Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Επιμέλεια τέκνων. Πολλές φορές η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Γονική αποξένωση. Έννοια. Ρύθμιση επικοινωνίας γονέων με τα τέκνα τους. Και διαδικτυακή επικοινωνία μέσω skype μεταξύ γονέων και τέκνων

Από τη διάταξη του άρθρου 1511 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512-1514 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανηλίκου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει ευρισκόμενους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσης το γενικό συμφέρον και μόνον του ανήλικου τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και ηθικό, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της απόφασής του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες, που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κ.λπ.

Για τη λήψη της απόφασης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τους με ανεπηρέαστη επιλογή αναπτυχθέντες μέχρι τότε δεσμούς του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του (και τους αδελφούς του), τις τυχόν συμφωνίες των γονέων σχετικά με την επιμέλεια και την περιουσία του, καθώς και τη γνώμη του, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, εν όψει της ηλικίας του και της πνευματικής του ανάπτυξης, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον.

Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε, ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαιτίου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμελείας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1736/2007, 1316/2009).

Η μικρή ηλικία του τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου προς ανάθεση της γονικής μέριμνάς του σε έναν από τους γονείς του μετά τη νηπιακή ηλικία του, οπότε παύει η σαφής βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας από άποψη καταλληλότητας για τη γονική μέριμνα του τέκνου (ΑΠ 952/2007), ενώ συνεκτιμάται αυτή κατά τη νηπιακή ηλικία του τέκνου με τους υπόλοιπους παράγοντες που εξασφαλίζουν την ομαλή σωματική και ψυχοπνευματική του ανάπτυξη. Δηλαδή το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλές φορές η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του.

Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένος (ΑΠ 104/2012, ΑΠ 537/2012, ΝΟΜΟΣ, ΤΝΠ).

Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του.Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως, ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι, ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως.

Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συν επακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρά την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων.Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 121/2011, ΑΠ 537/2012, ΝΟΜΟΣ, ΤΝΠ).

Το δικάσαν Δικαστήριο έκρινε ότι: «[…] Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 25.1.1998 στην … Θεσσαλονίκης και από το γάμο τους απέκτησαν τρία τέκνα, την ήδη ενήλικη Τ. και τους ανήλικους, Γ. και Κ., που γεννήθηκαν στις 25.5.2001 (ήδη 16 ετών) και 8.8.2006 (ήδη 11 ετών) αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, στον κλονισμό δε της έγγαμης συμβίωσης συνέβαλε κυρίως η οικονομική τους ανέχεια, αφού ο ενάγων σύζυγος, αγιογράφος, δεν διέθετε σταθερή εργασία και το μοναδικό τους εισόδημα προέρχονταν κυρίως από περιστασιακές εργασίες της ενάγουσας. Οι διάδικοι με τα τρία ανήλικα τέκνα τους, λόγω της παντελούς έλλειψης οικονομικών πόρων, κατοικούσαν σε εντελώς ακατάλληλο χώρο (ισόγειο χώρο καταστήματος οικοδομής, που είχε διαμορφωθεί υποτυπωδώς για να λειτουργεί ως οικογενειακή κατοικία), με συνθήκες απόλυτης ανέχειας, γεγονός που καθιστούσε προβληματική την έγγαμη σχέση των διαδίκων συζύγων, την οποία και επηρέασε καθοριστικά. Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντας, μητέρας του και γιαγιάς των ανηλίκων, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία συγκατοικεί με την οικογένεια, ότι δυο φορές τους διέκοψαν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος λόγω μη πληρωμής των τελών εκ μέρους του εναγόμενου, ενώ αναφέρεται στην οικογενειακή εγκατάσταση κατοικίας ως «τσαντίρι».

Εν όψει της δυσλειτουργίας της συζυγικής σχέσης και των συνθηκών απόλυτης ανέχειας τις οποίες βίωνε η οικογένεια, η ενάγουσα το Σεπτέμβριο του έτους 2014 μετεγκαταστάθηκε στο … της Γερμανίας μαζί με τον ανήλικο Κ., ηλικίας τότε οκτώ ετών, αποσπώντας τη συναίνεση του συζύγου της και πατέρα του για τη μεταφορά του στη Γερμανία και την εγγραφή του στο εκεί δημοτικό σχολείο, με το πρόσχημα ότι, θα προετοίμαζε σε εύθετο χρόνο τη μετεγκατάσταση όλης της οικογένειας εκεί, προκειμένου να βρουν μια καλύτερη τύχη. Ωστόσο, η πρόθεση της ενάγουσας ήταν η διάσπαση του έγγαμου βίου της με το σύζυγό της, καθώς εγκαταστάθηκε εξ αρχής σε μισθωμένη κατοικία μαζί με τον ανήλικο υιό της και το σύντροφό της, ο οποίος την περίμενε εκεί. Έκτοτε ο ανήλικος Κ. διαμένει με τη μητέρα του στη Γερμανία, ενώ η ενάγουσα διεκδικεί τη γονική μέριμνα και των δύο άλλων παιδιών της, προκειμένου να μετεγκατασταθούν και να διαμείνουν μαζί της στη Γερμανία, καθώς, όπως ισχυρίζεται, είναι σε θέση να τους εξασφαλίσει καλύτερες βιοτικές συνθήκες και προοπτικές. Από τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης τους οι διάδικοι εισήλθαν σε περίοδο σοβαρής και τεταμένης κρίσης, στη δίνη της οποίας εισήλθαν και τα τέκνα τους. Οι σχέσεις των διαδίκων διαπνέονται έκτοτε από έντονη αντιπαλότητα και αντιδικία. Ειδικότερα, η χαώδης διαφορά αντιμετώπισης των προβλημάτων του έγγαμου βίου τους, αλλά και αντιμετώπισης των τέκνων τους και διαχείρισης των προβλημάτων τα οποία ανέκυψαν σχετικά με αυτά, αλλά κυρίως η αποχώρηση της ενάγουσας με τον ανήλικο Κ. στη Γερμανία, τους οδήγησε σε μία κατάσταση πόλωσης, σε έντονα συγκρουσιακές καταστάσεις και σε ένα φαύλο κύκλο εγκλήσεων και αντεγκλήσεων, στα πλαίσια των οποίων ο εναγόμενος σύζυγος και πατέρας των τέκνων προσπάθησε να αποδομήσει το ρόλο της μητέρας των ανηλίκων απέναντι τα τέκνα της. Το έντονα συγκρουσιακό πλέγμα των σχέσεων των διαδίκων, που διαπνέονταν από ένσταση και προστριβές και η παντελής έλλειψη συνεννόησης για τα προβλήματα που ανέκυψαν, επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, έκφρασης, αλλά και τους συναισθηματικούς δεσμούς του κάθε παιδιού προς το γονιό του. Η ανωτέρω δε κατάσταση, προκάλεσε σοβαρή συναισθηματική και ψυχολογική επιβάρυνση στα τέκνα των διαδίκων. […] Υπό τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι, το περιβάλλον της μητέρας είναι καταλληλότερο να παρέχει ευνοϊκότερες και καλύτερες βιοτικές συνθήκες στον ως άνω ανήλικο, σε σχέση με το οικογενειακό περιβάλλον του πατέρα. Η κρίση του Δικαστηρίου για όλα τα προαναφερόμενα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά έχει έρεισμα στο σύνολο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν και δεόντως συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο, ενώ δεν ανατρέπεται από την εκφρασμένη επιθυμία του ανηλίκου κατά το έτος 2014, πρώτη χρονιά εγκατάστασής του στη Γερμανία, να επιστρέψει στην Ελλάδα και να διαμείνει με τον πατέρα και τα άλλα δυο αδέλφια του, καθώς αυτή κρίνεται απότοκη, αφ’ ενός μεν της πρόσφατης μετεγκατάστασής του, της αιφνίδιας αποκοπής από το γνώριμο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε και της ριζικής αλλαγής περιβάλλοντος και βιοτικών συνθηκών, αφ’ ετέρου δε του επηρεασμού του από τον εναγόμενο πατέρα του. Σημειώνεται ότι δεν έλαβε χώρα επικοινωνία της Δικαστή, που συγκροτεί το παρόν Δικαστήριο, με το ανήλικο τέκνο, καθώς αυτή κρίθηκε ότι παρέλκει, εν όψει του τόπου διαμονής του και του γεγονότος ότι, δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί σε κανένα στάδιο της πρωτοβάθμιας δίκης, η οποία αναβλήθηκε, προκειμένου να εμφανιστεί το ανήλικο για την επικοινωνία του με το Δικαστή και τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε. Περαιτέρω και ως προς τις λοιπές εκφάνσεις της άσκησης του δικαιώματος της γονικής μέριμνας (διοίκηση περιουσίας, εκπροσώπηση δικαστική ή εξώδικη), αυτές πρέπει να ασκούνται από κοινού από αμφότερους τους διαδίκους γονείς, αφενός, για να μην αποξενωθεί πλήρως το ανήλικο από την πατρική μέριμνα και αφετέρου, για να συμμετέχει ο εναγόμενος πατέρας στις σημαντικές αποφάσεις της ζωής του. Η δε προγενέστερη εκδηλωθείσα αντισυζυγική συμπεριφορά της ενάγουσας μητέρας απέναντι στο σύζυγό της (απροειδοποίητη εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης και σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης), η οποία πρέπει να αποσυνδεθεί από την καταλληλότητα της ως μητέρα (καθώς η εξέλιξη και η δυσλειτουργία της έγγαμης συμβίωσης σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν ασκεί κατά κανόνα επιρροή στο γονικό ρόλο των συζύγων), δεν ανατρέπει την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, ούτε προεξοφλεί την ακαταλληλότητά της ως μητέρας στην άσκηση του μητρικού της ρόλου.Επισημαίνεται, ωστόσο, η έκδηλη και αναμφισβήτητη αγάπη του εναγόμενου πατέρα του ανήλικου, η προσήλωσή του στο γονικό του ρόλο, τον οποίο διεκδικεί σθεναρά και το αμέριστό ενδιαφέρον του για το τέκνο του. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις και δεδομένα της παιδοψυχιατρικής επιστήμης, το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, Κ., επιτάσσει την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα του. Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε διαφορετικά και ανέθεσε στον ενάγοντα πατέρα του αποκλειστικά το σύνολο της γονικής μέριμνας του ανήλικου Κ., έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης με τους οποίους προβάλλεται το ανωτέρω σφάλμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η υπ’ αρ. …/2017 έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την ουσία της. Στη συνέχεια, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου Κ. στη μητέρα του. Περαιτέρω, αυτονόητο τυγχάνει το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγόμενου πατέρα με το ανήλικο τέκνο του, η οποία θα πρέπει να ρυθμιστεί με τον τρόπο που αναφέρεται στο διατακτικό. Κατά τη διάρκεια της πτήσης από Γερμανία προς Ελλάδα, ο ανήλικος Κ. θα συνοδεύεται από αεροσυνοδό, όπως συνήθως συμβαίνει με τους ανήλικους επιβάτες που δεν συνοδεύονται από τους γονείς τους. Παράλληλα ο ενάγων θα επικοινωνεί κάθε Τετάρτη και Κυριακή με το γιό του, είτε τηλεφωνικώς, είτε με διαδικτυακή επικοινωνία μέσω Η/Υ με εικόνα και ήχο (skype), μεταξύ των ωρών 18.00 έως 20.00. Ο τρόπος αυτός της επικοινωνίας θα συντελέσει στη δημιουργία σχέσης