Επικίνδυνη σωματική βλάβη – Ασάφεια αναφορικά με το είδος της διακινδύνευσης
Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α` του Π.Κ., όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 65 του Ν. 4855/12-11-2021, “αν η πράξη του άρθρου 308 τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για την ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη”. Ενόψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση δηλαδή, διακινδύνευση για την ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περιπτώσεως, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από την σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθορισθεί βάσει των κατά το άρθρο 79 του Π.Κ. κριτηρίων. Απαιτούμενα στοιχεία για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ., β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη και γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση προκλήσεως της σωματικής κακώσεως και των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη. Αν υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το είδος της διακινδυνεύσεως, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβιάσεως της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 309 του Π.Κ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Π.Δ. και ο υπό στοιχ. Ε` του ίδιου άρθρου, λόγος αναιρέσεως, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει αναιρετικά την απόφαση για το αν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσεως. (ΑΠ 47/2020, ΑΠ 87/2020, ΑΠ 322/2020, ΑΠ 100/2018, ΑΠ 35/2017, ΑΠ 984/2017, ΑΠ 1549/2016).
Χριστίνα Γεωργούλα,
δικηγόρος-διαμεσολαβήτρια
Email: info@efotopoulou.gr