Επικαρπία και διανομή κοινού ακινήτου μεταξύ συγκυρίων
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1, 3 και 4, 89 και 491 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα πρόσωπα, μεταξύ άλλων, που έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας σε μερίδα κάποιου ή κάποιων κοινωνών, ο νόμος δεν θέλησε να συμμετέχουν στη δίκη διανομής ως ενάγοντες ή εναγόμενοι, αλλά ενόψει του διαπλαστικού αποτελέσματος που συνεπάγεται γι’ αυτά η δίκη ως προς τα προαναφερόμενα δικαιώματά τους, απαιτεί απλώς να προσεπικαλούνται σ’ αυτή υποχρεωτικώς, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, προκειμένου, αν θέλουν, να ασκήσουν με παρέμβασή τους, τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 492 και 493 ΚΠολΔ δικαιώματά τους. Περαιτέρω, προκύπτει ότι το δικαίωμα λύσης της κοινωνίας, μορφή της οποίας αποτελεί και η συγκυριότητα, ανήκει στους κοινωνούς συγκυρίους μεταξύ των οποίων και ο ψιλός κύριος, όχι όμως και στον επικαρπωτή, αφού αυτός δεν είναι συγκύριος του κοινού. Ο επικαρπωτής προσεπικαλείται υποχρεωτικά στη δίκη της διανομής ο οποίος ανεξαρτήτως παρεμβάσεως του ή μη καθίσταται αναγκαίος ομόδικος. Τέτοια προσεπίκληση δεν απαιτείται αν ο επικαρπωτής ασκεί από κοινού με τον ψιλό κύριο την αγωγή διανομής. Βέβαια η επικαρπία σε ιδανικό μερίδιο του κοινού ακινήτου αν χωρήσει αυτούσια διανομή του περιορίζεται στα μερίδια τα οποία περιέρχονται με τη διανομή στον κοινωνό-ψιλό κύριο (ΑΠ 106/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, ως προς τα πρόσωπα αυτά, η δίκη διανομής σε όλη της διαδρομή δεν μπορεί να θεωρηθεί διπλή, όπως για τους συγκυρίους, με την έννοια ότι οι προσεπικαλούμενοι ενυπόθηκοι ή ενεχυρούχοι δανειστές ή οι επικαρπωτές μπορεί να έχουν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του προσεπικαλούντος κοινωνού. Με τα δεδομένα αυτά και περαιτέρω το γεγονός ότι η άσκηση της προσεπίκλησης έχει, κατά το άρθρο 89 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ, τα αποτελέσματα της ασκήσεως της αγωγής, οι ενυπόθηκοι ή ενεχυρούχοι δανειστές ή οι επικαρπωτές, από την επίδοση σ’ αυτούς της προσεπίκλησης, καθίστανται αναγκαίοι ομόδικοι των συγκυρίων ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος, υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, και αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου, έστω και αν δεν άσκησαν παρέμβαση στην ανοιχθείσα δίκη (βλ. ΟλΑΠ 20/1995 ΕλλΔνη 1995, 1534, ΑΠ 1622/2001 ΕλλΔνη 2002, 401, ΕφΛαρ 805/2006 ΕλλΔνη 2007, 543, ΕφΑθ 4882/1999 ΝοΒ 47, 1426, ΕφΑθ 5383/1998 ΕλλΔνη 1998, 1353).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 89 και 215 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της προσεπίκλησης εξομοιώνεται προς την άσκηση της αγωγής. Έτσι ο τρόπος ασκήσεώς της είναι ο ίδιος με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή απαιτείται αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη διανομής, και επιδίδεται στον προσεπικαλούμενο έως τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (βλ. ΠολΠρΡοδ 21/2004 δημοσ. στη ΝΟΜΟΣ και εκεί παραπομπή σε Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, παρ. 107, σ. 276, βλ. επίσης Λήδα Πίψου, Δικαστική Διανομή, εκδ. Σάκκουλα, 2006, § 8.ΙΙ, σ. 183, πρβλ. ακόμη και ΕφΛαρ 805/2006 ΕλλΔνη 2007, 543). Η προσεπίκληση, στο δικόγραφο της οποίας πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρεται ειδικά η έννομη σχέση που τη στηρίζει, εγγράφεται στο πινάκιο (άρθρ. 226 του ΚΠολΔ) και μάλιστα για τη δικάσιμο της κύριας αγωγής, η δε κλήση για τη συζήτηση υπόκειται στις προθεσμίες της αγωγής (άρθρ. 228 του ΚΠολΔ). Διαφορετικά, πάντως, από τα γενικώς ισχύοντα στην προσεπίκληση, που ασκείται στο πλαίσιο εμπράγματης ή μικτής αγωγής περί ακινήτου (άρθρ. 220 του ΚΠολΔ), στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αναγκαία η εγγραφή της προσεπικλήσεως στα βιβλία διεκδικήσεων (βλ. Λ. Πίψου, ο.α.α., § 8.ΙΙ, σ. 183, 184). Από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 491 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν δεν έγινε η προσεπίκληση των οριζόμενων στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου προσώπων, ως τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το τελευταίο, είτε με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, είτε αυτεπαγγέλτως, αναβάλλει τη συζήτηση της αγωγής διανομής και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει αυτά να προσεπικληθούν (βλ. ΕφΛαρ 805/2006 ΕλλΔνη 2007, 543 ο.α.). Αν και η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε πλέον, κατ’ άρθρο 491 § 2 του ΚΠολΔ, απορρίπτεται ως απαράδεκτη η ίδια η αγωγή διανομής, ακόμη και αν η συζήτηση είχε επισπευσθεί από διάδικο άλλον από τον ενάγοντα (βλ. Λ. Πίψου, ο.α.α., § 8.ΙΙ, σ. 184 επ.).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr