Αίτηση ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ – Η προϋπόθεση της μεταβολής των πραγμάτων – Περιπτωσιολογία
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 696 ΚΠολΔ: «Το Δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, έχει δικαιώμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του, εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της.»
Δηλαδή, ο διάδικος που κλήθηκε νόμιμα ή συμμετείχε χωρίς κλήση στη συζήτηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως επίσης και ο δεσμευόμενος από το προσωρινό δεδικασμένο και εξομοιούμενος μ’ αυτούς τρίτος, δικαιούνται ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση να ζητήσουν από το Διακστήριο, που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα, την ολική ή μερική ανάκληση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεώς του, μόνο αν επικαλούνται και πιθανολογούν μεταβολή των πραγμάτων, στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση, και έχουν έννομο συμφέρον για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση, ανεξαρτήτως αν βαρύνονται ή ωφελούνται από τα ασφαλιστικά μέτρα (ΜονΠΑθ 9445/1976, ΝοΒ 1977.225). [1]
Σύμφωνα με την υπ. Αριθμ. 189/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3, συνιστά μεταβολή πραγμάτων, που μπορεί να δικαιολογήσει την υπό του Δικαστηρίου ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης, εκτός άλλων, α) η έλλειψη του κινδύνου για τον οποίο χορηγήθηκε το ασφαλιστικό μέτρο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που περάσει αρκετός χρόνος από τότε που διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο, δίχως να επακολουθήσει η διαγνωστική δίκη για το ασφαλισθέν δικαίωμα, β) η ελάττωση ή η αύξηση της περιουσίας του οφειλέτη και συνεπώς η μετάπτωση αυτού από αφερέγγυο σε φερέγγυο και αντιθέτως, γ) η υπό του καθ` ου η αίτηση προσφορά άλλου ασφαλιστικού μέτρου που να εξασφαλίζει εξίσου τον αιτούντα. Περαιτέρω, κατά την αληθινή έννοια του άνω όρου, ως νέα στοιχεία που συνιστούν μεταβολή των πραγμάτων θεωρούνται και τα προϋπάρξαντα, προϋφιστάμενα της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία τώρα αποκαλύφθηκαν και γενικώς όλα όσα δεν τέθηκαν υπό την κρίση του δικαστηρίου από ανυπαίτια συμπεριφορά του διαδίκου, τα οποία, αν είχαν τεθεί υπόψη του θα εμφάνιζαν διαφορετική πραγματική κατάσταση και θα απέληγαν σε διαφορετική κρίση. Τα προϋπάρξαντα όμως αυτά στοιχεία, τα οποία το πρώτον αποκαλύπτονται κατά τη συζήτηση της αίτησης περί ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης, θα πρέπει, για να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, να φέρονται στο φως της δημοσιότητας με κάποιο αποδεικτικό μέσο (π.χ. έγγραφο), το οποίο προϋπήρχε της ανακλητέας απόφασης.
Δεν θεωρούνται συνεπώς νέα στοιχεία, γιατί δεν συνιστούν μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης, 1) οι πραγματικές πλημμέλειες αυτής, δηλαδή η κακή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, 2) η προσαγωγή κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης το πρώτον νέων αποδεικτικών μέσων λ.χ. μαρτύρων κ.λπ. για πραγματικά περιστατικά που προϋπήρχαν της ενώπιον του δικαστή εκδίκασης της αίτησης, έκτος αν πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα κ.λπ.) των ίδιων πραγμάτων, των οποίων όμως στοιχείων ο αιτών έλαβε γνώση μετά την έκδοση της απόφασης ή είχε και προηγούμενη γνώση τούτων, πλην όμως δεν μπορούσε να προσαγάγει αυτά από δικαιολογημένη αιτία, λ.χ. από λόγους ανώτερης βίας ή πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία που ανάγονται στο κύρος και την αποδεικτική αξία των στοιχείων πάνω στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για την έκδοση της απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση, 3) οι νομικές πλημμέλειες της απόφασης, δηλαδή τα νομικά σφάλματα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων, καθόσον και στην περίπτωση αυτή, η επιδιώκουσα την ανάκληση της απόφασης αίτηση θα επείχε θέση ενδίκου μέσου (έφεσης), το οποίο με θετική του διάταξη απαγορεύει ο ΚΠολΔ (άρθρο 699), και συνεπώς με την παραδοχή μιας τέτοιας αίτησης θα επερχόταν αναδίκαση της υπόθεσης κατά καταστρατήγηση της περί αποκλεισμού των ενδίκων μέσων διάταξης του πιο πάνω άρθρου (699 του ΚΠολΔ), 4) η μεταβολή της νομολογίας των δικαστηρίων κατά την ερμηνεία διατάξεως νόμου δεν θεωρείται μεταβολή των πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης (ΕφΘεσ 3308/2003 Αρμ 2004.252, ΕφΑΘ 1173/1999 ΕλλΔνη 2001.764, ΜΠρΠειρ 8105/2003 ΕλλΔνη 2006.940, ΜΠρΘεσ 29907/2011 ΤΝΠ Ισοκράτης ΜΠρΑΘ 933/1998 Δ 30.105, ΜΠρΑΘ 138/1997 ΑρχΝ 49.228, Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, έκδ. 1985, σ. 91 επ., 96, Μπέη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 696, σ. 193-194). Επίσης δεν αποτελούν μεταβολή οι ενέργειες του αιτούντος (ΜΠρΗρ 1048/2018, ΤΝΠ Νόμος).
Ελένη Μακροδημήτρη, ασκ. δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, 2000, άρθρο 696, σελ.1365