οικειότητας και πατρικού δεσμού με τον ενάγοντα πατέρα, δεν δημιουργεί συναισθηματική αποστέρηση στον ανήλικο από την μόνιμη απουσία του, ως εκ του τόπου διαμονής του, ενώ παράλληλα, η τακτική τηλεφωνική, ή διαδικτυακή επικοινωνία του μαζί του, με ήχο και εικόνα, θα καλλιεργήσει την εξοικείωση και την αίσθηση της παρουσίας του (της φωνής και της εικόνας του), στη ζωή του και την αμοιβαία συναισθηματική τους εκδήλωση σε τακτική βάση. Περαιτέρω, αναφορικά με την υπ’αρ. …/2016 έφεση και τα δύο έτερα τέκνα των διαδίκων, σημειώνονται τα εξής: Ως προς την Τ., η οποία έχει ήδη ενηλικιωθεί προ ενός και πλέον έτους, και η οποία βρίσκεται ήδη στη Γερμανία, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος της γονικής μέριμνας, λόγω της ενηλικότητάς της. Αναφορικά όμως με τον ανήλικο Γ., ο οποίος διανύει το 16° έτος της ηλικίας του, προέκυψαν τα εξής: Ο ανήλικος Γ. έχει μόλις αποφοιτήσει από την Γ’ Γυμνασίου, διαμένει με τον πατέρα του και τη γιαγιά του στην οικογενειακή κατοικία που περιγράφηκε παραπάνω, ενώ οι σχολικές επιδόσεις του δεν χαρακτηρίζονται επαρκείς, καθώς έχει χάσει ήδη μία σχολική χρονιά και ήδη κρίθηκε ανεξεταστέος σε δύο μαθήματα. Από την προσωπική επικοινωνία της Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου με τον ανήλικο, έγινε αντιληπτή, τόσο η έντονη συναισθηματική φόρτιση την οποία βιώνει, ο θυμός του και η συγκρουσιακή συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται λόγω των έντονων προστριβών μεταξύ των γονέων του, όσο και αρνητική διάθεσή του απέναντι στη μητέρα του, η οποία βρίσκει έρεισμα στην πλήρη αποδόμηση της εικόνας και του ρόλου της, κάτι που εκπορεύεται από τον πατέρα του και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίσθηκε τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης του. Χαρακτηριστικό είναι το χειρόγραφο σημείωμα απάντηση στη μητέρα του με άκρως υβριστικό, ανάρμοστο και απαξιωτικό περιεχόμενο και εκφρασμένη την κάθετη άρνησή του να επικοινωνήσει μαζί της (βλ. προσκομιζόμενο). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην περίπτωση του ανήλικου συντρέχει η εμφάνιση του φαινομένου της γονικής αποξένωσης.Η κατάσταση αυτή συνίσταται στην επιμονή των παιδιών, να μην επιθυμούν να επικοινωνούν με έναν εκ των γονέων τους, όταν αυτοί έχουν χωρίσει, επηρεαζόμενα από την φανερή, ή υποβόσκουσα βούληση του άλλου γονέα, να διακοπεί η επικοινωνία αυτή, ή και επειδή τα ίδια βρίσκονται σε σύγχυση και αμηχανία για τις συγκρούσεις των γονέων. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και με δεδομένη κυρίως την ηλικία του (16 ετών) και την επικείμενη ενηλικότητά του, το φύλο του, τις ήδη υφιστάμενες σχέσεις του με τον πατέρα του και το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και την κάθετη άρνησή του για επικοινωνία με τη μητέρα του, στο πρόσωπο της οποίας αρνείται κάθε αναφορά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, η επιμέλειά του πρέπει να ανατεθεί στον πατέρα του, παρά τα προβλήματα και τις δυσμενείς βιοτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιεί (βλ. έκθεση κοινωνικής έρευνας) (βλ. σε ΜΕφΘεσ 1686/2017, δημ. ΕφΑΔ 2018, 649).

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί