, τόσο για το πρώτο και δεύτερο έτος όσο και για τα επόμενα έτη. Κατ’ αποτέλεσμα, ο μισθωτός όταν αποχωρεί από την εργασία του για την άδειά του, θα πληρωθεί τις αποδοχές των ημερών της άδειας του και συγχρόνως το επίδομα αδείας. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού του επιδόματος αδείας, αλλά έχει την ίδια βάση υπολογισμού με τις αποδοχές της αδείας και συνεπώς οι ίδιες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του.
Το επίδομα αδείας προκαταβάλλεται, όπως ήδη επισημάνθηκε με την έναρξη της άδειας και απαγορεύεται η κατάτμηση του. Επιπλέον, δεν παίρνει την προσαύξηση του 100%, σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν το καταβάλλει στους μισθωτούς μέχρι τέλους του έτους.
Στις τακτικές αποδοχές, για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας, περιλαμβάνεται και η αποζημίωση για εκτός έδρας διανυκτερεύσεις, εφόσον παρέχεται τακτικά και σταθερά. Επίσης, υπολογίζονται οι πρόσθετες αμοιβές από υπερεργασία, από υπερωρίες, από Κυριακές, από νύχτες κτλ., που καταβάλλονται τακτικά και μόνιμα στο μισθωτό.
Κατά το άρθρο 3 παρ. 8 του Α.Ν. 539/1945, τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα της αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του. Οι αποδοχές της αδείας και του επιδόματος της αδείας δεν συμψηφίζονται με ανώτερες καταβαλλόμενες αποδοχές από τις νόμιμες. Κατά το άρθρο 3 παρ 1 και 2 κατά την διάρκειαν της αδείας ο µισθωτός δικαιούται, των συνήθων αποδοχών, ως θα εδικαιούτο, εάν απησχολείτο παρά τη υπόχρεη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισµένων δια συλλογικής συµβάσεως. Δια τον κατ’ αποκοπήν ή κατ’ άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ων δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσον όρον από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ή προκειμένου περί αδείας χορηγουμένης το πρώτον, από της προσλήψεως, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι οποίαι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτώ άδειαν.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί γενικότερα σε σχέση με τις άδειες στον ιδιωτικό τομέα και ειδικότερα σε σχέση με το επίδομα αδείας με στόχο πάντοτε την παρακολούθηση των πλέον επίκαιρων νομοθετικών εξελίξεων στο μείζονος σημασίας ζήτημα των αδειών, πως σύμφωνα με τον Ν. 4254/2014 που τροποποίησε την παρ. 3 του άρθρου 4 του νόμου 539/1945 πλέον κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο αδειών, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες: Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας. Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος. β.Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ-ΟΑΕΔ IKA-ETAM, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3996/2011 (Α’ 170) όπως ισχύει. Με υπουργική απόφαση δύναται να ρυθμίζεται κάθε όρος και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης. Η παράγραφος 3, τέθηκε όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 2 της υποπαρ. ΙΑ.5 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι 07-04-2014, σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο του ιδίου νόμου.
Τα ως άνω αξίζει να υπογραμμιστεί πως ισχύουν για όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, είτε πρόκειται περί σχέσης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είτε περί σχέσης εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε πρόκειται περί υπαλλήλων είτε περί εργατών, είτε πρόκειται περί ωρομισθίων, είτε περί μηνιαία εργαζόμενων με πλήρες ωράριο και ακόμη ισχύουν και εφαρμόζονται μάλιστα ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για σύμβαση μαθητείας (όπως στην περίφημη περίπτωση των συμβασιούχων stage). Μόνο στην περίπτωση της σύμβασης μίσθωσης έργου από τον εργαζόμενο (άρθρο 681 ΑΚ) δεν νοείται επίδομα αδείας, αφού όπως είναι ευνόητο σε παρόμοιας μορφής συμβάσεις δεν υπάρχει σχέση εξάρτησης και προοπτική διαρκούς παροχής υπηρεσιών από τον εργαζόμενο, που αναλαμβάνει δική του πρωτοβουλία και φέρει το δικό του κίνδυνο προκειμένου να φέρει σε πέρας και να παραδώσει το παραγγελθέν έργο και δεν προβλέπεται εν συνεπεία ανάγκη χορήγησης άδειας και αντιστοίχου επιδόματος από τον εργοδότη.
Εν κατακλείδι, όσα εγράφησαν σχετικά με το επίδομα αδείας που δικαιούνται οι μισθωτοί όλων των κλάδων θα πρέπει να επισημανθεί πως ισχύουν και για τους απασχολούμενους εποχιακά ή σε εποχιακές λειτουργούσες επιχειρήσεις. Για τους μισθωτούς που απασχολούνται με εκ περιτροπής ή διαλείπουσα εργασία (ήτοι εργασία που λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ή κατόπιν ατομικής συμφωνίας με τον εργοδότη, παρέχεται με ενδιάμεσες ή παροδικές διακοπές, δηλαδή όχι όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα) σύμφωνα με ρητή διάταξη της νομοθεσίας προβλέπεται ότι σε κάθε περίπτωση διαλείπουσας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές, ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που προβλέπεται από αυτόν το νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψή του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας (άρθρο 1 παρ. 2 ν. 1346/1983). Ως μήνας λογίζονται σε αυτό το εδάφιο είκοσι πέντε ημέρες απασχόλησης. Επισημαίνεται ότι με το άρθρο 1 παρ. 2 της από 15.07.2010 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., καταργήθηκε η προϋπόθεση της συμπλήρωσης της δωδεκάμηνης υπηρεσίας για τη χορήγηση άδειας. Έτσι και οι μισθωτοί αυτοί έχουν δικαίωμα να λάβουν άδεια και επίδομα αδείας για κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας τους. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο πως ο εργαζόμενος, ο οποίος κατά το διάστημα χορήγησης της άδειάς του απασχολείται με σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, δικαιούται ετήσια άδεια με αποδοχές και επίδομα αδείας, με βάση τις αποδοχές που θα λάμβανε αν εργαζόταν. Ως εκ τούτου οι αποδοχές αδείας θα αντιστοιχούν στον αριθμό των εργάσιμων ημερών που δικαιούται ως άδεια, ειδικότερα δε το επίδομα αδείας θα φθάσει το ύψος των αποδοχών αδείας και ως του ορίου των 13 ημερομισθίων (Έγγραφο 20930/692/2012 Υπουργ. Εργασίας- Κοιν. Ασφάλισης, ΔΕΝ 2013, σελ. 622).[2]
Τέλος, σχετικά με το αν υπάρχει κάποια ευνοϊκότερη ρύθμιση και συγκεκριμένα κάποια επιβαλλόμενη από κοινωνικούς λόγους και λόγους επιείκειας προσαύξηση, για τους μονογονείς ως προς το επίδομα αδείας στον ιδιωτικό τομέα δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική. Το άρθρο 7 της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ ως προβλέπον θεσμικούς όρους, με την ΕΓΣΣΕ του 2013, το οποίο έχει τίτλο: Μονογονεϊκές οικογένειες και το οποίο ισχύει και εφαρμόζεται ή τουλάχιστον πρέπει να εφαρμόζεται στον ιδιωτικό τομέα προβλέπει απλώς (χωρίς να ορίζει κάτι πιο συγκεκριμένο και ευμενές, ωστόσο, ως προς το επίδομα αδείας) για τους μονογονείς άδεια με αποδοχές για έξι ακόμη ημέρες το χρόνο και συγκεκριμένα τα εξής: Στους εργαζόμενους (-ες) που έχουν χηρέψει και στον άγαμο(-η) γονέα που έχουν την επιμέλεια του παιδιού, χορηγείται άδεια με αποδοχές έξι (6) εργασίμων ημερών το χρόνο, πέραν αυτής που δικαιούνται από άλλες διατάξεις
Το επίδομα αδείας στο δημόσιο τομέα
Το άρθρο 48 του ν. 3528/2007 (Υπαλληλικός κώδικας) προβλέπει σχετικά με το δικαίωμα κανονικής άδειας των δημοσίων υπαλλήλων τα εξής: 1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται κανονική άδεια με αποδοχές δύο (2) μήνες μετά το διορισμό τους. Η άδεια που δικαιούνται να λάβουν οι υπάλληλοι ορίζεται σε δύο (2) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους δημόσιας πραγματικής υπηρεσίας. 2. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, μετά τη συμπλήρωση ενός (1) έτους πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δικαιούνται κανονική άδεια απουσίας με αποδοχές, η διάρκεια της οποίας ορίζεται σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα πέντε (5) εργασίμων ημερών και είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν εβδομάδα έξι (6) εργασίμων ημερών.
Ο χρόνος της κανονικής άδειας επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των είκοσι πέντε (25) ή τριάντα (30) εργασίμων ημερών προκειμένου για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομάδα εργασίας, αντίστοιχα. 3. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης μπορεί να προσαυξάνεται ως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες ο αριθμός των ημερών κανονικής άδειας των υπαλλήλων που υπηρετούν σε παραμεθόριες περιοχές. 4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται σε όσους έχουν κατά τις κείμενες διατάξεις διακοπές εργασίας. Οι υπάλληλοι αυτοί μπορούν, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι ανάγκης, να παίρνουν κανονική άδεια με αποδοχές ως δέκα (10) εργάσιμες ημέρες κατ’ έτος.
5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προσαυξάνεται η κανονική άδεια των υπαλλήλων που απασχολούνται σε επικίνδυνες και ανθυγιεινές εργασίες. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο αριθμός των ημερών προσαύξησης της κανονικής άδειας.
Έπειτα κατά το άρθρο 49 που υπαλληλικού κώδικος που προβλέπει τα σχετικά με τη χορήγηση της κανονικής άδειας των δημοσίων υπαλλήλων ορίζονται τα ακόλουθα: 1. Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, από 15 Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει σε υπηρεσίες οι οποίες έχουν καθοριστεί με απόφαση του οικείου Υπουργού και κατά την περίοδο αυτή βρίσκονται στην αιχμή της λειτουργίας τους ή λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Όταν με αίτηση του υπαλλήλου ολόκληρη η άδεια χορηγείται εκτός από την περίοδο αυτή, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προσαύξηση αυτή δεν χορηγείται όταν ο υπάλληλος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα.2. Η υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν ακόμα δεν την ζητήσει. 3. Επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, μετά όμως από έγκριση του οργάνου που προΐσταται εκείνου το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Αν τέτοιο όργανο δεν υπάρχει, αποφασίζει το αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας όργανο. 4. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος.
Ως προς το επίδομα αδείας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, αυτό ως γνωστόν ήδη από την έναρξη του 2013 και κατόπιν του μνημονιακού νόμου 4093/2012 καταργήθηκε παντελώς και έπαυσε απολύτως και οριζοντίως η χορήγησή του. Η οικονομική κρίση που ταλάνισε τη χώρα μας και τα μέτρα λιτότητας που ελήφθησαν συνεπεία αυτής και αποσκοπώντας μακροπρόθεσμα στην απάλυνση και αντιμετώπισή της, είχαν ως αποτέλεσμα να επέλθουν ιδιαζόντως αυστηρές οριζόντιες περικοπές των μισθολογικών αποδοχών και επιδομάτων σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα. Με το ν .4093/2012, ο οποίος θέσπισε νέο πλαίσιο κινητικότητας του προσωπικού του δημοσίου τομέα, επίσης αντικατέστησε και τροποποίησε διατάξεις των κωδίκων των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων Ο.Τ.Α και των δικαστικών υπαλλήλων και τέλος κατήργησε τις οργανικές θέσεις σε ορισμένες κατηγορίες και ειδικότητες, περιόρισε τις θέσεις των μετακλητών υπαλλήλων και ρύθμισε τη διάρκεια ισχύος των πινάκων διοριστέων ΑΣΕΠ εγκρίνοντας το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 προβλέφθηκαν τα εξής:
Σύμφωνα με την υποπαράγραφο Γ. 1. με τίτλο: ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΚ και ΟΤΑ, καθώς και για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχους της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος, καταργούνται από 1.1.2013. Η κατάργηση αυτή όλων των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων μεταξύ των οποίων και του επιδόματος αδείας ήταν οριζόντια και δυστυχώς δεν προβλέπεται κάτι ειδικότερο για τους μονογονείς.
Επίδομα αδείας και Άνεργοι
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες εγκυκλίους του ΟΑΕΔ όσοι άνεργοι επιδοτούνται με το ειδικό μηνιαίο βοήθημα ανεργίας του ΟΑΕΔ, το ύψος του οποίου ανέρχεται σε 360,00€ και δεν προσαυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των προστατευομένων μελών του ασφαλισμένου, λαμβάνουν λόγω των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα κάθε χρόνο οικονομική ενίσχυση ως εξής: α. Για τις εορτές των Χριστουγέννων ίση με το ποσό του μηνιαίου επιδόματος ανεργίας, εφόσον έχουν επιδοτηθεί για όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου. Αν οι επιδοτούμενοι έχουν συμπληρώσει διάρκεια επιδότησης μικρότερη από αυτήν που καθορίζεται πιο πάνω, δικαιούνται οικονομική ενίσχυση ίση με τρία (3) ημερήσια επιδόματα ανεργίας για κάθε μήνα επιδότησης. β. Για τις εορτές του Πάσχα ίση με το μισό του μηνιαίου ποσού του επιδόματος ανεργίας, εφόσον έχουν επιδοτηθεί για όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου. Αν οι επιδοτούμενοι έχουν συμπληρώσει διάρκεια επιδότησης μικρότερη από αυτήν που καθορίζεται πιο πάνω, δικαιούνται οικονομική ενίσχυση ίση με τρία (3) ημερήσια επιδόματα ανεργίας για κάθε μήνα επιδότησης.
Δε λαμβάνουν, ωστόσο, και δε δικαιούνται επίδομα αδείας.
Η επισήμανση των εγκυκλίων του ΟΑΕΔ και οι σχετικές διαδικτυακές αναρτήσεις του ως άνω φορέα, ότι για το επίδομα άδειας για κάθε μήνα αντιστοιχούν 2 ημερομίσθια με ανώτερο τα 13 ημερομίσθια πρέπει να υπογραμμιστεί πως δεν αφορά τους επιδοτούμενους ανέργους, οι οποίοι δε δικαιούνται επιδόματος αδείας, καθότι όπως προαναφέρθηκε δικαιούνται μόνο τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αλλά αφορά κατ’ αποκλειστικότητα την ειδική παροχή προστασίας της μητρότητας, όπου κατ’ εξαίρεση και παρότι η σχέση εργασίας της αδειοδοτούμενης μητέρας με τον εργοδότη της παραμένει ισχυρή, η απόδοση των δώρων των εορτών και του επιδόματος αδείας γίνεται για το διάστημα του εξαμήνου από τον ΟΑΕΔ.
Όπως αναφέραμε σε κάθε περίπτωση, όπου λύεται η σχέση εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο και καθίσταται κατά συνέπεια κανείς άνεργος (π.χ. απόλυση ή οικειοθελής αποχώρηση) κατά το πρώτο ή δεύτερο ημερολογιακό έτος από την πρόσληψη του μισθωτού, δικαιούται αυτός εφάπαξ να λάβει επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης. Για απασχόληση μικρότερη από μήνα καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. Κάθε μισθωτός, του οποίου η σχέση εργασίας λύεται με οποιοδήποτε τρόπο κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος από την πρόσληψή του και μετά, αλλά προτού να πάρει την κανονική του άδεια, δικαιούται να λάβει επίδομα αδείας, το οποίο είναι καταρχήν ίσο με τις αποδοχές της άδειάς του. Δηλαδή το ύψος αυτού δεν εξαρτάται από το χρόνο που διέρρευσε από τη λήψη του προηγούμενου επιδόματος άδειας. Πάντως και στην περίπτωση αυτή, όπως και σε κάθε άλλη ισχύει ο περιορισμός ότι το επίδομα αδείας δε μπορεί να υπερβαίνει το μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το επίδομα θα χορηγηθεί από τον εργοδότη. Μάλιστα το ποσό του επιδόματος αδείας που καταβάλλεται σε περίπτωση απόλυσης υπόκειται σε εισφορές υπέρ του ΙΚΑ, αφού χαρακτηρίζεται σαν προσαύξηση του μισθού, δηλαδή αποδοχές όχι αποζημίωση. Και το επίδομα αδείας που καταβάλλεται στους μισθωτούς, όταν αποχωρούν οικειοθελώς από την εργασία τους υπόκειται σε εισφορές για τον ίδιο λόγο (Έγγραφα ΙΚΑ 166420/30.3.1977, ΔΕΝ 1977, σελ. 1161).
(Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί από τη δικηγόρο Λυδία Ζωγοπούλου και στην ιστοσελίδα www.singleparent.gr)
Λυδία Ζωγοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] Από το νόμο επιβάλλεται το μισό τουλάχιστον του προσωπικού που απασχολείται σε κάθε επιχείρηση να πάρει την άδειά του κατά τη θερινή περίοδο, δηλαδή κατά το διάστημα από 1ης Μαϊου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Το υπόλοιπο προσωπικό θα πάρει την άδειά του αναγκαστικά στους υπόλοιπους μήνες (άρθρο 4 Α.Ν. 539/1945).
[2] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον υπολογισμό των ημερών αδείας των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα εν γένει και σχετικά με τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αυτής, βλ. Λαναρά Κων., Εργατική και Ασφαλιστική Νομοθεσία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.